Το θέατρο της Θεσσαλονίκης: Ελπίδες και πολλές ανησυχίες
Η θεατρική ζωή στη Θεσσαλονίκη στην αφετηρία κάτι καινούργιου σε μέγεθος και ποιότητα;
Όσοι παρακολουθούν τα θεατρικά πράγματα της Θεσσαλονίκης τα τελευταία χρόνια πρέπει να έχουν διαπιστώσει ότι το κοινό που γεμίζει πλέον συστηματικά τις αίθουσες ελάχιστη σχέση έχει με το προ 30ετίας ή ακόμη και 20ετίας κοινό, εκείνο το μεσοαστικό, κάπως συντηρητικό και, όπως συνηθίζαμε να λέμε τότε ειρωνικά εμείς οι νεότεροι, το “σαββατολουσμένο” κοινό, που πριν πάει στο θέατρο περνούσε και από το πλησιέστερο κομμωτήριο για να ολοκληρώσει εμφάνιση εξόδου.
Τώρα το κοινό της πόλης είναι ηλικιακά πιο νέο, πιο δεκτικό, πιο ψαγμένο, πιο προοδευτικό, πιο χύμα, πιο “αναιδές” και πιο ποικίλο. Έχει δει πράγματα, έχει ταξιδέψει, έχει άλλον ορίζοντα προσδοκιών. Δεν περιμένει το Σάββατο να πάει θέατρο. Οποιαδήποτε μέρα είναι δυνάμει θεατρική. Γι’ αυτό το κοινό, το θέατρο δεν είναι μια ειδική μορφή διασκέδασης. Είναι μέρος μιας καθημερινότητας ή σχεδόν. Και αυτό είναι ελπιδοφόρο.
Συντρέχω, λοιπόν, με όλους εκείνους που δηλώνουν ενθουσιασμένοι με την εντυπωσιακή ανταπόκριση που έχουν από τον κόσμο όλες οι παραστάσεις φέτος, και οι πιο απαιτητικές και οι λιγότερο απαιτητικές. Είναι ωραίο να βλέπεις γεμάτες τις αίθουσες, μικρές και μεγάλες. Είναι ενθαρρυντικό. Λες, κάτι γίνεται. Όμως σε ένα δεύτερο χρόνο ρωτώ: όντως κάτι γίνεται ή μήπως θα θέλαμε να γίνεται ή φανταζόμαστε ότι γίνεται; Ή γίνεται ελέω μήνα; Έχει σημασία αυτό το τελευταίο.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Οκτώβρης γενικά είναι (και ήταν παραδοσιακά) ένας δυνατός θεατρικός μήνας. Από τη μια τα Δημήτρια, από την άλλη οι πολλές αθηναϊκές επιτυχίες της χρονιάς που πέρασε και που αρχίζουν την καινούργια σεζόν στη Θεσσαλονίκη και, τέλος, τα εγχώρια σχήματα που μπαίνουν και αυτά από νωρίς στο παιχνίδι, διεκδικώντας το μερίδιό τους, δημιουργούν μια ευοίωνη κατάσταση, μια γενικότερη ευφορία, που όμως, δυστυχώς, λέω πολύ δυστυχώς, δεν έχει και την ανάλογη συνέχεια. Γιατί για να έχει συνέχεια αυτό το φθινοπωρινό momentum, πρέπει πρωτίστως να την πυροδοτεί διαρκώς η εγχώρια παραγωγή. Είναι κοινός τόπος: καμιά πόλη δεν έχει συνέχεια και συνέπεια στη θεατρική της ζωή όσο βασίζεται (τόσο πολύ) σε ξένη αιμοδοσία.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Εάν εξαιρέσει κανείς το ΚΘΒΕ που έχει τη δυνατότητα να κάνει προτάσεις (και ένεκα μπάτζετ και ένεκα ρόλου και ένεκα ανθρώπινου δυναμικού), ο ευρύτερος θεατρικός χώρος της πόλης πάσχει και μάλιστα σοβαρά. Δεν πιστεύω ότι είναι θέμα ταλέντου. Αυτό θέλω να το ξεκαθαρίσω. Παρακολουθώ όλες τις νέες ομάδες και τις νέες σκηνοθεσίες. Και τις παρακολουθώ με αγάπη και έγνοια. Υπάρχει ταλέντο. Υπάρχουν χαρισματικά παιδιά. Εκείνο που δεν υπάρχει είναι τόλμη, καλώς εννοούμενη τρέλα, το αναγκαίο ρομαντικό φλερτ με το “ανέφικτο”, αλλά κυρίως δεν υπάρχει υπομονή και όραμα. Οι νέοι μας καλλιτέχνες, όταν δεν βιάζονται να γίνουν φίρμες (τι χούι κι αυτό!), δείχνουν ικανοποιημένοι με κάτι “μικρό”, όποιο και να ‘ναι αυτό. Τους αρκεί. Πάει ο ρομαντισμός και ο τσαμπουκάς που διατυμπάνιζαν όσο ήταν φοιτητές στη δραματική τους σχολή. Το αποτέλεσμα; Μα το βλέπουμε καθημερινά. Στα δυο-τρία χρόνια μοιραία εξαφανίζονται ή, στην καλύτερη περίπτωση, μεταναστεύουν πιο νότια, όπου κάποιοι λίγοι διαπρέπουν και κάποιοι πολλοί απλώς υπάρχουν.
Έχω γράψει επανειλημμένα ότι δεν είναι δυνατό μια πόλη με τόσους νέους, μια πόλη με το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο των Βαλκανίων, μια πόλη που έχει περάσει το ένα εκατομμύριο κατοίκους να είναι εν έτει 2016 παντελώς άγνωστη θεατρικά στο αθηναϊκό κοινό. Και δεν υπερβάλλω. Ας βρεθεί κάποιος να μου πει ποιοι δημοσιογράφοι ανεβαίνουν στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν τα θέατρά της; Μόνο από σπόντα. Ας το καταλάβουμε: στην Αθήνα δεν μας λογαριάζουν. Ας μας κάνει να σκεφτούμε, γιατί; Σίγουρα πάντως δεν είναι θέμα σνομπαρίσματος.
Δεν είναι φυσιολογικό μια πόλη που απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα να μην έχει καμιά σχέση με τη θεατρική ζωή των όμορων χωρών, να μην έχει κάποια κοινά προγράμματα, κάποιες ανταλλαγές.
Δεν είναι δυνατόν μια πόλη με τόσες θεατρικές σχολές (και καλές) να μην έχει καταφέρει ακόμη να αναστείλει τη φυγή όλων (κυριολεκτικά όλων) των ταλέντων της στην Αθήνα.
Δεν είναι δυνατόν μια πόλη που βαυκαλιζόμαστε ότι είναι ένα πολιτιστικό σταυροδρόμι να μην είναι ποτέ προορισμός για περιοδεύοντα ξένα σχήματα.
Κάτι συμβαίνει, λοιπόν, που εμένα τουλάχιστο με προβληματίζει. Και με προβληματίζει γιατί με αυτόν τον τρόπο η θεατρική μας ζωή παραμένει διαρκώς σε μια αφετηρία, αδυνατώντας να κάνει το βήμα παρακάτω και παραπάνω, την ίδια στιγμή που το κοινό μεγαλώνει σε όγκο και περιμένει. Για πόσο όμως; Το κοινό δεν είναι ούτε Βλαδίμηρος ούτε Εστραγκόν. Περιμένει τον Γκοντό να βγει στη σκηνή. Γιατί αν δεν βγει θα φύγει αυτό. Στον Μπέκετ το ζήτημα ήταν μεταφυσικό. Εδώ είναι νομοτελειακό. Η αναμονή έχει ημερομηνία λήξης. Και αυτό φαίνεται στο ταμείο κατευθείαν.