Τυχαία Αναγνώσματα
της Γιώτας Κωνσταντινίδου Εικόνα: της εικαστικού Κωνσταντίνας Καπανίδου «Η γειτονιά μας, λοιπόν, το Ταυ αυτό που περιέγραψα πρωτύτερα, γινόταν γκέτο εβραϊκό. Ταυτόχρονα, στις εξόδους του Ταυ – Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου – έκαναν την εμφάνισή τους σκοποί χωροφύλακες – δικοί μας χωροφύλακες – που φρουρούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό σήμαινε ότι οι Εβραίοι και με […]
της Γιώτας Κωνσταντινίδου
Εικόνα: της εικαστικού Κωνσταντίνας Καπανίδου
«Η γειτονιά μας, λοιπόν, το Ταυ αυτό που περιέγραψα πρωτύτερα, γινόταν γκέτο εβραϊκό. Ταυτόχρονα, στις εξόδους του Ταυ – Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου – έκαναν την εμφάνισή τους σκοποί χωροφύλακες – δικοί μας χωροφύλακες – που φρουρούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό σήμαινε ότι οι Εβραίοι και με το άστρο ακόμα δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη, παρά μόνο στο γκέτο τους. Κι αυτό, βέβαια, ορισμένες ώρες. Τώρα, φαντάζομαι ότι θα είχαν δημιουργηθεί και πολλά άλλα τέτοια γκέτο. Έτσι, οι Εβραίοι, όπου βρέθηκαν, βρέθηκαν. Δεν μπορούσαν πια να πάνε ούτε στα μαγαζιά τους, ούτε στους συγγενείς τους, αν αυτοί έμεναν σε άλλο γκέτο, ούτε στα ψώνια τους. Έπαψαν σχεδόν να κυκλοφορούν.
Κλεισμένοι στα σπίτια τους, καρτερούσαν. Στους δρόμους του γκέτο, εκτός από μας, κυκλοφορούσαν, και μάλιστα με ζωηρότητα, ορισμένοι νεαροί Εβραίοι, με ένα κίτρινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Ήταν, φαίνεται, ένα είδος πολιτοφύλακες, που τους είχε ορίσει η Κοινότητα, ίσως και οι Γερμανοί. Τους μισούσαμε, πάντως, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το λόγο. Η κινητικότητα και η αυτοπεποίθησή τους τούς έκαμνε ύποπτους στα μάτια μας. Και μάλλον είχαμε δίκαιο, γιατί μερικοί από αυτούς έκαναν την εμφάνισή τους στη γειτονιά και μετά το μάζεμα των Εβραίων, έχοντας πάντα το ίδιο ύφος. Ύστερα δεν ξαναφάνηκαν.»
Εν ταις ημέραις εκείναις, Γιώργος Ιωάννου, (Η πρωτεύουσα των προσφύγων, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ)
«Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη. Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.»
Αποσπάσματα από το βιβλίο, Επάγγελμα Πόρνη της Λιλής Ζωγράφου Αλεξάνδρεια, 1998.
«Δεν συμμετέχουμε πλέον στο δράμα της αποξένωσης, αλλά βρισκόμαστε μέσα στην έκσταση της επικοινωνίας. Και αυτή η έκσταση είναι άσεμνη. Άσεμνο είναι εκείνο που εξαφανίζει το βλέμμα, την εικόνα και κάθε αναπαράσταση. Το άσεμνο δεν περιορίζεται στη σεξουαλικότητα, επειδή στις μέρες μας υπάρχει μια πορνογραφία της πληροφορίας και της επικοινωνίας, μια πορνογραφία κυκλωμάτων και δικτύων, λειτουργιών και αντικειμένων μέσα στο ευανάγνωστό τους, στη διαθεσιμότητά τους, στη συστηματοποίησή τους, στη βεβιασμένη σημαδιοδότησή τους, στην εκτελεστική τους ικανότητα, στην ικανότητά τους για σύνδεση, στην πολυσθένειά τους, στην ελεύθερη έκφρασή τους…»
Jean Baudrillard, H Έκσταση της επιοινωνίας, Μτφ:Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Εκδ. Καρδαμίτσα
«Να τι τρέχει: Στις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα που δεν τα εμπιστεύεται σ’ όλο τον κόσμο, μα μόνο στους φίλους του. Υπάρχουν άλλα που δεν τα εμπιστεύεται στους φίλους του, και μόλις τα λέγει στον εαυτό του γι’ αυτό στα κρυφά. Και τέλος υπάρχουν κι εκείνα που ο άνθρωπος, φοβάται να τα ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό κι αυτού του είδους τα πράγματα μαζεύονται σε αρκετά μεγάλη ποσότητα σε κάθε άνθρωπο καθώς πρέπει. Όσο μάλιστα είναι πιο καθώς πρέπει ο άνθρωπος, τόσο και περισσότερα πρέπει να ‘χει απ’ αυτά τα πράγματα. Για μένα τουλάχιστον, είναι λίγος καιρός τώρα που απεφάσισα να θυμηθώ μερικές μου περασμένες περιπέτειες, που έως σήμερα τις απέφευγα πάντοτε, με κάποια ανησυχία μάλιστα. Μα τώρα όχι μόνο τις θυμάμαι αλλά και αποφασίζω να τις γράψω ακόμα, ακριβώς γιατί θέλω να δοκιμάσω αν μπορεί να ‘ναι κανένας ολότελα ειλικρινής στον εαυτό του και να μην φοβάται την αλήθεια. Μια παρατήρηση σ’ αυτό: Ο Χάινε διατείνεται πως οι αληθινές αυτοβιογραφίες είναι σχεδόν αδύνατες και πως ο άνθρωπος λέγει πάντα ψέματα όταν πρόκειται για τον εαυτό του. Κατά τη γνώμη του, ο Ρουσσώ, παραδείγματος χάριν, είπε χωρίς άλλο ψέματα στις εξομολογήσεις του και μάλιστα ξεπίτηδες, από ματαιοδοξία. Είμαι βέβαιος πως ο Χάινε έχει δίκιο. Καταλαβαίνω πολύ καλά πως είναι δυνατό καμιά φορά, μόνο όμως από ματαιοδοξία να κατηγορείς τον εαυτό σου για εγκλήματα, και αντιλαμβάνομαι πολύ καλά, τι είδους μάλιστα ματαιοδοξία μπορεί να ‘ναι αυτή. Μα ο Χάινε έκρινε έναν άνθρωπο που εξομολογιότανε μπροστά στο κοινό. Εγώ γράφω μόνο για τον εαυτό μου και δηλώνω μια για πάντα, πως αν γράφω σα ν’ απευθύνομαι στους αναγνώστες, το κάνω γιατί έτσι γράφω πιο εύκολα. Είμ’ ένας τύπος μόνο, ένας απλός τύπος. Όσο για αναγνώστες, δε θα ‘χω ποτέ. Το έχω πια δηλώσει… Δε θέλω να δυσκολευτώ από τίποτε γράφοντας τις Αναμνήσεις μου. Δεν θα κρατήσω ούτε τάξη ούτε σύστημα. Θα γράψω εκείνα που θα θυμηθώ…»
Fyodor Dostoyevsky, Το Υπόγειο, Εκδόσεις Δ. Κοροντζή, Μετάφραση: Γ. Σημηριώτης, Αθήνα 1979
«Ώρες πάνω από το τηλέφωνο και να περιμένω. Πότε θα τηλεφωνήσει η αγάπη μου. Φίλοι παλιοί που ξαναπαρουσιάστηκαν να με καλούν. Τίποτα εγώ. Χίλιοι άνθρωποι μέσα στο barκαι είναι άδειο. Κανένας. Μπαίνει ο έρωτάς σου, τότε μόνο χίλιοι ένας. Οι χίλιοι,απλώς κομπάρσοι. Λείπει αυτός που αγαπώ, τίποτα δεν έχει νόημα. Έχω μάθει να ζω, βλέπεις, μέσω του ερωτικού μου παραλήπτη. Αρκετές εξαφανίσεις, περίπου κάθε δίμηνο. Έφευγα και στην αρχή ανακουφιζόμουν. Τελευταίο τηλεφώνημα για καληνύχτα, το πρωί με έπαιρνε τηλέφωνο και εγώ δεν το σήκωνα. Για ασήμαντη αφορμή. Για κάτι κακό που είχα ακούσει. Για κάτι που μου είχε πει ο ίδιος. Για κάτι που επινόησα. Για ένα χατίρι που μου άργησε, ιδίως.»
Μαλβίνα Κάραλη, Πιο πολύ, πιο πολλοί, εκδ. Αστάρτη.