Τα μη φρόνιμα παιδιά δεν μπορούν να μαγειρέψουν πριν πεινάσουν

Κατέληξα στον δρόμο. Από ‘κει κι έπειτα κανέναν δεν ενδιαφέρει αν είσαι φρόνιμος ή όχι. Παύεις να υπάρχεις, σχεδόν και να φαίνεσαι...

Ιωάννα Κακούρη
τα-μη-φρόνιμα-παιδιά-δεν-μπορούν-να-μαγ-590342
Ιωάννα Κακούρη

Δεν είμαι φρόνιμος. Και σίγουρα δε μαγειρεύω πριν πεινάσω, γιατί απλούστατα δεν έχω τι να μαγειρέψω. Πεινάω, όμως. Δεν έκανα φρόνιμες σπουδές. Έγινα ηθοποιός, ποιητής, έπαιξα την κιθάρα μου μέχρι που έβγαλα κάλους και μάτωσαν τα δάχτυλά μου. Έγινα φωτιστής, σκηνογράφος, μακιγιέρ, φωτογράφος, συγγραφέας, στιχουργός. Ήμουν τόσο βλάκας που αντί να τα κρατήσω για χόμπι και να βρω μια φρόνιμη δουλειά, όπως πολλάκις με παρότρυνε η φρόνιμη οικογένειά μου, δεν το έκανα. Θες γιατί δεν μπορούσα, θες γιατί δεν ήθελα, μικρή σημασία έχει. Δε μετράει τι σκέφτεται κάποιος που δεν είναι φρόνιμος, αλλά μόνο τι σκέφτονται οι φρόνιμοι γι’ αυτόν. Οι φρόνιμοι γονείς, η φρόνιμη κοινωνία, το φρόνιμο κράτος.

Άλλες φορές μου φαίνεται πως δε σπούδασα τίποτα, ούτε κι ασχολήθηκα ποτέ μου με καμία τέχνη. Έγινα ανειδίκευτος εργάτης και υπάλληλος, φρόντισα στα κρυφά ηλικιωμένους που γκρινιάζουν και μωρά που τσιρίζουν. Έπλυνα, σιδέρωσα, σκούπισα, ξεσκάτισα. Πάντα ψιθυρίζοντας και κοιτώντας χαμηλά, μέχρι που πια δεν μπορώ να σηκώσω τον αυχένα μου από ένα ορισμένο σημείο και πάνω, ούτε και τη φωνή μου να υψώσω πάνω από λίγα ντεσιμπέλ. Δούλεψα κυρίως μαύρα, χωρίς ένσημα ή στην καλύτερη των περιπτώσεων κουτσουρεμένα, κάποτε δύο ή και περισσότερες δουλειές μαζί. Δεν ήμουν φρόνιμος, διάλεξα να είμαι ανασφάλιστος, μα φταίει κι εκείνη η μοσχοβολιά του φούρνου όταν βγάζει τα ζεστά του καρβέλια. Κι ο αέρας, κι αυτός φταίει όταν σε περιπαίζει με μυρωδιές που δεν είσαι άξιος ν’ αγοράσεις.

Όχι, δεν είμαι φρόνιμος. Αφού έκανα όλες αυτές τις δουλειές, κατέληξα άνεργος. Αλλά άνεργος τόσο όσο. Τόσο ώστε να μη δικαιούμαι βοήθεια και όσο ώστε να μην μπορώ να επιβιώσω. Επιδόματα δεν περίσσεψαν για μένα, δεν χώρεσα σε καμία αριθμημένη λίστα δικαιούχων. Η έξωση ήταν θέμα χρόνου κι ο χρόνος το μόνο σίγουρο είναι πως κυλάει, χωρίς ίχνος συγκατάβασης. Αυτό το ξέρουν καλύτερα όσοι δεν είναι φρόνιμοι. Κατέληξα στον δρόμο. Από ‘κει κι έπειτα κανέναν δεν ενδιαφέρει αν είσαι φρόνιμος ή όχι. Παύεις να υπάρχεις, σχεδόν και να φαίνεσαι. Μόνο η αστυνομία σε βλέπει κι αυτή όχι εσένα, αλλά την κουρελαρία που σέρνεις σαν επιμύθιο της συμφοράς (σου).

Προχθές, πήραν και μου πέταξαν μακριά τη μισοξεχαρβαλωμένη μου κιθάρα. Αυτό με πόνεσε περισσότερο από κάθε άλλο που συνέβη στη ζωή μου. Κι αν με ρωτήσεις τι είναι τέχνη, τι είναι άνθρωπος, τώρα πια ξέρω πως είναι αυτός ακριβώς ο ασύγκριτος πόνος που κατάφερε να νιώσει ένας εξαθλιωμένος άστεγος, όταν δυο αστυνομικοί του πέταξαν την κιθάρα. Κι είναι αυτός ο πόνος που με ξεχωρίζει απ’ όλους τους φρόνιμους αυτής της γης, απ’ όλους τους χρήσιμους και τους παραγωγικούς της κοινωνίας, που μαγειρεύουν πάντα πριν πεινάσουν κι ύστερα, με τις κοιλιές τους χορτασμένες, τέρπονται από τις τέχνες κι απολαμβάνουν τις υπηρεσίες των χιλιάδων –προσεχώς- αστέγων, που κανείς τους ποτέ δε σεβάστηκε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα