Τη λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει

Άνθρωποι περαστικοί απ΄τη ζωή μας σαν βιβλία γεμάτα ιστορίες τα πρόσωπά τους...

Αθηνά Τερζή
τη-λαχτάρα-του-στον-κόσμο-περιφέρει-127225
Αθηνά Τερζή

 Ο Α.Μ. θα μείνει στην ιστορία ως ο μοναδικός ναυτικός που έγινε ακροβάτης. Μέχρι πριν από λίγο καιρό τον είχα γείτονα. Τα παιδιά της γειτονιάς τον αποκαλούσαν “ο τρελός με τις σημαίες”. Είχε σε κάθε μπράτσο του μια σειρά από πολύχρωμα σημαιάκια, που καθώς τυλίγονταν γύρω από το καθένα, έμοιαζαν με λουλούδι που έχασκε με ανοιχτά και παραγινωμένα πέταλα. Άλλοτε πάλι έμοιαζαν με ξεδοντιασμένο στόμα βαμμένο άγαρμπα. Οι χειρότεροι έβλεπαν μόνο μια σχισμή ή μια πολύχρωμη ουλή και τίποτα περισσότερο.

terzi

Έφτασε ένα απόγευμα του Αυγούστου με μια καφέ δερμάτινη φθαρμένη βαλίτσα κι ένα μαλλιαρό σκύλο μπερδεμένο στα πόδια του και νοίκιασε το ισόγειο στην πολυκατοικία που έμενα. Κάθε πρωί, χάραμα σχεδόν, ανέβαινε στην ταράτσα και καθόταν στο κάγκελο με τις γάμπες έξω στο κενό. Το καβαλούσε στο πιτς φιτίλι, με τα μαυρισμένα καλάμια που είχε για πόδια κι άραζε θαρρείς κι είχε πιάσει το πιο βολικό στασίδι του κόσμου.

Τον Α.Μ. τον λάτρεψα από κείνη την πρώτη μέρα που τον είδα και τον ακολουθούσα σαν υπνωτισμένη. Δε φοβάσαι; Τον ρωτούσα κάθε φορά, καθώς τον χάζευα, με τα μάτια ίδια πηγάδια να τον καταπιούν, να ισορροπεί στην κουπαστή με ένα καπέλο στο κεφάλι. Όχι, μου πετούσε στα μούτρα κι άνοιγε τα χέρια με μια ευκολία θαρρείς κι ήταν πουλί σε σύρμα. Χωρώ σε όλες τις γωνιές του κόσμου. Αναγνωρίζουν την περπατησιά μου. Κουβαλώ τις μυρωδιές των βουνών, μυρίζω χώμα και καταιγίδα. Κι έφερνε στροφή κι έπιανε από την αρχή να ισορροπεί πέρα δώθε σαν καλικάντζαρος, γεμάτος μελανιές και σημάδια σε όλο του το στεγνό αδυνατισμένο κορμί που έμοιαζε με κομμάτι χαλκού ψημένο από τη θάλασσα. Ποιος σου τα έκανε όλα αυτά; Οι άνθρωποι. Γιατί; Από φόβο. Μα τι να φοβηθούν από σένα, δεν βλέπουν πώς είσαι; Πώς είμαι δηλαδή; Μια χαψιά άνθρωπος. Το τραγανιστό γέλιο του ακουγόταν μέχρι την άκρη του δρόμου. Φοβούνται το μέσα μου. Φοβούνται τα χέρια μου που κάνουν του κεφαλιού τους. Τα πόδια μου που έχουν φτερά, το στόμα μου που φτύνει αστέρια. Μικρή μου είναι ώρα να ζήσεις, βγήκε ο ήλιος. Και με μια ανεπαίσθητη κίνηση έβγαζε από τις τσέπες του φύλλα δέντρων και τα πετούσε στον αέρα.

 Πόνεσες πολύ; Λίγο. Πιο πολύ πονάω για την σκονισμένη αλάνα έξω από το σπίτι μου. Τι να απέγινε άραγε; Το ξέρεις ότι κι εδώ σε φοβούνται; Το ξέρω. Κι αν σου κάνουν κι άλλα σημάδια; Δεν μπορούν. Κοίτα με καλά. Αυτό που βλέπεις δεν είναι παρά το παλτό μου. Το λυπήθηκα γιατί είχε ξεμείνει σε μια βιτρίνα και κανείς δεν ήθελε να το φορέσει.

Μη δίνεις σημασία σε όσα βλέπεις. Άπλωσε το βλέμμα σου στα σύννεφα. Εκεί κατοικούν τα μάτια που δάκρυσαν για τα αμέτρητα που πέρασαν. Τα χαμένα φιλιά που λαχταρούν να ακουμπήσουν πάνω σου και να σβήσουν όλη την ασχήμια.

Τα μάτια του με κοίταζαν με εκείνη την περίεργη θλίψη που ακολουθεί τους ξεριζωμένους και κάποιες φορές χύνουν το δικό τους μισό δάκρυ που είναι κει κουρνιασμένο από μια προηγούμενη ζωή. Είμαστε περατάρηδες που ναυαγούμε άλλοι νωρίς κι άλλοι αργότερα. Είσαι καλή. Μου θυμίζεις την Μαρία που είχα γνωρίσει στην Κούβα. Είσαι φιλόξενη σαν όλες τις ανακατεμένες ράτσες, που έχουν μπασταρδευτεί με τις ανθρώπινες αδυναμίες. Εσύ με καταλαβαίνεις. Πώς το ξέρεις αυτό; Μπορείς να ακούς τη σιωπή μου, τους ψιθύρους μου. Είσαι θέαμα άκακο σαν οικόσιτο ζώο. Μια άγρια τριανταφυλλιά σε έναν εγκαταλελειμμένο κήπο, σε έναν σκληρό δρόμο που απλώς βαθαίνει τη μοναξιά σου.

Μου μιλούσε κι ένιωθα να ανασαίνω το άρωμα ενός άρρωστου ποιητή, ανακατεμένο με όλους τους τόπους του κόσμου. Με τις χειμωνιάτικες θάλασσες που άφησε πίσω του για να καταντήσει να ακροβατεί στην ταράτσα της πολυκατοικίας μου. Ήρθες μόνος σου, απέτυχες, πέτυχες δεν ξέρω, ήρθες για να γελάς σαν κακοραμμένος κλόουν, ήρθες για να κάνεις τι; Τη λαχτάρα μου στον κόσμο περιφέρω. Αυτό κάνω. Κι η έκφρασή του ήταν ατρόμητη. Μαζεύω τα βράδια και τα πρωινά στη βαλίτσα μου μήπως και προλάβει να μου νυχτώσει αργότερα. Δεν παζαρεύω. Τα θέλω όλα. Γνωρίζω την εξορία, τα σοκάκια που μόνο αγρίμια διασχίζουν, τις γυναίκες που πήγα μαζί τους κι ήταν σα να πηδάς την ίδια τη γη από όπου είμαστε φτιαγμένοι. Γυναίκες σαν ήλιοι μακρινοί. Ζήσε κι εσύ, αν σου βαστάει. Ζήσε το μισό από το δικό μου κι ανέβα εδώ πάνω μαζί μου να δεις τη γειτονιά από ψηλά. Ζήσε με εκείνη τη φλόγα που θα αφήνει πληγές. 

Πάει λίγος καιρός που ο Α.Μ. εξαφανίστηκε από την περιοχή. Καμιά φορά ανεβαίνω τα πρωινά στην ταράτσα μα δεν έχει τόσο γούστο πια. Παλεύω να ζήσω άφοβα, μήπως και μπορέσω να ισορροπήσω. Ακόμη δεν κατάφερα να γίνω ακροβάτης.

 *“Τη λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει”, του Διονύση Σαββόπουλου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα