Τα ανεπαίσθητα σημάδια της μοναξιάς
της Γκέλης Δούμπη Μια παρουσίαση βιβλίου και δυο πολιτικές εκδηλώσεις. Τρεις μέρες στη σειρά, με μικρή διαφορά μεταξύ τους. Πώς σκαλώνει το μάτι στα αδιόρατα ίχνη της μοναξιάς, στα ανεπαίσθητα σημάδια του πόνου… Από μικρές λεπτομέρειες. Η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη όταν μπήκε. Αν και στο ακροατήριο υπήρχαν αρκετές μεσήλικες με τη χαρακτηριστική, παλαιάς κοπής […]
της Γκέλης Δούμπη
Μια παρουσίαση βιβλίου και δυο πολιτικές εκδηλώσεις. Τρεις μέρες στη σειρά, με μικρή διαφορά μεταξύ τους. Πώς σκαλώνει το μάτι στα αδιόρατα ίχνη της μοναξιάς, στα ανεπαίσθητα σημάδια του πόνου… Από μικρές λεπτομέρειες.
Η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη όταν μπήκε. Αν και στο ακροατήριο υπήρχαν αρκετές μεσήλικες με τη χαρακτηριστική, παλαιάς κοπής εκκεντρική εμφάνιση της αριστεροσύνης, το δικό της σκουφάκι, το πικεδένιο φουστάνι και η ψεύτικη γούνα ήταν μια οπτική παραφωνία. Όχι γιατί προκαλούσαν με φαιδρότητα ή υπερβολή –κάθε άλλο.
Γιατί δημιουργούσαν ένα αυθόρμητο ανακλαστικό στοργής. «Θα ξυλιάσει με το βαμβακερό ρουχαλάκι μέσα στο καταχείμωνο!»
Κι ήταν κι αυτό το συνεσταλμένο βλέμμα ανάμεσα σε ανθρώπους που μοίραζαν με άνεση χαμόγελα και χαιρετούρες, ο δισταγμός και η αμηχανία σε αντιδιαστολή με την αυτοπεποίθηση των άλλων.
Άρχισα να την παρακολουθώ διακριτικά. Βολεύτηκε σε ένα ακριανό κάθισμα. Πολύ γρήγορα έγειρε προς τα μπρος το κεφάλι της και αποκοιμήθηκε. Την ξυπνούσαν τα σποραδικά χειροκροτήματα, κοίταζε δεξιά και αριστερά με ένα σκιαγμένο βλέμμα και ύστερα κούρνιαζε και πάλι ήσυχα και βούλιαζε στο μοναχικό της ύπνο. Αδιαφορούσε για τους προβληματισμούς πολυτελείας που ταλάνιζαν το ευαίσθητο –κάποτε αριστερό- ακροατήριο.
Κι όταν η εκδήλωση τέλειωσε, γλίστρησε ήσυχα ανάμεσα στον κόσμο και βγήκε στο κρύο της νύχτας. Πιάστηκα στις κουβέντες, δεν την πήρα χαμπάρι, δεν την πρόλαβα.Την ξαναείδα το επόμενο βράδυ σε μια πολιτική εκδήλωση. Φορούσε ακριβώς τα ίδια ρούχα. Την ακολούθησα με την άκρη του ματιού μου στην αμήχανη αναζήτηση μιας απόμερης θέσης. Στη διακριτική τήρηση όλων των προσχημάτων της κοινωνικότητας μέχρι να αρχίσει η εκδήλωση –μια καλησπέρα στο διπλανό, λίγες ευγενικές κουβέντες με τη συνοδό του, ένα χαμόγελο σε κάποιον που θέλησε να περάσει στα εσωτερικά καθίσματα….
Όταν χαμήλωσαν τα φώτα παραδόθηκε στο βάρος ενός αδιόρατου άλγους που περίτεχνα έκρυβε. Ζάρωσε στο κάθισμα και αποκοιμήθηκε. Μέχρι το τέλος. Φαίνεται πως το βαρύ θέμα της εκδήλωσης που ταλαιπώρησε τις αντοχές του ευαίσθητου ακροατηρίου δεν μπορούσε να συγκριθεί με το βάρος της δικής της ψυχής.
Έφυγε πάλι σιωπηλά. Αυτήν τη φορά κατέβηκα γρήγορα τα σκαλιά και την παρακολούθησα να χάνεται στο δρόμο, μέσα στο σκοτάδι. Σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της. Αβέβαιη. Με την περπατησιά του μοναχικού ανθρώπου που μάλλον δεν έχει προορισμό.
Δυο μέρες αργότερα εμφανίστηκε σε μια ακόμη πολιτική εκδήλωση, λίγο πριν αυτή τελειώσει. Μεσημέρι Κυριακής. Η αίθουσα ήταν σχεδόν άδεια κι αυτό μου φάνηκε πως της δημιούργησε μεγαλύτερη αμηχανία, μια νευρικότητα. Κινήθηκε άβολα πάνω-κάτω στον πλαϊνό διάδρομο μέχρι που στο τέλος διάλεξε ένα κάθισμα σχεδόν κρυμμένο πίσω από μια κολώνα. Μας χώριζαν μόνο πέντε θέσεις. Μπορούσα να την παρατηρήσω καλύτερα. Τα ίδια ρούχα πάλι. Το ίδιο σκουφάκι, το ίδιο πικεδένιο φουστάνι, η ίδια ψεύτικη γούνα. Και τα πόδια ξεκάλτσωτα, γυμνά. Να διεγείρουν το ανακλαστικό της στοργής: «Πώς αντέχει μ΄ αυτό το βρωμόκρυο;»
Μαζί της κουβαλούσε και τα υπάρχοντά της. Μια μεγάλη, παραγεμισμένη πλαστική τσάντα με λουλουδάτα σχέδια, κλεισμένη με φερμουάρ και τρεις σακούλες του σούπερ μάρκετ. Τα βόλεψε όλα σε ένα κάθισμα πίσω της –υπήρχε άπλα. Πώς δεν το είχα προσέξει αυτό στα προηγούμενα ανταμώματά μας; Μου χαμογέλασε ευγενικά και σε λίγα λεπτά τα βλέφαρά της έκλεισαν.
Λες και ήθελε να προλάβει βιαστικά να ρουφήξει έστω και λίγο ύπνο, να ποτίσει το κορμί της με τη ζεστασιά ενός ξένου χώρου, να γλυκάνει την ψυχή της απ’ τις ανάσες και τη μουρμούρα των ανθρώπων γύρω της και να ανακουφιστεί από το βάλσαμο μιας ψευδαίσθησης.
Μόλις σκόρπισε ο κόσμος χάθηκε πάλι σα σκιά. Φορτωμένη με το βιος της. Και με το βάρος της μοναξιάς στα βήματά της. Αθόρυβα όπως ήρθε. Πώς σκαλώνει το μάτι στα αδιόρατα ίχνη της μοναξιάς, στα ανεπαίσθητα σημάδια τουπόνου… Από μικρές λεπτομέρειες.
Υ.Γ.: Θα πάρω, άραγε, το θάρρος να της μιλήσω την επόμενη φορά που θα την δω;
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα