«Τι άλλο είναι μια πόλη παρά ένας τρόπος να γίνει το παρελθόν κατοικήσιμο»

«Η πόλη και η πόλη» μέσα από τα μάτια της Αγγελικής Γαβριήλογλου και του Χρήστου Φωτογλίδη

Parallaxi
τι-άλλο-είναι-μια-πόλη-παρά-ένας-τρόπο-924750
Parallaxi

Λέξεις: Αγγελική Γαβριήλογλου, Χρήστος Φωτογλίδης

Στο τελευταίο, το 24ο, Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είδαμε ανάμεσα στις υπόλοιπες προβολές και δύο ταινίες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πραγματεύτηκαν την ιστορία των Εβραίων συμπολιτών μας. 

Η πρώτη ήταν το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Οι μαθητές του Ουμπέρτο Πρίμο», της Αλεξάντρα Μαϊολέττι, η οποία πραγματευόταν το θέμα των Εβραίων μαθητών στο Ιταλικό σχολείο Ουμπέρτο Πρίμο, ενώ η δεύτερη ήταν η ταινία με τίτλο «Η πόλη και η πόλη» των Σύλλα Τζουμέρκα και Χρήστου Πασσαλή, σε καλλιτεχνική διεύθυνση Ορέστη Ανδρεαδάκη, η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν πέρασε απαρατήρητη. 

Οι κριτικές, είτε αυτές που ακούστηκαν μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα, στη συζήτηση που ακολούθησε, είτε στα μετέπειτα κείμενα που γράφτηκαν ήταν αντιφατικές.

Οι μεταπολεμικές γενιές των Θεσσαλονικέων, όπως και η δικιά μας γενιά, γεννήθηκε και ενηλικιώθηκε σε μία πόλη όπου η σχέση της με το Ολοκαύτωμα παρέμενε στη σιωπή. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια η συζήτηση γύρω από το τραυματικό παρελθόν της πόλης φαίνεται να ανθίζει, με τα δίκτυα μελέτης, τις πορείες μνήμης, τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο και την ευρύτερη δημόσια συζήτηση. 

Μέρος αυτού, λοιπόν, είναι και η Τέχνη και πιο συγκεκριμένα ο κινηματογράφος, με πιο πρόσφατο παράδειγμα, και ίσως το μοναδικό μέχρι σήμερα, το «Ουζερί Τσιτσάνης» (2015), το οποίο πραγματεύτηκε το κατοχικό τοπίο και τον εκτοπισμό των Θεσσαλονικέων Εβραίων στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Με ποιον τρόπο όμως μία ταινία μπορεί να συνομιλήσει με το δύσκολο παρελθόν μίας πόλης; Ποια μέσα μπορεί να μεταχειριστεί; Και κατά πόσο οι καλλιτεχνικές ή οι μεθοδολογικές της υπερβάσεις μπορούν να αγγίξουν το κοινό, μένοντας πιστές στο όραμά των δημιουργών, χωρίς να στρεβλώνουν τα ιστορικά γεγονότα; Και τέλος ποιος μπορεί να μιλάει για το Ολοκαύτωμα; 

Είναι μία συζήτηση που ανήκει μόνο στους ακαδημαϊκούς και στις οικογένειές των θυμάτων ή σε ολόκληρη την κοινωνία; Είναι μερικά από τα ερωτήματα που προκύπτουν τόσο από την ταινία των Σ. Τζουμέρκα και Χ. Πασσαλή όσο και από τη συζήτηση γύρω από αυτή.

