Τις πταίει για την εκλογική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ;
Μια ανάλυση για τους λόγους που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην ήττα.
Μέσα σε λίγες ώρες το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα άλλαξε. Βαριά η ήττα στον ΣΥΡΙΖΑ. Καθαρή η νίκη της Νέας Δημοκρατίας, έστω κι αν σ΄ ένα βαθμό οφείλεται στην αρνητική ψήφο προς το κυβερνών κόμμα.
Και τώρα, πριν καν αρχίσει η μάχη για τις εθνικές εκλογές, στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν προσέξει, ενδέχεται να μειώσει ακόμη περισσότερο το ποσοστό που έλαβε, το ερώτημα «τι έφταιξε» βαρύνει τις καρδιές και το νου των ανθρώπων που πίστεψαν κι έδωσαν μάχες για να μην είναι η αριστερή διακυβέρνηση μια παρένθεση στην ιστορία του τόπου.
Σε τέσσερις συνεντεύξεις, δύο τηλεοπτικές (ΕΡΤ3, Τv Atlas) και δύο ραδιοφωνικές (RAI, RAI3Mondo), κατέθεσα τον δικό μου προβληματισμό για τα λάθη στρατηγικής και τακτικής της κυβέρνησης, τα οποία οδήγησαν σ΄ αυτό το οδυνηρό για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσμα. Τα καταγράφω επιγραμματικά:
Πρώτον, στη διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν χάθηκε απλώς το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς. Μπροστά στη διαχείριση μιας σκληρής πραγματικότητας παραγκωνίστηκε μια αριστοτελική αρχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας που έχει υιοθετήσει η αριστερά: το πολιτικό ήθος. Η πολιτική αρετή υποχώρησε για χάρη της δημαγωγικής ρητορικής, του επικοινωνιακού παιγνίου, του θορύβου που προκαλούν οι αλληλοκαταγγελίες και των κινήσεων τακτικής για να «μη σηκώσει κεφάλι» ο όποιος πολιτικός αντίπαλος.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανοίχθηκε στην κοινωνία, ο κόσμος δεν συμμετείχε στα κοινά. Ο Συνασπισμός των Δυνάμεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Προόδου όχι μόνο δεν πλησίασε τους ψηφοφόρους του στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας, αλλά ούτε και εκείνους από τον χώρο της διανόησης, των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών, που για δεκαετίες έδωσαν μάχες για την αριστερά. Τα κομματικά γραφεία ερήμωσαν και η επαφή με τον κόσμο, με τις συλλογικότητες, με τα κινήματα χάθηκε.
Οι πελατειακές σχέσεις που είχαν καλλιεργήσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) αντικαταστάθηκαν από την κομματική επετηρίδα και τις προσωπικές γνωριμίες με την ηγεσία του κόμματος. Όσοι κατείχαν αξιώματα εργάζονταν νυχθημερόν, συχνά με έναν απόλυτα συγκεντρωτικό τρόπο, ενώ οι άλλοι επαναπαύθηκαν στις δάφνες της ιστορικής νίκης ή παραγκωνίστηκαν. Άνθρωποι άξιοι, με ήθος και υψηλή μόρφωση, με διάθεση να δουλέψουν για μια «νέα Ελλάδα», έφυγαν στο εξωτερικό. Και όσοι έμειναν, απογοητευμένοι στράφηκαν αλλού. Πολλές φορές στη διάρκεια των τελευταίων ετών αναρωτιόμουν πόσο έγιναν πράξη όλες αυτές οι αναλύσεις που διάβαζα σε έντυπα της αριστεράς. Πόσο τις έλαβαν υπόψη τους οι κατέχοντες τα ηνία της εξουσίας στην καθημερινή της διαχείριση.
Τρίτον, στο πεδίο της πολιτικής πολλά θετικά θα μπορούσαν να ειπωθούν για την πρόθεσή της κυβέρνησης να στείλει στη Δικαιοσύνη σκάνδαλα προηγούμενων κυβερνήσεων, για τις ρυθμίσεις στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο (με εξαίρεση την πολύπαθη ΕΡΤ), για τα μέτρα προκειμένου ν΄ ανακουφιστούν οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις με διάφορα επιδόματα, για τη θέσπιση κανόνων στην αγορά δημοσίων έργων, κλπ.
Ωστόσο, η αλαζονεία της εξουσίας ορισμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, η άρνηση του πρωθυπουργού να τα απομακρύνει από τους υπουργικούς θώκους και η κακή διαχείριση άλλων κρίσιμων θεμάτων, κυρίως στον χώρο της Δικαιοσύνης και το προσφυγικό, επισκίασαν τις όποιες θετικές πρωτοβουλίες. Λύσεις σε χρόνια θέματα, λ.χ. στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που δεν θα είχαν κανένα κόστος και καμία επίπτωση στην εφαρμογή των μνημονίων, αγνοήθηκαν.
