ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ: Αναμνήσεις από τα παιδικά μου καλοκαίρια
Η Ελένη Χοντολίδου κάθε Δευτέρα μοιράζεται τις σκέψεις μέσα από την parallaxi και τη στήλη της «Τα Σκόρπια».
Αναμνήσεις από τα παιδικά μου καλοκαίρια
μνήμη θείας Ανθούλας
Το βάσανο (για τη μάνα μας κυρίως) να μεταναστεύουμε κάθε καλοκαίρι με όλα μας τα συμπράγκαλα με φορτηγό (ως και τη ραπτομηχανή της έπαιρνε η μανούλα μας) και πάνω το καναρίνι μας ο Ριρίκος.
Όλη η οικογένεια μαζί περάσαμε τα καλοκαίρια μας κάποια χρόνια. Μετά πήγαινα σε θείες μόνη μου και μετά, στα φοιτητικά χρόνια, του έδωσα και κατάλαβε… Ξεκινήσαμε κάμποσα χρόνια με την-καμία-σχέση-με-τη-σημερινή-Περαία, συνεχίσαμε στο-καμία-σχέση-με-το-σημερινό Ρετζίκι, στα ονειρεμένα καμία-σχέση-με-τα-σημερινά Λιμενάρια της Θάσου και στο-καμία-σχέση-με-σήμερα Λιβάδι Χαλκιδικής.
Και πολλές φορές με τα καραβάκια Ιουλία, Άννα Μαρία, και δεν θυμάμαι ποιο άλλο, στην Περαία για τηγανητά μύδια και πατάτες ή στην πλαζ όπου αισθανόμασταν πολύ δεσποινίδες και πολύ σπουδαίες. Η όλη εκσυγχρονιστική διαδικασία στο βεστιάριο: μπαίναμε σε καμπίνα και δίναμε τα ρούχα μας παίρνοντας κλιψάκι που στηρίζαμε στο μαγιό, μεγαλείο… Εκεί σάντουιτς με λουκάνικο και μουστάρδα. Εάν μπορούσα θα ξαναέφερνα αυτές τις γεύσεις και σήμερα.
Παιχνίδι όλη μέρα στη φύση, κολύμπι μέχρι να «παπαδιάσουν» τα δάχτυλά μας, καλαμπόκι και παγωτό. Ήταν τότε που μετρούσαμε τα μπάνια και τα παγωτά. Τα πρώτα χωρίς κλεψιές να υπολογίζουμε δύο σε μία μέρα! Στην Περαία οι γενναίοι έκαναν βουτιές από την αποβάθρα/γέφυρα, εγώ πού να τολμήσω τέτοια! Κανό και ποδήλατα θαλάσσης, αυτά έκανα…
Στο Ρετζίκι απέκτησα «αρραβωνιαστικό» χωρίς όμως να λήξει σε γάμο και χαρά η ιστορία. Ήταν ένα όμορφο αγόρι, ο Μάκης. Μέσα στα καραβάκια ερωτεύτηκα τον Γιώργο. Νομίζω ότι τα καλοκαίρι ήμουν «ερωτευμένη» συνεχώς. Μέχρι να «αποκτήσω» το χωριό μου, λόγω δημάρχου που με τραβάει απ’ το μανίκι από το 2000, μιλάω για το Νυμφαίο, «χωριό» μου ήταν το Λιβάδι. Ο άντρας της θείας Ανθούλας, αδελφής της μαμάς μου, θείος Βασίλης γεννήθηκε εκεί και είχε ένα υπέροχο σπίτι με χώμα σε κάποια δωμάτια του ισογείου, χωρίς τρεχούμενο ρεύμα και νερό. Πηγαίναμε στο «τηγανάκι» και γεμίζαμε στάμνες και μετά πλενόμασταν σε τσίγκινο λαβομάνο. Εκεί έζησα ονειρεμένα καλοκαίρια: βόλτες στα τσαΐρια, παιχνίδι στην πλατεία με τη μετέπειτα συμμαθήτριά μου Μαλαματένια. Εκεί είδα για πρώτη φορά πώς γδέρνουν σκοτωμένο ζώο και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Εκεί μπούρλιασα και καπνά, παρακαλώ, χωρίς αμοιβή και ένσημα.
Το Λιβάδι, λοιπόν, είναι το χωριό που εικονοποιεί την πεζογραφία που διαβάζω ακόμη και σήμερα. Εμφύλιος, σκοτωμοί, γάμοι όλα στο μυαλό μου γίνονται στο Λιβάδι.
Η θεία Ανθούλα, γλυκειά και φιλόξενη, άγιος άνθρωπος με τον καλό λόγο στο στόμα για όλους και για όλα. Σε μεγάλη ηλικία έπαθε άνοια, δεν αναγνώρισε ούτε τον θείο Βασίλη ούτε τα κορίτσια της, μιλούσε ολίγα ρωσικά με την κυρία εκ Ρωσίας που την φρόντιζε και ρώτησε τη μάνα μου εάν παντρεύτηκε. Ούτε λόγος ότι θα αναγνώριζε εμένα. Μια φορά την τάιζα με πολλή αγάπη και της έλεγα «θεία Αθούλα, δεν θυμάσαι τότε που…». Και μου απάντησε με όλη της γλυκήτητα: «δεν σε θυμάμαι, παιδί μου, αλλά σε αγαπάω… Ξεκίνησα για τα παιδικά μου καλοκαίρια και εν τέλει μίλησα για την αγαπημένη μου θεία.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