Η ταινία χωρίζεται σε επεισόδια τα οποία αναδεικνύουν ζητήματα της ιστορίας της πόλης και ιδιαιτέρως της Εβραϊκής κοινότητας, από τον μεσοπόλεμο και τον εμπρησμό του Κάμπελ έως την επιστροφή των λίγων Εβραίων και την διεκδίκηση των περιουσιών τους από τους Χριστιανούς μεσεγγυούχους, αλλά και τη μετέπειτα σιωπή των Θεσσαλονικέων. Οι σκηνοθέτες επιδίωξαν να αναμετρηθούν με το δύσκολο αυτό παρελθόν, χρησιμοποιώντας ένα υβριδικό είδος ταινίας μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. 

Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι προκειμένου να το πετύχουν αυτό μετακινούνται έξω από τους άξονες του χρόνου και του χώρου, είτε παραθέτοντας τα επεισόδια στη «λάθος» χρονική σειρά, είτε τοποθετώντας τους πρωταγωνιστές τους στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη. Δημιουργούν έτσι έναν τόπο ανάμεσα στο σήμερα και το παρελθόν, μια διπλοτυπία της πόλης όπως οι ίδιοι τον χαρακτήρισαν, ανάμεσα στην πόλη και την πόλη. Με αυτόν τον τρόπο κλείνουν το μάτι στον «ανυποψίαστο» Θεσσαλονικιό, αναγκάζοντάς τον να αναμετρηθεί με την άγνοιά του, καθώς το ντοκιμαντέρ του υποδεικνύει μαρτυρικούς τόπους για τους οποίους μπορεί να μην γνωρίζει τίποτα.

 Το αποτέλεσμα είναι οι θεατές να παρακολουθούν γνώριμα σημεία της πόλης να μετατρέπονται σε τόπους βασανισμού, όπως για παράδειγμα η σκηνή του Μαύρου Σαββάτου στο εργοτάξιο της Πλατεία Ελευθερίας, όπου στην αναπαράσταση των γεγονότων παρεμβάλλεται το σύγχρονο αστικό τοπίο ενώ παράλληλα μία μπουλντόζα κάνει γύρους στο εσωτερικό της πλατείας, θυμίζοντας έτσι στο θεατή τη σημερινή απουσία μνήμης μαζί με ιστορικές πληροφορίες καθώς και φωτογραφίες από το ίδιο το γεγονός.

Ταυτόχρονα, μέσα από πλήθος πληροφοριών που ενσωματώθηκαν αρμονικά στις σκηνές, κατάφεραν να αναδείξουν ιστορικά στοιχεία της καθημερινής ζωής της πόλης. Ζητήματα όπως η πολυσυλλεκτική σύνθεση του πληθυσμού και η ταξική διαστρωμάτωση, εντός και εκτός των κοινοτήτων, φωτίζονται μέσα από την εντυπωσιακή σκηνή του εμπρησμού του Κάμπελ, ενώ παράλληλα ακούγονται διαφορετικές γλώσσες. Στην ταινία ακούγονται Λαντίνο και Τουρκικά, Γαλλικά και Ελληνικά, αποτυπώνοντας με γλαφυρό και πρωτότυπο τρόπο ένα μωσαϊκό ανθρώπων διαφορετικών καταγωγών και κοινωνικών τάξεων. 

Οι σκηνές στο σημερινό ΑΠΘ (παλιό εβραϊκό νεκροταφείο) και στα δικαστήρια, εύστοχα δείχνουν τη σχέση των θεσμών της πόλης με το Ολοκαύτωμα και τη διαχείρισή του. Πολύ σωστά μάλιστα οι σκηνοθέτες τονίζουν ότι το εβραϊκό νεκροταφείο καταστράφηκε από τους Ναζί και τους υπαλλήλους του Δήμου, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα έγκλημα που για χρόνια αποδίδονταν μόνο στους Γερμανούς κατακτητές. Παράλληλα, παρουσιάζονται τεκμήρια σχετικά με τη χρήση των πλακών του νεκροταφείου στην κατοχική και τη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη. 

Παρομοίως σχολιάζεται και η διεκδίκηση των περιουσιών των λίγων Εβραίων που επέστρεψαν από τα στρατόπεδα από τους Χριστιανούς που τις καπηλευτήκαν. Έτσι, ο νεαρός Εβραίος αναζητά την κλεμμένη του περιουσία περιμένοντας αμήχανα έξω από μια κλειστή πόρτα δικαστηρίου λίγο πριν έρθει αντιμέτωπος με τα όσα φρικτά συνέβησαν. Από την άλλη, αδυναμία της ταινίας είναι η απουσία αναφοράς στην Αντίσταση.

 Η συμμετοχή Χριστιανών και Εβραίων στην Αντίσταση, θα μπορούσε να παρουσιαστεί και να συνδεθεί οργανικά με τα υπόλοιπά επεισόδια, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα της κατοχικής εμπειρίας αλλά και τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.

Η ταινία κλείνει σχεδόν όπως ξεκίνησε. Οι αμέριμνοι κατασκηνωτές της δεκαετίας του ‘80 ετοιμάζονται για ένα πάρτι. Τώρα όμως ο θεατής ξέρει. Κανείς δεν είναι αθώος, οι περισσότεροι είναι ένοχοι είτε με τις πράξεις τους, είτε με τη σιωπή τους, ακόμη και με την άρνησή τους να μάθουν τι πραγματικά συνέβη.

Το εύρημα με τους ίδιους ηθοποιούς, στις ίδιες ηλικίες, ανάμεσα στα έτη 1943 και 1983 δημιουργεί στον θεατή μία αμήχανη κατάσταση, με τον ίδιο να προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει ψάχνοντας ταυτόχρονα δική του θέση απέναντι στα γεγονότα.

Οι σκηνοθέτες δεν χρησιμοποιούν προσχηματικά το Ολοκαύτωμα. Μάλλον κάνουν ακριβώς το αντίθετο, ιδίως αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή τη φιλμογραφία τους. Σε μία τέτοια προσπάθεια θα δει ότι θεματικές που τους απασχόλησαν στο παρελθόν, όπως οι έμφυλες σχέσεις, οι πατριαρχικές δομές, η βία, οι «τοξικοί» οικογενειακοί δεσμοί επανέρχονται στη νέα τους ταινία, στοχεύοντας έτσι σε μία πολύπλευρη ερμηνεία των φαινομένων παρά σε μια απλή καταγραφή των γεγονότων. 

Επιχειρούν να εγγράψουν δηλαδή στις μεγάλες θεματικές τα επιμέρους καθημερινά ζητήματα. Η ταινία με αυτή τη ματιά δεν αφορά αποκλειστικά το Ολοκαύτωμα, αλλά την πόλη ολόκληρη και κυρίως τους ανθρώπους της, τόσο αυτούς που έζησαν στο παρελθόν, όσο και αυτούς που ζουν στο σήμερα.

Η πόλη και η πόλη, σαφώς, δεν είναι μία δουλειά που εξαντλεί το θέμα το οποίο πραγματεύεται.

 Θα μπορούσε να υπάρχει άλλωστε τέτοια ταινία; Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ, αν και δύσκολο εξαιτίας της δομής και του σεναρίου του, αναμετράται με όσα ζητήματα μπήκαν για χρόνια κάτω από το χαλί, τοποθετεί τον θεατή μπροστά στο γεγονός και επιτέλους θέτει ερωτήματα σχετικά με το παρελθόν σε όσους δεν ξέρουν και σε όσους κάνουν ότι δεν ξέρουν.

*Ο τίτλος προέρχεται από Patrick Boucheron, Τι μπορεί να κάνει η ιστορία, Πόλις, μετάφραση Γιάννης Μπαλαμπανίδης, σελ. 8

**Η Αγγελική Γαβριήλογλου είναι Υπ. Διδ. Ιστορίας στο Freie Universität του Βερολίνου.

***Ο Χρήστος Φωτογλίδης είναι Μεταπτυχιακός φοιτητής Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα