Τα «Αδέσποτα κορμιά» και η Άνοιξη της Θεσσαλονίκης
Ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ γράφει στην parallaxi με αφορμή τις επιστολές του Μητροπολίτη Φιλόθεου και της Διευθύντριας του Φεστιβάλ Ελίζ Ζαλαντό.
«Μα τη Μεγαλόχαρη, παρακινήθηκα να κοιτάξω πίσω μου για να ιδώ με ποιον τρίτο μιλάτε»
Λέξεις: Χρυσόστομος Α. Σταμούλης
Την Άνοιξη του 1956, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, με αφορμή την ανάγνωση του Κύπρον, ου μ’εθέσπισεν (ή Ημερολόγιον Καταστρώματος Γ΄), κατηγορεί τον Γιώργο Σεφέρη για «αισθητικό αυτοσκοπό»,[1] παρόμοιο με αυτόν που η ανθρωπότητα γνώρισε κατά την περίοδο δύο «παραπλανημένων», περιορισμένων και ασήμαντων εποχών, «τη στερνή κλασική περίοδο και τα τελευταία πεντακόσια περίπου χρόνια στην Ευρώπη».[2]
Το θέμα μου εδώ δεν είναι να εξετάσω τούτη τη διαμάχη -το έχω κάνει με τρόπο αναλυτικό ακριβώς είκοσι χρόνια πριν, στο βιβλίο μου Κάλλος το άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004. Αυτό που με επαναφέρει σε αυτή τη συζήτηση, είναι η απάντηση του Σεφέρη, η οποία ξεκινά με την έκφραση της έκπληξής του προς τον Λορεντζάτο, αλλά και τον Φίλιππο Σέρραρντ, που φαίνεται να συμφωνεί με τις παρατηρήσεις του Λορεντζάτου στον Σεφέρη. Μια έκπληξη, η οποία διατυπώνεται με τις λέξεις του τίτλου αυτής της παρέμβασής μου, «Μα τη Μεγαλόχαρη, παρακινήθηκα να κοιτάξω πίσω μου για να ιδώ με ποιον τρίτο μιλάτε» [3].
Και τούτο διότι, ο βουρλιώτης ποιητής, μοιάζει να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του στην περιγραφή και ερμηνεία του Λορεντζάτου. Γι’ αυτό και προχωρά στην κατάθεση επιστημολογικού πλαισίου, προκειμένου οι σοβαρές συζητήσεις, καθώς λέγει, να μη γίνονται με «αποφθέγματα» και γενικεύσεις, δηλαδή στο ποδάρι[4], αλλά με κριτική διάνοια, προσοχή, τιμιότητα και αυστηρότητα. Στοιχεία που θα επιτρέπουν να αναγνωρίζει ο κάθε συνομιλητής τον εαυτό του στα επιχειρήματα και τις απόψεις του άλλου.
Εδώ και λίγες μέρες «γυροφέρνει» την πόλη μας η «Άνοιξη»[5]. Μια Άνοιξη, που παρόλες τις απαισιοδοξίες, τους μηδενισμούς και ένα πρώτο αρνητικό ξάφνιασμα, φαίνεται πως υπόσχεται «πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη»[6]. Με τούτο δεν θέλω να υποτιμήσω τον πόνο και την πίκρα, τη θλίψη και τον θυμό των ανθρώπων, την αίσθηση της προσβολής, αλλά και την αίσθηση καταστρατήγησης της δημοκρατίας, που γέννησε η πρώτη ανάγνωση των επιστολών που αντάλλαξαν, με αφορμή την αφίσα του ντοκιμαντέρ της Eλίνας Ψύκου, «Αδέσποτα κορμιά», ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Φιλόθεος, με τη Γενική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, κ. Ελίζ Ζαλαντό.
Θέλω απλά και μόνο να περάσω πέρα από το «προφανές» και τις βεβαιότητες που αυτό κουβαλά, διότι μια τέτοια αυτοπαράδοση στη συνήθεια της εύκολης κρίσης δεν επιτρέπει τη διάκριση του καρπού από το τσόφλι, αλλά και πέρα από την ευκολία με την οποία φορτώνουμε τους ανθρώπους με προθέσεις, τις οποίες οι ίδιοι ποτέ δεν είχαν. Και τούτο, διότι όπως λέγει η ποιητική φωνή, η βάρκα σαν την φορτώσεις με προθέσεις βουλιάζει[7].
Έχω, λοιπόν, την βαθιά πεποίθηση πως βρισκόμαστε ενώπιον δύο καλών και ουσιαστικών, όσων αφορά το περιεχόμενό τους επιστολών, που προέρχονται από τη γραφίδα ανθρώπων με ποιότητα, ήθος και ευθύνη. Βέβαια, οι πράξεις των ανθρώπων και τα δημιουργήματά τους, στην προκειμένη περίπτωση οι επιστολές, κρίνονται πάντοτε στη συνάφειά τους. Κρίνονται, δηλαδή, εντός της μήτρας που τις γεννά και εξάπαντος όχι έξω από αυτήν. Οφείλουμε, δηλαδή, να δούμε πότε γράφονται, γιατί γράφονται και ποιο το υπόβαθρό τους. Εάν τις βγάλουμε από το πλαίσιό τους είναι εύκολο να παρεξηγηθούν, να παρερμηνευθούν και ως εκ τούτου να ακυρωθούν.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με ερμηνευτικές προσπάθειες που ανακαλύπτουν στις επιστολές του Μητροπολίτη Φιλόθεου και της κ. Ζαλαντό την κήρυξη ενός ιερού πολέμου και την αλαζονική και απρεπή παρέμβαση στα εκκλησιαστικά πράγματα με την διδακτική ανάπτυξη θεολογικών θέσεων αντίστοιχα, θεωρώ πως και οι δύο περνούν τα σύνορα που κάποιοι θέτουν, προκειμένου, όπως διηγείται κινηματογραφικά ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, να φτάσουν στο σπίτι και κατά συνέπεια στον εαυτό[8]. Να φτάσουν σε ένα ανανεωμένο μαζί που θα συμπεριλαμβάνει την ετερότητά τους. Ναι, οφείλουμε να το πούμε ξεκάθαρα. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς ανθρώπους, που υπηρετούν δύο διαφορετικούς θεσμούς -την Εκκλησία και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου-, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετική στοχοθεσία.
Διαφορετικότητες, όμως, που μπορούν και εξάπαντος οφείλουν να διαλεχθούν για χάρη του ανθρώπου και της κοινωνίας, για χάρη μιας ζωής μαζί, όπου ο καθένας θα πλουτίζει από την ετερότητα του άλλου. Έτσι ώστε να μπορούμε να υποστηρίζουμε εν τέλει μαζί με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη της Μητέρας Θεσσαλονίκης, πως «[…] το εγώ μου είν’ ένας άλλος […] Τόσοι άλλοι είμαι εγώ»[9]. Βέβαια, μια τέτοια κατανόηση αφήνει δυσαρεστημένους όλους εκείνους που είδαν στις επιστολές κήρυξη ιερών πολέμων, αποστομωτικές απαντήσεις και σύγκρουση μέχρις εσχάτων.
Υπάρχουν, βέβαια και οι άλλοι που έψεξαν τον Παναγιώτατο για χλιαρότητα στην αντίδρασή του, για δειλία και οικουμενισμό, διότι δεν έβαλε το μαχαίρι στο στόμα πηγαίνοντας στη μάχη, δεν γέμισε πλατείες -τούτες και την φασιστική λειτουργία τους την κατήγγειλε expresis verbis και αμέσως με άλλη δημόσια επιστολή του, αλλά και συνεντεύξεις στα ΜΜΕ-, αλλά και την κ. Ζαλαντό, διότι υπήρξε πολύ ευγενική στην απάντησή της, δεν τόλμησε να τα πει έξω από τα δόντια και τελικά δεν έβαλε τον Μητροπολίτη στη θέση του. Δυστυχώς για όλους αυτούς, ο διάλογος δεν έγινε αρένα, δεν χύθηκε αίμα, δεν βιάστηκαν συνειδήσεις, δεν φτάσαμε στην πνευματική και φυσική εξόντωση υποκειμένων, δεν κατασπαράχθηκαν κορμιά.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, η κ. Ζαλαντό και ο Μητροπολίτης κ. Φιλόθεος είναι δυο ωραίοι άνθρωποι, δυο ευγενείς άνθρωποι με βαθιά αίσθηση της ευθύνης και του χρέους. Και εάν η κ. Ζαλαντό εργάζεται χρόνια στη Θεσσαλονίκη και το σπουδαίο έργο της είναι γνωστό, ο Παναγιώτατος κατάφερε σε εκατό μόλις μέρες να κερδίσει με τις πράξεις του και την παρουσία του τον σεβασμό, τη συμπάθεια και την αγάπη των Θεσσαλονικέων.
Αυτή είναι προφανώς και η ανάγνωση μιας τρίτης κατηγορίας συμπολιτών μας και όχι μόνον, οι οποίοι εις πείσμα της διαίρεσης και του αυτοερωτισμού γιόρτασαν και συνεχίζουν να γιορτάζουν την ανάσταση του πραγματικού διαλόγου και την Άνοιξη της Θεσσαλονίκης που αυτός ο διάλογος υπόσχεται. Ένα αεράκι πολιτισμού αύρας λεπτής φυσάει στην πόλη, το επ’ εμοί μια διαίσθηση με γεμίζει, πως οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου θα κάνουν τη Θεσσαλονίκη μας ξανά όμορφη, αλλιώς ωραία. Άλλωστε, το λέει και ο Νιόνιος, πως
«Μέρες καλύτερες θα ΄ρθούν, το λέει το ένστικτό μου,
αυτό το κάτι μέσα μου, το εντελώς δικό μου.
Χαράζουνε τα πρόσωπα, τα βλέμματα γλυκαίνουν
γιατί ταλαιπωρήθηκαν και τώρα το μαθαίνουν.
Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει,
αισθάνονται τη μοναξιά που Έλληνες ενώνει»[10].
ΥΣ Η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ είναι έτοιμη να συμβάλλει σε μια ευρύτερη συζήτηση του θέματος της σχέσης ιερού και τέχνης σε συνεργασία με την Ιερά Μητρόπολη και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης μας, αλλά και κάθε άλλου φορέα της Θεσσαλονίκης.
[1] Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου (1948-1968), επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, σ. 153, 205.
[2] Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου, σ. 153.
[3] Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου, σ. 205.
[4] Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου, σ. 205.
[5] Κ. Δημουλά, Μεσιτείες, Το Λίγο του Κόσμου, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2000, σ.138.
[6] Μ. Χατζιδάκις, Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη, εκδ. Columbia, Αθήνα 1962. Όπως σημειώνει στο προλογικό του δίσκου ο Μάνος Χατζιδάκις, η φράση αποτελεί δάνειο από τον Τόμας Έλιοτ,
«Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…», T.S. Eliot, Έρημη Χώρα, μετάφραση Γ. Σεφέρης, Ίκαρος, Αθήνα, 1936, σ. 12.
[7] «Πες “βάρκα”, που βουλιάζει αν την παραφορτώσεις με προθέσεις», Κ. Δημουλά, Η περιφραστική πέτρα, Το Λίγο του Κόσμου, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2000, σ. 203.
[8] «Περάσαμε τα σύνορα και είμαστε ακόμα εδώ […] Μα πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε, για να πάμε σπίτι μας;», Το μετέωρο βήμα του πελαργού, Arena Films, Vega Film, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Αθήνα 1991· «Πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να φτάσουμε στους εαυτούς μας;», με αφορμή Το λιβάδι που δακρύζει.
[9] Ν.Γ. Πεντζίκη, Προς Εκκλησιασμό, εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 66.
[10] Δ. Σαββόπουλος, Μη πετάξεις τίποτα, εκδ. Plydor, Αθήνα 1994.
- Ο Χρυσόστομος Σταμούλης είναι Κοσμήτορας Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