Θεσσαλονίκη: Μια πόλη εκτός θέματος
Το μέλλον της Θεσσαλονίκης απαιτεί υπέρβαση ορίων, σύμπραξη ετερόκλητων φορέων και γρήγορες δράσεις.
Δεν χρειάστηκε να συμπληρωθούν καλά καλά δύο δεκαετίες για να δικαιωθεί ο πρώην δήμαρχος του Denver, Wellington Webb που στην αυγή του 2000 δήλωνε από το βήμα της Συνέλευσης των Αμερικανικών Πόλεων πως «ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας των αυτοκρατοριών, ο 20ος αυτός των εθνών-κρατών και ο 21ος αιώνας θα είναι αιώνας των πόλεων».
Καθώς ήδη, σύμφωνα με στοιχεία του Ο.Η.Ε., το 55% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στις πόλεις −ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί στο 68% μέχρι το 2060− είναι σαφές πως οι πόλεις αποτελούν το σκηνικό της παγκοσμιοποιημένης, αστικοποιημένης κοινωνίας. Στον ιστό τους συναντά κανείς μερικές από τις σημαντικότερες προκλήσεις της εποχής μας καθώς και τις καινοτόμες λύσεις που αναπτύσσονται προς απάντησή τους. Γι’ αυτό έχει εντατικοποιηθεί περισσότερο από ποτέ η συνεργασία και ανταλλαγή τεχνογνωσίας μεταξύ τοπικών αρχών τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Urbact, Eurocities) όσο και σε διεθνές (ICLEI, C40).
Στην παρούσα ιστορική συγκυρία που φέρνει μικρότερες και μεγαλύτερες πόλεις αντιμέτωπες, αφενός με την αναζήτηση διακριτού ρόλου σε ένα εξόχως ανταγωνιστικό περιβάλλον, και αφετέρου, με την εξασφάλιση της ίδιας της βιωσιμότητάς τους μέσω της παράλληλης διατήρησης της ποιότητας ζωής για τους κατοίκους τους, η Θεσσαλονίκη μοιάζει να βρίσκεται εκτός θέματος.
Για την ακρίβεια, δίνει την εντύπωση πως έχει παγιδευτεί για τα καλά σε έναν κύκλο εσωστρέφειας που δεν επιτρέπει σε διοικούντες και πολίτες να συνδεθούν με όσα συμβαίνουν σε πολλές από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις αντίστοιχων χαρακτηριστικών, όπως το Πόρτο που αναγνωρίζεται διεθνώς ως παράδειγμα προς μίμηση για την καινοτόμα αναμόρφωση μιας πόλης σε παρακμή.
Είναι πρωτοφανής η αποτυχία επίλυσης ζητημάτων που παραμένουν στην επιφάνεια για δεκαετίες. Σε μία χώρα με −ούτως ή άλλως− εξόχως στρεβλή αντίληψη περί τοπικής αυτοδιοίκησης, η Θεσσαλονίκη μοιάζει να έχει βρει την ιδανική δικαιολογία για τη στασιμότητά της. Μόνο που το κατώφλι του 2020, εγείρει υπαρξιακά ερωτήματα, στα οποία οι απαντήσεις δεν είναι δυνατόν να δοθούν με πρακτικές και κυρίως λογικές του παρελθόντος.
Για παράδειγμα, το πού τελειώνει η αρμοδιότητα του δήμου και πού ξεκινά αυτή της περιφέρειας ή της τροχαίας κ.ο.κ. δεν αφορά κανέναν. Το μέλλον της πόλης, όπως και κάθε πόλης, απαιτεί υπέρβαση ορίων, σύμπραξη ετερόκλητων φορέων και γρήγορες δράσεις. Αποφάσεις που, συν τοις άλλοις, θα συμπεριλαμβάνουν τους πολίτες στη διαδικασία λήψης τους χάρη και στα ψηφιακά εργαλεία.
Καθώς ο «αιώνας των πόλεων» κυλά, η Θεσσαλονίκη δεν έχει άλλο χρόνο να βρίσκεται εκτός θέματος. Με τον πληθυσμό εντός των λειτουργικών ορίων της να αυξάνεται σταθερά, η Θεσσαλονίκη καλείται να βρει ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης για το άμεσο αλλά και το μακροπρόθεσμο μέλλον. Σ’ αυτό, κομβικής σημασίας θα είναι η διακυβέρνηση, καθώς το διακύβευμα είναι τουλάχιστον μητροπολιτικών διαστάσεων. Διεκδίκηση μειωμένης εξάρτησης από την κεντρική διοίκηση, στενότερη και αποτελεσματικότερη συνεργασία σε μητροπολιτικό επίπεδο, εντατικότερη άντληση ιδεών αλλά και πόρων σε διεθνές επίπεδο, προσέλκυση επενδύσεων και σε άλλους τομείς πέραν της εστίασης και του τουρισμού.
Αυτό μοιάζει να είναι ένα μείγμα που θα φέρει τις απαντήσεις στα πρακτικά και δυσεπίλυτα επί σειρά ετών ζητήματα όπως οι συγκοινωνίες, η διαχείριση του κέντρου της πόλης (στάθμευση, ελεγχόμενη κυκλοφορία οχημάτων, πεζοδρομήσεις) κ.ά. Αρκεί να συμφωνήσουμε, βεβαίως, καταρχήν πως η σημερινή μορφή της πόλης με την άνευ ορίων κυριαρχία του αυτοκινήτου, τη δραματική απουσία πράσινων δημόσιων χώρων και τη μονομανή οικονομική ανάπτυξη γύρω από τα εστιατόρια και τα καφέ-μπαρ δεν είναι η επιλογή μας για το μέλλον. Διαφορετικά, ολόκληρη η παραπάνω συζήτηση είναι κενή νοήματος.