Parallax View

The Fabelmans: Πατρίδα μου είναι η παιδική ηλικία

Ο Γ. Γκροσδάνης γράφει για το «μαγικό άγγιγμα» του Σπίλμπεργκ που άνοιξε την αυλαία του 63ου ΦΚΘ

Γιάννης Γκροσδάνης
the-fabelmans-πατρίδα-μου-είναι-η-παιδική-ηλικία-929441
Γιάννης Γκροσδάνης

Σε ένα ντοκιμαντέρ που ανατρέχει διεξοδικά στο έργο του και στη ζωή του και γυρίστηκε πριν μερικά χρόνια ο δημιουργός Στήβεν Σπήλμπεργκ είχε εξομολογηθεί – ίσως για πρώτη φορά -πως όλες του οι ταινίες είχαν να κάνουν με ιστορίες, εικόνες και θέματα από την οικογένεια του. 

50 χρόνια μετά ο δημιουργός του Jaws, του Ε.Τ., του Ιντιάνα Τζόουνς, της Λίστας του Σίντλερ και τόσων άλλων μυθικών ταινιών κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και μας εξομολογείται με την δημιουργική φαντασία του ταλαντούχου κινηματογραφικού παραμυθά αυτή ακριβώς την ιστορία που μετέφερε τόσα χρόνια με αναφορές, εικόνες, ψυχαναλύσεις και αλληγορίες: την ιστορία της οικογένειας του αλλά και το πως αγάπησε τον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου. Με περισσή αγάπη και στοργή και με αρκετά προσωπικό τόνο για τα πρόσωπα και φυσικά για την ίδια την τέχνη του κινηματογράφου.

Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια έχουμε εισπράξει αρκετές αυτοαναφορικές – αυτοβιογραφικές ταινίες δημιουργών που μας γυρίζουν τα παιδικά τους χρόνια. Το Μπελφαστ του Κένεθ Μπράνα και η Ρόμα του Αλφόνσο Κουαρόν είναι δύο τέτοια παραδείγματα. Οι Fabelmans είναι επίσης μια τέτοια ταινία και ίσως κάτι παραπάνω από αυτό καθώς ο Σπήλμπεργκ δεν ασχολείται απλώς με το παιχνίδι των αναμνήσεων του αλλά μας γυρίζει στην προσωπική του μυθολογία, στο το πως σχηματίστηκε και ωρίμασε ο σπουδαίος δημιουργός, που όλοι αγαπήσαμε αργότερα.

Ο πρωταγωνιστής του είναι ένα αγοράκι, ο Σάμυ, του οποίου παρακολουθούμε την ενηλικίωση του, την ειδική σχέση του με την μητέρα του – η οποία τον ωθεί στα πρώτα κινηματογραφικά πειράματα του με την κάμερα – αλλά και το ταλέντο του και τις παράλληλες πραγματικότητες που ανακαλύπτει μέσα από το χώρο της τέχνης και ειδικά στον κινηματογράφο. 

Για ένα παιδί που προσπαθεί να ισορροπήσει και να βρει τον ρόλο του σε μια πολύτεκνη οικογένεια Εβραίων με έναν αρκετά ορθολογικό πατέρα και μια χαοτική, συναισθηματική και δημιουργική μητέρα το σινεμά παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του μικρού Σάμυ καθώς του επιτρέπει να «ελέγχει» τα πράματα, να φτιάχνει τα δικά του παράλληλα σύμπαντα αλλά επίσης να ανακαλύπτει επιμέρους, διαφορετικές πτυχές μιας ζόρικης πραγματικότητας (όπως η τρυφερή σχέση της μητέρας του με τον καλύτερο φίλο του πατέρα του) που δεν θα μπορούσε έτσι απλά να συλλάβει. Το διασκεδαστικό παιχνίδι σε αυτό το βασικό περίγραμμα της ιστορίας – ειδικά για όσους θεατές αγαπήσουν τους Fabelmans και δηλώνουν φαν του Σπήλμπεργκ – είναι το δημιουργικό ψαχτήρι του τι είναι αλήθεια και τι δημιουργική φαντασία (από το πραγματικά αρκετά δουλεμένο σενάριο του Τόνι Κούσνερ και του ίδιου του Σπήλμπεργκ).

Όλα αυτά λειτουργούν όχι μόνο ως αφορμή για μια επιστροφή στους μύθους του ίδιου του Σπήλμπεργκ αλλά και ως μια πρώτης τάξεως αυτοψυχανάλυση για τον ίδιο τον δημιουργό, που δεν έχει άλλο τρόπο πέρα από το ίδιο το σινεμά για να εκφραστεί και να αφηγηθεί ελεύθερα όσα έχει να πει. Είναι αλήθεια ότι η νοσταλγία εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο καθώς είναι το αγαπημένο παιχνίδι του Σπήλμπεργκ στους Fabelmans. 

Είναι βέβαια μια νοσταλγία που έχει λόγο καθώς μας γυρίζει στην παιδική – εφηβική ηλικία του βασικού πρωταγωνιστή και αποτελεί αφορμή καθώς μέσα της διαβάζουμε ακριβώς αυτά τα θέματα που τον απασχόλησαν αργότερα και στη φιλμογραφία του (πχ ο άγνωστος θείος του που εισβάλλει ξαφνικά στη ζωή της οικογένειας με αφορμή την κηδεία της γιαγιάς του Σάμυ και του θέτει το δίλημμα οικογένεια ή τέχνη καταλαβαίνουμε ότι αποτελεί την έμπνευση για την ιστορία του Ε.Τ., η τεράστια προσοχή που δίνει στις ηρωϊκές πολεμικές ιστορίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ένας έμμεσος τρόπος να φτιάξει τον δικό του φόρο τιμής σε μια Αμερική που ο ίδιος ως παιδί την έβλεπε να χτίζεται μέσα από τα γουέστερν, κ.ο.κ.).

Πέρα από τη νοσταλγία για την αθωότητα και την αγάπη του Σάμι για το σινεμά υπάρχει ένα πρόσωπο στο οποίο ο Σπήλμπεργκ δίνει την απεριόριστη στοργή και φροντίδα του: τη μητέρα του (ή αν προτιμάτε την μητέρα του Σάμυ, την Μίτσι Φεϊμπελμαν). Με όρους φροιδικής ανάλυσης, όπως φαίνεται, μιλάμε για την γυναίκα που μεγάλωσε, ενέπνευσε αλλά παράλληλα πλήγωσε τον (τότε νεαρό) Σπήλμπεργκ με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η Μίτσι Φειμπλμαν στον Σάμι. Καθόλου τυχαία λοιπόν δίνει όγκο και περιεχόμενο στον χαρακτήρα της Μίτσι αφήνοντας παράλληλα στο μισοσκόταδο ή έστω περιορίζει στην γραφικότητα όλους τους υπόλοιπους γυναικείους ρόλους της ταινίας (με ελάχιστη ίσως εξαίρεση τον πρώτο έρωτα του Σάμυ, που την υποδύεται όμορφα με τους ανάλογους κωμικούς ή δραματικούς τόνους η Κλοϊ Ιστ, σε έναν μικρό εξαιρετικό αλλά καθοριστικό ρόλο της στο δεύτερο μισό της ταινίας). 

Καθόλου τυχαία για τον ρόλο της μητέρας ο Σπήλμπεργκ επιλέγει μια σπουδαία ηθοποιό, την Μισέλ Ουίλιαμς, που βυθίζεται μέσα στον χαρακτήρα της Μίτσι χαρίζοντας μια από τις σπουδαίες ερμηνείες της χρονιάς – η οποία θα συζητηθεί αρκετά καθώς θα φτάσει σίγουρα στην πεντάδα των Όσκαρ – εκφράζοντας την γοητεία, την τρέλα, την ευαισθησία, την πληθωρικότητα, την μητρική στοργή, την κατάθλιψη αλλά και το γυναικείο συναίσθημα. Σε ότι αφορά τους υπόλοιπους ηθοποιούς της ταινίας κρατήστε την ορθολογική σοβαρότητα με την οποία ερμηνεύει ο Πολ Ντάνο τον πατέρα της οικογένειας και τις μικρές αλλά καθοριστικές ερμηνείες του Σεθ Ρόγκεν αλλά και του – θείου – Τζουντ Χιρς (οι οποίοι επίσης θα διεκδικήσουν με αξιώσεις μια παρουσία στην φετινή οσκαρική κούρσα για τον β ανδρικό).

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα