Τα λαϊκά ιντερνετικά δικαστήρια
Ο σκηνοθέτης Χάρης Πεχλιβανίδης σε Μικρές σημειώσεις για μεγάλα πράγματα
Ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη η εμπόλεμη κατάσταση που δημιούργησε η ταινία Poor Things του Γ. Λάνθιμου. Τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης κατακλείστηκαν από σχόλια και άτυπες κριτικές, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν ή να προσθέσουν επιπλέον στρώματα ερμηνείας του φιλμ. Όπως φαίνεται τα λαϊκά ιντερνετικά δικαστήρια είναι έτοιμα να στηθούν ανά πάσα στιγμή, αποσκοπώντας στην αποκαθήλωση ή στην αγιοποίηση του καλλιτεχνικού έργου.
Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι κριτές; Τι σχέση έχουν με την τέχνη και το βασικότερο με ποια μεθοδολογικά εργαλεία ασκούν κριτική;
Σαφώς και καθένας μπορεί να εκφράζει ελεύθερα την άποψη του και να τη δημοσιοποιεί στον προσωπικό του λογαριασμό αλλά στην περίπτωση του Poor Things φαίνεται να εξοκέλλει διαρκώς η κατάσταση. Το παρόν σημείωμα δεν θα ασκήσει καμία κριτική στο έργο του Λάνθιμου αλλά θα προσπαθήσει να επισημάνει μερικά στοιχεία που ανακύπτουν από το φρενήρη ρυθμό των αντιδράσεων μπροστά σε ένα έργο τέχνης. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η ανύψωση του φιλμ σε επίπεδα αγιοσύνης ή το γκρέμισμά του στον Καιάδα επαναφέρουν το ερώτημα που τυραννάει αιώνες τώρα τους τομείς της φιλοσοφίας, της αισθητικής, των καλών τεχνών.
Τί είναι τέχνη; Αυτομάτως το αναπάντητο ερώτημα μας μεταφέρει στο επόμενο⋅ Πως αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι είναι έργο τέχνης;
Αν υιοθετήσουμε τη θέση του Arthur C. Danto τότε η φιλοσοφία μπορεί να ταυτιστεί με την τέχνη και εδώ έρχεται ο Καστοριάδης να μας υπενθυμίσει πως η φιλοσοφία είναι η τέχνη του αναστοχασμού. Και αν λοιπόν το καλλιτεχνικό έργο μας ωθεί προς κριτικές σκέψεις περί της κοινωνίας μας, των σχέσεων κλπ., με ποια κριτήρια το αναλύουμε και το τοποθετούμε στα καλά/κακά/αδιάφορα/ενδιαφέροντα εγχειρήματα; Υπερασπίζοντας τις θέσεις του Wittgenstein δεν γίνεται να υπάρξουν απαραίτητες όσο και επαρκείς συνθήκες ικανές να συστήσουν ένα οριζόντιο σύστημα κριτικής των έργων τέχνης. Έτσι λοιπόν απαλλαγμένο από αιτιακές σχέσεις και αξιολογικά κριτήρια το έργο αποκτά τη δική του οντότητα. Το Poor Things δεν ανήκει πλέον στον Λάνθιμο. Αποτελεί μια αυτόνομη μορφή που φέρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και δεν μπορεί να θεωρηθεί κτήμα κανενός. Ο κάθε θεατής παρακολουθεί το φιλμ και βιώνει το δικό του σενάριο ερμηνεύοντάς το ποικιλοτρόπως και σύμφωνα με τους δικούς του μηχανισμούς αντίληψης.
Το ερώτημα όμως παραμένει, πως δικαιολογείται η τόσο αυστηρή κριτική για ένα έργο τέχνης;
Διαβάζουμε πλήθος σχολίων και αναρτήσεων (στις άτυπες κριτικές ως επί το πλείστον) που θέλουν ένα έργο τέχνης να έχει αλλάξει τη ζωή κάποιου θεατή ή να τον έχουν μετατρέψει σε καλύτερο άνθρωπο και στον αντίποδα ένα έργο να πετάγεται στον κάλαθο τον αχρήστων. Και οι δυο εκφάνσεις διακρίνονται από μια έντονη αυστηρότητα, ενώ δεν κρύβονται οι προσδοκίες που είτε επιβεβαιώνονται και έτσι έχουμε τη θεοποίηση του έργου, είτε που ματαιώνονται και το έργο πρέπει να σβηστεί από προσώπου γης. Ωραία, έστω λοιπόν ότι υπάρχουν αυτές οι μεγάλες προσδοκίες, τότε το ερώτημα μπορεί να μετατραπεί σε: Γιατί αυτές οι προσωπικές προσδοκίες και η αυστηρή κριτική ματιά φαίνεται να χάνονται στους κόλπους της ιδιώτευσης αναφορικά σε ζητήματα που άπτονται των κοινών, της πόλης, της προσωπικής ζωής, των ανθρώπινων σχέσεων, της πολιτικής; Περί της ιδιώτευσης δεν απαιτούνται αποδεικτικά στοιχεία φτάνει να δούμε τις πόλεις που έχουμε δημιουργήσει με την κάκιστη αντιμετώπιση των κοινών χώρων.
Η Τέχνη δεν δύναται να αλλάξει το κόσμο και οποιαδήποτε αξίωση τέτοιου τύπου δεν μπορεί παρά να είναι μάταιη. Αυτό όμως που μπορεί να κάνει και το επιτυγχάνει είναι να δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες μετατόπισης της σκέψης και να αναπροσαρμόζει τα ήδη γνωστά μεταποιώντας τα σε μορφές που ερωτούν διεισδυτικώς κριτικά. Το σύστημα αυτό όμως απαιτεί και ένα θεατή έτοιμο να οδηγήσει το άλλο μισό της πορείας. Έτσι λοιπόν αν επιζητούμε μια τέχνη αιχμηρή χρειάζεται να αναζητήσουμε ή να δημιουργήσουμε και τον αντίστοιχο αποδοχέα της. Όπως φαίνεται η τέχνη γίνεται η αφορμή για να ξεκινήσει ο δημόσιος διάλογος -εν προκειμένω ο ψηφιακός-, στοιχείο που έχει απολεστεί από το σύγχρονο κόσμο μας, σημάδι μιας καλής ευκαιρίας να αναστοχαστούμε πάνω στα πολιτικά ζητήματα που θέτει η τέχνη (δημοκρατία, ελευθερία, αγάπη, θάνατος, θεσμοί κ.ά). Η απαιτούμενη ελπιδοφόρα κατακλείδα λειτουργεί ως αισιόδοξη αντίσταση στην πάντα επίκαιρη και αδηφάγα μελαγχολία των καιρών μας.
*Ο Χάρης Πεχλιβανίδης είναι σκηνοθέτης και υπ. Διδάκτορας του Τμ. Θεάτρου, ΑΠΘ.