Τα Χριστούγεννα της Αθωότητας
Σε ένα πάρτι στη Σταυρούπολη τέλος του 70. Δεύτερη μέρα Χριστουγέννων.
Πήρα το λεωφορείο της γραµµής 12/27, Τούµπα-Σταυρούπολη, νωρίς το µεσηµέρι. ∆ιέσχισα όλη την πόλη, τότε τα αστικά ήταν ενωµένα, µια γραµµή δυο γειτονιές και κυκλοφορούσαν.
Η Εγνατία στολισµένη µε τα µέσα της εποχής έλαµπε, όπως την κοιτούσα πίσω από τα θολά τζάµια. Όλα ωραία µου φαίνονταν, σε πάρτι πήγαινα. Φορούσα ένα πράσινο πουκάµισο, που είχαµε αναγκάσει τη µάνα µου να µας πάρει και εγώ και ο αδερφός µου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί µας έπαιρναν παρόµοια ρούχα ή και ίδια. ∆ίδυµοι δεν ήµασταν, ο ένας ξανθός ο άλλος µελαχρινός. Το πράσινο πουκάµισο κάπου το είχα δει, σκούρο, ωραίο, φυσικά δεν µας πήρε το ίδιο, με αυτό που είχα δει, ήταν ακριβό. Ένα παρόµοιο, δε βαριέσαι, τη δουλειά του την έκανε.
Κορδωνόµουν στον καθρέφτη ώρα πολλή, είχα βάλει και ένα είδος µπριγιαντίνης στο µαλλί. Την είχε ξεχάσει σπίτι µας ένας θείος που είχε έρθει από τη Γερµανία. Το ότι θα πήγαινα σε πάρτι το είχα πει παντού. Μια βδοµάδα το έλεγα. Κανονική ανακοίνωση. Ήµουν δεύτερα Γυµνασίου, πρώτη χρονιά σε µεικτό, τελευταία χρονιά Αρρένων της Τούµπας ήταν η προηγούµενη. Ίσα που το είχα προλάβει.
Έφτασα νωρίς το απόγευµα, δεύτερη µέρα Χριστουγέννων ήταν. Να βοηθήσω και λίγο στην προετοιµασία, να εγκλιµατιστώ. Εξάλλου χάρη µου έκαναν που µε κάλεσαν, όντας µικρότερος πολύ από το µέσο όρο. Το ποτό ήταν Cinzano, βερµούτ, τα µπολ γέµατα φιστίκια, στραγάλια και υπήρχε και φαγητό.
Θυµάµαι κάτι θεϊκά κεφτεδάκια που έφτιαχνε η θεία µου. Τα τραγούδια, που αποκαλούσαµε µπλουζ, ήταν εκείνα που τα χόρευες κολλητά µε τα κορίτσια. Εγώ που ήµουν µικρότερος µε χόρευαν µάλλον από συµπόνια. Θυµάµαι όµως ότι στο «Io di notte» του Αλµπάνο µια τύπισσα, που µου ήταν λίγο ψηλότερη, δέχτηκε µε χαρά να τη χορέψω.
Μάλιστα θα έπαιρνα όρκο ότι της έκαψα την καρδιά ή έτσι νόµιζα για το υπόλοιπο βράδυ, µέχρι που παίχτηκε το γνωστό παιγνίδι µπουκάλα και την είδα µε άνεση να φιλά και άλλα αγόρια, οπότε ο µύθος κατέρρευσε.
Γύρω στις εννιά έσβησαν τα φώτα στο σαλόνι και µείναµε µε τα λαµπάκια του δέντρου. Το δωµάτιο µέσα από τις µπάλες φαινόταν τεράστιο, το πάρτι υπερπαραγωγή. Νόµιζες ότι είσαι στο Μόντε Κάρλο. Παρότι ο όρος της απαγόρευσης του αλκοόλ ήταν σαφής από τους δικούς µου πριν ξεκινήσω, το βερµουτάκι το χτύπησα. Και δις και τρις.
Προς το τέλος της βραδιάς η τύπισσα µου είπε: «θέλεις να χορέψουµε παρέα ένα τελευταίο χορό;». Είχα πειστεί πως µε αγαπάει, λίγο έλειψε να της το πω και γω, κάτι μελοδραματικό τύπου θα σε αγαπώ για πάντα, όπως έκαναν στις ”Γρανίτες από Λεμόνι” που βλέπαμε στο σινεμά και στο Grease που μολις είχε κυκλοφορήσει. Πάντα ήµουν παρορµητικός, ευτυχώς κρατήθηκα γιατί λίγο αργότερα την είδα να ετοιµάζεται να φύγει µε ένα µαντράχαλο και χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια µου.
Όποτε ακούω από τότε το «Io di notte» ή βλέπω σε κανένα σούπερ µάρκετ Cinzano, σε κείνα τα Χριστούγεννα της αθωότητας γυρίζω.