Τα θέλω όλα από την αρχή ξανά…
της Αθηνάς Τερζή “Παρασκευή, η τυχερή μου μέρα. Μια Παρασκευή γεννήθηκα!”. “Εν κατακλείδι” τραγουδάει ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Κόλλημα από χτες που μου το θύμισαν και μαζί του νοστάλγησα τα χρόνια τα φοιτητικά. Καμιά φορά κάνω σαν κάτι γριές που ζουν αναπολώντας περασμένα μεγαλεία. “Εμείς στα χρόνια μας”. Πώς να κρατηθούμε όμως μέσα! Δε μας χωρούσε […]
της Αθηνάς Τερζή
“Παρασκευή, η τυχερή μου μέρα. Μια Παρασκευή γεννήθηκα!”. “Εν κατακλείδι” τραγουδάει ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Κόλλημα από χτες που μου το θύμισαν και μαζί του νοστάλγησα τα χρόνια τα φοιτητικά. Καμιά φορά κάνω σαν κάτι γριές που ζουν αναπολώντας περασμένα μεγαλεία. “Εμείς στα χρόνια μας”. Πώς να κρατηθούμε όμως μέσα! Δε μας χωρούσε ο τόπος. Πώς να φυλακίσεις την τρέλα! “Στα 17 σου πηδάς το καλάμι, στα 19 σου κανείς δε σε πιάνει”. Περνάει ο καιρός και “ψάχνω ακόμη μια ιδέα στεγανή, που να μη μπάζει κρύο”. Κοιτάζω τους γιους μου. Μικροί κι ονειροπαρμένοι κοιμούνται στα κρεβάτια τους και ζηλεύω για τα χρόνια που θα ζήσουν. Για τα λάθη και τα σωστά που θα επαναλάβουν, για τους έρωτες και τους κρυφούς αναστεναγμούς. Για την ορμή της νιότης!” Μα τώρα φίλοι μου είναι αργά μια καληνύχτα στη μαμά και λίγη στάχτη στα μαλλιά. Καιρός να πούμε αντίο”. Και τσουγκρίζαμε τα ποτήρια στα στέκια πίσω από τη Ροτόντα. “Στην υγειά μας. Στη σπάνια ομορφιά μας “.
“Ρε συ Μαρίνα μας ζάλισες πάλι”. Ο Φώτης την κοιτούσε με μάτια που πετούσαν σπίθες. “Απλή η ερώτηση, απλή και η ριμάδα η απάντηση. Γιατί πάντα μου το χαλάς με τις αμπελοφιλοσοφίες σου; Είσαι 37 χρονών, ζεις στη Θεσσαλονίκη και πρέπει κάτι να δώσεις και κάτι να πάρεις από τη ζωή σου. Τώρα. Έτσι απλά. Με ένα μαγικό τρόπο. Μη μου λες όλα τα άλλα και με σκας”.” Ωραία λοιπόν, μη φωνάζεις. Έγνοιες θα έδινα και θα ζητούσα ξεγνοιασιά. Αυτό θέλω. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Να γύρω το κεφάλι στο μπράτσο του καναπέ, να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ σα μικρό παιδί.”Ο Φώτης στράφηκε προς το μέρος του Ηλία. “Σειρά σου ψηλέ. “Τι σ’ έπιασε ρε συ Φώτη απόψε; Τι σόι παιχνίδι είναι αυτό;”
Κι όμως, ο Φώτης ήταν ο αισιόδοξος της παρέας. Μιας ομήγυρης ετερόκλιτης, που μετρούσε 25 χρόνια αχώριστης συντροφιάς, από την πρώτη κιόλας μέρα. Βιαστικοί κι ονειροπόλοι όλοι τους. Με τις φέτες το καρπούζι στα χέρια και το κυνηγητό στις αλάνες. Τόσα χρόνια αληταριό και τρεχαλητά στους δρόμους και στις γειτονιές! Στην αρχή παιδιά, αργότερα έφηβοι κι έπειτα φοιτητές στη Θεσσαλονίκη. Με τις ωραίες επαναστάσεις τους, από κείνες τις γεμάτες από το σφρίγος της νιότης. Κάθε Σαββατόβραδο η παλιοπαρέα θα μαζευόταν στο σπίτι του Φώτη και της Μαρίνας. Το πρώτο και μοναδικό ζευγάρι. Θα αποτιμούσαν τη ζωή τους μέσα από ατέρμονες συζητήσεις, θα αναθεμάτιζαν, θα εξιλεώνονταν μέσα από προσωπικές δηλώσεις και εξομολογήσεις, θα της έδιναν μια σκουντιά να πάει παρακάτω.
“Είναι κάτι στιγμές που αρκεί μια φωνή, ένας ήχος, μια μελωδία για να σου ξυπνήσουν θύμησες .Και τότε ένα περίεργο πράγμα. Μια χαρά ανέλπιστη, γεννημένη από το τίποτα σε τυλίγει! Επαναπροσδιορίζει το παρόν.
Καλοκαίρι του 1985. Στην Κρήτη! Ο Κώστας Χατζής στο κασετόφωνο, ο Σταυρός του Νότου και το Χρονικό του Γ. Μαρκόπουλου.”Είχαμε αρμύρα στα χείλη, στα μάτια μας, καίγαμε την οικουμένη”. Έλιωσαν εκείνες οι κασέτες, 6 ώρες ταξίδι για το λιμάνι του Πειραιά. Ένα ολόκληρο νησί από την οροφή ενός αυτοκινήτου. Μέσα σε μια αυτοσχέδια σκηνή που ανοιγόκλεινε με ένα φερμουάρ και μια σιδερένια σκάλα.”Καφενείο η Ελλάς”. Αλλιώτικη Ελλάδα, αυτοσχέδια κι εκείνη. Περάστε κόσμε! Αράζαμε όπου βρίσκαμε. Στα πλαϊνά των δρόμων, μέσα σε λιόδεντρα και φραγκοσυκιές! Εικόνες ανελέητα ηλιοκαμένες, ατρόμητες κι ανυποψίαστες. “Φώτη, εκείνο το καλοκαίρι του ’85 στην Κρήτη θέλω με τον πατέρα μου”. Ο ψηλός σηκώθηκε αναστατωμένος κι ο Σταυρός του Νότου αντήχησε ξαφνικά στο δωμάτιο.
“Η σειρά μου, φώναξε η Άσπα. Θέλω να κλείσω όλες τις χαραμάδες πανικού” που πιάνουν στασίδι κι απλώνουν ρίζες στη ζωή μου. Και κοιτάς να πιαστείς από τα δεδομένα που έχεις. Τα καλά, τα αδιαπραγμάτευτα. Και τα βάζεις στη ζυγαριά κι η πλάστιγγα γέρνει προς το θαυμαστικό. Και τα ερωτηματικά κι οι αμέτρητες τελείες, εκείνα τα θρασύτατα αποσιωπητικά που παραμονεύουν για να κλείσουν παραπονιάρικα κάθε σελίδα, να αφήσουν εκκρεμότητες, ξεκουμπίζονται για λίγο. “Να πάψω να φοβάμαι, θέλω Φώτη”.
Ο Πέτρος πήρε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί και το σήκωσε ψηλά. “Να τρελαθώ από έρωτα θέλω. Να ξεφτιλιστώ. Να καώ ολόκληρος. Εγώ που δε λογάριασα γυναίκα, να μάθω να αγαπώ πριν να είναι πολύ αργά”!
Η ώρα ήταν περασμένες μια. Ο Φώτης άκουγε, μα δε μιλούσε. “Δε μας είπες κύριε συντονιστή. Εσύ τι θέλεις”; Ο Φώτης προχώρησε προς το μέρος της Μαρίνας. Την άρπαξε από τα μαλλιά. “Αν είχα ένα ψαλίδι θα σου τα έκοβα να μην τα αποχωριστώ ποτέ! Τόσα χρόνια μαζί σου! Τίποτα δε θέλω να αλλάξω. Τα θέλω όλα όπως είναι. Δε θα το πίστευα ποτέ. Κάποτε δεν θα ανησυχούσα για την καθημερινότητα, γιατί το μυαλό μου δεν το παίδευε καμία εικόνα. Δεν επιδίωξα θαύματα και μεγαλεία. Δεν παρασύρθηκα. Σαν ένα κομμάτι βράχος σε όλη μου τη ζωή. Αμετακίνητος, για να ακουμπάτε όλοι. Να πάρει”. Τα μάτια του γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Σήκωσε το ποτήρι με το κρασί και το κατέβασε μονορούφι. “Σας ακούω όλα αυτά τα χρόνια να μου παραπονιέστε. Κι εγώ να προσπαθώ να σας δώσω τη δύναμη να συνεχίσετε, να μην τα παρατήσετε”. Σήκωσε τη μπλούζα του κι έδειξε στο μέρος της καρδιάς.” Ποιός θα μου δώσει τη δική του να συνεχίσω; Τα θέλω όλα από την αρχή πάλι”…