Τα καλοκαιρινά όνειρα ενός φεστιβάλ…
Η πρώτη φορά που άκουσα για το Φεστιβάλ ήταν μια νύχτα του 1992. Ο Τάσος Μιχαηλίδης, εκδότης του περιοδικού Εξώστης και οργανωτής πολλών εκδηλώσεων εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη μας μίλησε για μια εντυπωσιακή ιστορία τζαζ που ετοιμάζεται στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής. Τζαζ τον ρώτησα με απορία, είσαι σίγουρος ότι το σηκώνει το μέρος: […]
Η πρώτη φορά που άκουσα για το Φεστιβάλ ήταν μια νύχτα του 1992. Ο Τάσος Μιχαηλίδης, εκδότης του περιοδικού Εξώστης και οργανωτής πολλών εκδηλώσεων εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη μας μίλησε για μια εντυπωσιακή ιστορία τζαζ που ετοιμάζεται στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής. Τζαζ τον ρώτησα με απορία, είσαι σίγουρος ότι το σηκώνει το μέρος: Θα σκίσει, απάντησε με σιγουριά ο αείμνηστος Τάσος, που είχε καλό ένστικτο περί τα καλλιτεχνικά και μας κάλεσε να δούμε. Η πρώτη φορά που είχα ανέβει στο Λόφο ήταν το 1976 όταν παραθερίζαμε στη Νέα Φώκια και πήγαμε στην ερημική παραλία του σημερινού Μπούσουλα για μπάνιο. Μαγικό μέρος. Όταν ρώτησα τότε τί ήταν αυτός ο πυργίσκος στο πουθενά με τη θέα στην καταγάλανη θάλασσα μου είχαν πει την ιστορία του Άρχοντα της Κασσάνδρας που είχε κλειδώσει τις τρεις κόρες του στους τρεις πύργους-παρατηρητήρια, της Σάνης, της Φώκιας και της Τορώνης για να τις γλιτώσει από τις ορέξεις του Σουλτάνου που ήθελε να τις φυλακίσει για πάντα στο χαρέμι του. Τα πνεύματα των κοριτσιών παραμένουν ακόμα εντός των τειχών και ψάχνουν παρηγοριά. Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η ιστορία, την πρώτη χρονιά σαν μια τζαζ συνάντηση και αμέσως την επόμενη σαν ένα οργανωμένο Φεστιβάλ που έχει ηδη σβήσει πάνω από είκοσι κεράκια στην τούρτα των γενεθλίων του. Η ιδέα γεννήθηκε στην Κατάνια της Ιταλίας, σε ένα διάσημο Φεστιβάλ τζαζ που γίνεται εκεί. Το καλοκαίρι του 91 ο Σταύρος και η Νίκη Ανδρεάδη παρακολουθώντας μια μαγική βραδιά εκεί αναρωτιούνται αν θα μπορούσαν να οργανώσουν κάτι αντίστοιχο στη Σάνη. ‘’Υπήρχε πάντα μια ευκαιρία να δημιουργήσουμε ευκαιρίες επικοινωνίας των διαφόρων ανθρώπων που μαζεύονταν στο resort και που έμεναν πιθανά απομονωμένοι. Και επειδή δεν μας ενδιέφερε η προσφορά μιας επίπεδης και κακής ποιότητας ψυχαγωγίας και μας άρεσε ιδιαίτερα η τζαζ, σκεφτήκαμε να αξιοποιήσουμε τον ιστορικό χώρο του Λόφου, που είναι από μόνος του ένα ιδανικό αμφιθέατρο για ένα σύνολο δραστηριοτήτων’’, θυμάται σήμερα ο κ. Σταύρος Ανδρεάδης,. Με τη βοήθεια των φίλων τους στην Ιταλία που έπεισαν τους δύσπιστους καλλιτέχνες να παίξουν σε κάτι που δεν υπήρχε και σε ένα μέρος μάλλον εντελώς άγνωστο για την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, όπως η Χαλκιδική, η πρώτη τζαζ χρονιά έγινε πραγματικότητα το καλοκαίρι του ’92. Το επόμενο ακριβώς καλοκαίρι η διοργάνωση εμπλουτίζεται, μεγαλώνει, αποκτά καλλιτεχνικό διευθυντή τον Τάσο Μιχαηλίδη και παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο πρόσωπο ζηλευτό από πάρα πολλά αμήχανα φεστιβάλ της χώρας, που στην ουσία μας είχαν συνηθίσει μέχρι τότε σε φιλοξενία συναυλιών ή παραστάσεων που βρίσκονταν σε περιοδεία παίρνοντας σβάρνα κάμπους και ραχούλες ανά την επικράτεια. Αυτό που από την αρχή εντυπωσίασε στη Σάνη ήταν οι μοναδικές επιλογές και οι αποκλειστικές διεθνείς μετακλήσεις αποκλειστικά για το Φεστιβάλ. Το πρώτο Jazz on the hill είχε εξαιρετική αποδοχή αφού ενδιαφέρον δεν έδειξε μόνο το κοινό της Θεσσαλονίκης αλλά και οι μουσικοί που το έκαναν αμέσως στέκι των φίλων της Τζαζ. Από την άλλη ο Τάσος Μιχαηλίδης, ένας πολύ δημιουργικός άνθρωπος είχε φροντίσει να το κάνει αγαπητό και στους δημοσιογράφους που το αγκάλιασαν με τη διαρκή παρουσία τους και το έκαναν γνωστό. Για την ιστορία τα ονόματα της πρώτης χρονιάς είναι οι Roy Hargrove Quintet, Cedar Walton Trio, Piero Odorici Trio και Marc Cary Quartet. Συνήθως οι σταθμοί στην ιστορία ενός φεστιβάλ είναι οι ιστορίες του, οι νύχτες που τις κουβαλά κανείς στη μνήμη του για πάντα και τα ονόματα που θυμάσαι να είδες εκεί. Και επειδή βλέπει κανείς στη διάρκεια της χρονιάς και των χρόνων που περνούν εκατοντάδες καλλιτεχνικά γεγονότα, λίγα από αυτά μένουν τόσο ανεξίτηλα στη μνήμη του όσο μια νύχτα με τον Jan Garbarek, μια παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου πολύ πριν τον σαρωτικό άνεμο της Ολυμπιάδας ή τα πεντηκοστά γενέθλια του Διονύση Σαββόπουλου να γιορτάζονται στο Λόφο παρέα με τα γενέθλια της ιστορικής εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» σε μια νύχτα που είχε τα πάντα. Ένα μαγικό αερόστατο να κατεβαίνει από τον ουρανό της Χαλκιδικής, ένα ζευγάρι τιράντες και πολύ συγκίνηση. Ένα φεστιβάλ όσο άρτια οργανωμένο και αν είναι, καταφέρνει να μένει ανεξίτηλο, όταν τα συναισθήματα που γεννά είναι δυνατότερα της στιγμής και μπορείς να τα ανακαλείς διαρκώς με τη μορφή των αναμνήσεων. Το 1996 στο τιμόνι του Φεστιβάλ βρίσκεται η Όλγα Ταμπουρή, ένας άνθρωπος εξαιρετικών ικανοτήτων και κυρίως αντίληψης περί του τι θα αποτελέσει στο μέλλον αντικείμενο καλλιτεχνικής συζήτησης. «Στα τέλη του 1996, όταν κλήθηκα να αναλάβω την καλλιτεχνική διεύθυνση και οργάνωση του Sani Festival, το φεστιβάλ μετρούσε την 4η διοργάνωσή του και μόλις είχε αρχίσει να “στέκεται” στα πόδια του. Η πρόκληση που έθεσα τότε στον εαυτό μου ήταν το φεστιβάλ αυτό, το μόνο ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην Ελλάδα, να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα, τη δική του υπόσταση: αρχικά μέσα στην ίδια την τουριστική εταιρία που το δημιούργησε και το χρηματοδοτούσε και στη συνέχεια στην αντίληψη του κόσμου με απώτερο σκοπό να θέσει ένα στίγμα που θα ορίζεται στον πολιτιστικό χάρτη της χώρας. Επιθυμούσα το φεστιβάλ αυτό να μην είναι ένα ακόμη τουριστικό προϊόν στην περιοχή της Χαλκιδικής αλλά μια γιορτή της μουσικής κατά κύριο λόγο που θα έχει να πει και να προσδώσει κάτι διαφορετικό. Σύντομα το φεστιβάλ απέκτησε τη θέση που αρχικά είχαμε όλοι μαζί φανταστεί! Το μυστικό της επιτυχίας αυτής: συνεχής ανάπτυξη με συγκεκριμένες στρατηγικές προγραμματισμού σε θεματικές, ο εμπλουτισμός των θεματικών αυτών και με καλλιτέχνες που για πρώτη φορά επισκέπτονται τη χώρα μας κι όχι ατάκτως εριμμένες εκδηλώσεις, η διαφοροποίηση στις καλλιτεχνικές επιλογές (πολλές από αυτές να ξεφεύγουν πλήρως από ο,τιδήποτε θεωρείται εμπορικό) σε σχέση με τις υπόλοιπες διοργανώσεις στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής αλλά και της Θεσσαλονίκης, και κυρίως πολλή δουλειά και πάθος για το αντικείμενο, τους καλλιτέχνες και τη δημιουργία τους. Μια διαρκής ερώτηση και συνεχές ψάξιμο για το ρόλο των επιλεγμένων καλλιτεχνών σε ένα πολιτιστικό τοπίο το οποίο συνεχώς διαμορφώνεται και αλλάζει. Μια διάθεση να παίρνω όλο και μεγαλύτερα ρίσκα, να αγκαλιάζω το άγνωστο μέσα στα όρια και τους περιορισμούς, βέβαια, της περιοχής. Και αν για όλους εμάς τους θεατές ένα φεστιβάλ είναι μόνο αυτό που τελικά απολαμβάνουμε στη σκηνή για τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τα φώτα, το καρδιοχτύπι μέχρι τη στιγμή που θα αρχίσει η συναυλία είναι διαρκές και τα ευτράπελα πολλές φορές ατέλειωτα. Όπως τις χαμένες βαλίτσες με τα μουσικά όργανα του Ray Brown, το 2000 ή του Ahmad Jamal το 1997, τα κουνούπια που έπρεπε να εξαφανιστούν πριν ανέβει στη σκηνή η Cassandra Wilson, η ατέλειωτη βροχή που ανέβαλε τη συναυλία της Ελένης Καραΐνδρου για μια μέρα αναγκάζοντας μας να πηγαινοερχόμαστε στην Άθυτο μια νύχτα Σαββάτου για να ακούσουμε τις θεϊκές μουσικές που έντυσαν τις ταινίες του Αγγελόπουλου, το ρεύμα που κόπηκε σε όλο το πρώτο πόδι με 3200 θεατές να περιμένουν υπομονετικά να ακούσουν τον Τίτο Πουέντε, το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Διονύση Τσακνή να κουβαλούν τα ηχητικά σε ένα κλειστό χώρο και μετά πάλι στο λόφο για να νικήσουν το κρυφτούλι με τη βροχή, η Σεζάρια Έβορα να τραγουδά ξυπόλητη καταμεσήμερο μέσα στον ήλιο κάτω από μια ομπρέλα αφού την προηγούμενη νύχτα είχαν ανοίξει οι ουρανοί, και δεκάδες ακόμα περιστατικά που κάνουν μια τέτοια διοργάνωση, με εχθρούς καμιά φορά τον καιρό, τις αεροπορικές μεταφορές και τις αποστάσεις και φίλους τους χιλιάδες λάτρεις των εκδηλώσεων, μοναδική. «Πολλές φορές οι δυσκολίες είναι μεγάλες καθώς ο χώρος είναι εκτεθειμένος σε καιρικές συνθήκες, τα πιο πολλά πράγματα που επιλέγουμε δεν είναι εμπορικά, τα προβλήματα πολλά. Παρόλα αυτά το ρίσκο ποτέ δεν μας προβλημάτισε και είναι κάτι νύχτες που λάμπουν και σε αποζημιώνουν για όλα. Μ΄ αρέσει που έρχονται δωρεάν οι κάτοικοι της Χαλκιδικής, που κάνουμε κάτι για την πολιτιστική αποκέντρωση, που το περιβάλει η υπερβολική αγάπη όσων το υλοποιούν. Το να καλέσει κανείς μια βεντέτα και να είναι γεμάτος κόσμο είναι εύκολο, το να υποκύψεις στη λογική του κέρδους, της οικονομικής ισοστάθμισης. Το σπουδαίο είναι να επιμείνεις με το δύσκολο τρόπο. Να εκπαιδεύσεις το κοινό, το να μείνεις στη ποιότητα» λεει ο Σταύρος Ανδρεάδης. Οι πράξεις όλων αυτών των χρόνων το αποδεικνύουν. Οι ελληνικές συναυλίες και παραστάσεις, οι τζαζ βραδιές, το Sani classic, το έθνικ κομμάτι, τα εικαστικά γεγονότα, είναι δείγματα μιας υψηλής ποιότητας πολιτιστικής αντίληψης, που μια ομάδα ανθρώπων πίστεψαν στο ακατόρθωτο και το έκαναν πραγματικότητα. Μια τρέλα της στιγμής που γεννήθηκε ένα καλοκαίρι στις αρχές του ’90 στην Κατάνια στο μυαλό της Νίκης Ανδρεάδη έγινε με τα χρόνια το σημαντικότερο φεστιβάλ ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη χώρα. Μια διοργάνωση χωρίς σύνορα και με τον απόηχο της να φτάνει σε κάθε γωνιά αυτού του πλανήτη που υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τον πολιτισμό. Και οι πρεσβευτές του που μετά από κάθε εμφάνιση στο Λόφο να φεύγουν από δω εντυπωσιασμένοι, από το τοπίο, το κοινό, τη διοργάνωση και τη μαγική κουκουβάγια, που κρυμμένη στον πύργο τους στέλνει στο τέλος τον συναυλιών το καλό κατευόδιο.
Εικοσιπέντε χρόνια φέτος. Να τα εκατοστήσει.