Τέταρτον, η εσωστρέφεια κυριάρχησε και στη Δημόσια Διοίκηση. Σ΄ ένα διογκωμένο, αντι-παραγωγικό και εν πολλοίς ξένο προς την αριστερά κράτος, η γραφειοκρατία παρέμεινε. Η καθημερινότητα του πολίτη ελάχιστα άλλαξε. Η κυβέρνηση δεν θέλησε να θεσπίσει διαφανείς διαδικασίες και ν΄ αξιοποιήσει ανθρώπους με καινοτόμες ιδέες. Αντ΄ αυτού προτιμούσε να διορίζει ημέτερους, ό,τι δηλαδή έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις –και μην έχουμε αυταπάτες- θα κάνει η ΝΔ, εάν κερδίσει τις προσεχείς εκλογές. Η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, με τους όρους που έγινε, παρέπεμπε στην πολιτική κάλυψη των χειρότερων μορφών κρατικού συνδικαλισμού που είχε εκθρέψει το ΠΑΣΟΚ και ενσωματώθηκαν πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ τη στιγμή που το 3ο μνημόνιο υποχρέωνε τους κυβερνώντες να ξεπουλήσουν τη δημόσια περιουσία.
Πέμπτον, στο πεδίο της οικονομίας έδωσε μια έντιμη μάχη με τους δανειστές, αλλά μη έχοντας εμπειρία και τις τεχνοκρατικές γνώσεις, ηττήθηκε έναντι ενός ισχυρότερου αντιπάλου. Η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2015, από μια αντισυμβατική πολιτική δύναμη της ευρωπαϊκής αριστεράς, που ενέπνευσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στον κόσμο, σ΄ ένα μνημονιακό κόμμα, με τον τρόπο που έγινε, προκάλεσε ένα τραύμα που δύσκολα θα επουλωθεί. Η βάση της παραδοσιακής αριστεράς, ακόμη κι αυτοί που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αυτή την αλλαγή πλεύσης, όπως και την όψιμη και χωρίς πρόγραμμα στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς την κεντρο-αριστερά, την άνοιξη του 2019.
Από την άλλη, πολλοί Έλληνες, στην πλειοψηφία τους μικρο-μεσαίοι, αυτοί που καθορίζουν τελικά σε κάθε εκλογική αναμέτρηση ποιος θα είναι ο νικητής, αυτοί που είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, ένιωσαν προδομένοι. Τα λαϊκίστικα συνθήματα και οι κορώνες στη Βουλή προ των εκλογών του 2015 μετατράπηκαν εν μια νυκτί σε άλλα συνθήματα, που κι αυτά στερούνταν σοβαρότητας. Ο ένας συμβιβασμός έφερε τον άλλον. Και τα δυσβάστακτα οικονομικά βάρη μιας σκληρής καθημερινότητας, δεν αναιρούνται από εγγυήσεις για έξοδο στις αγορές και «ενέσεις» μερικών εκατοντάδων ευρώ λίγες μέρες πριν την εκλογική αναμέτρηση. Πόσο μάλλον που το τραπεζικό σύστημα παραδόθηκε σε ξένους, που κέρδισαν δισεκατομμύρια ευρώ και οι πλούσιοι Έλληνες έγιναν πλουσιότεροι την εποχή της αριστερής διακυβέρνησης. Η συλλογική μνήμη αποδείχθηκε ισχυρότερη των καλών προθέσεων και πράξεων της κυβέρνησης. Είτε πρόκειται για τιμωρία, είτε για διαφωνία, το αποτέλεσμα της κάλπης δεν αλλάζει.
Έκτον, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής η συμφωνία των Πρεσπών, αναγκαία για λόγους γεωπολιτικούς και οικονομικούς, που δεν είναι της ώρας να αναφέρω, δεν θα προκαλούσε τόσες αντιδράσεις εάν είχε συγκλιθεί το άτυπο Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών και είχε εγκαίρως αναπτυχθεί ένας διάλογος στην κοινωνία. Η εκ των υστέρων συζήτηση δεν έφερε τα ποθητά αποτελέσματα, διότι το αρνητικό κλίμα είχε ήδη διαμορφωθεί από τους «μακεδονομάχους» και τους κάθε λογής εθνικιστές με την αρωγή της ΝΔ.
Τα άλλα, ότι «ο Τσίπρας εγκλωβίστηκε στη λογική της σύγκρουσης σε προσωπικό επίπεδο από τον Μητσοτάκη», ότι «έφταιξαν τα κότερα», ότι «δεν συζητήθηκαν τα μείζονα θέματα που απασχολούν την Ευρωπαϊκή Ένωση», ότι κάποιοι σύμβουλοι του πρωθυπουργού «δεν είδαν το τραίνο να έρχεται πάνω στην κυβέρνηση», ότι «η ΕΡΤ έχει μετατραπεί σε όργανο κυβερνητικής προπαγάνδας», ότι «οι Έλληνες ξεχνούν πολύ γρήγορα το παρελθόν» -κι αυτό είναι αλήθεια- απλώς ήταν «κερασάκια στην τούρτα».