Το ελάφι

Έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα χιλιόμετρα λέξεων για την αέρινή της ομορφιά, τον κύκνειο λαιμό της, το μινιμαλιστικό στυλ της και τη γεωμετρία του προσώπου της...

Κωστής Ζαφειράκης
το-ελάφι-18158
Κωστής Ζαφειράκης
Του Κωστή Ζαφειράκη

Χάρη στο στυλ και την τσαχπινιά της πολύ γρήγορα έγινε ο δεύτερος γυναικείος πόλος, απέναντι στο πληθωρικό και προκλητικό στίγμα της Μέριλιν Μονρόε και της Τζέιν Μάνσφιλντ. Ένα γεμάτο θηλυκότητα αγοροκόριτσο, που έγινε η ιδανική παρτενέρ μεγαλύτερων σε ηλικία ηθοποιών, του Κάρι Γκραντ, του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, του Χένρι Φορντ και του Φρεντ Αστέρ.

Η μνήμη του κύκνου Οι φυσιογνωμιστές στήνουν ακόμα τρικούβερτα επιστημονικά πάρτι μπροστά στην εικόνα της, που ήταν- και θα είναι- απλά η επιτομή της κλασσικής ομορφιάς . Έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα χιλιόμετρα λέξεων για την αέρινή της ομορφιά, το ελαφίσιο της περπάτημα, τον κύκνειο λαιμό της, το μινιμαλιστικό στυλ της, τη γεωμετρία του προσώπου της, τα τεράστια καστανά της μάτια, τη μελαγχολική καμπύλη των χειλιών της, την πριγκιπική της φινέτσα, την σχεδόν εικαστική μύτη της… Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι πιθανότατα θα έβρισκε πάνω της τη δεύτερή του Μόνα Λίζα. Δεν είχε ούτε την θηλυκή μαεστρία της Μέριλιν Μονρόε, ούτε το εκρηκτικό μπούστο της Σοφίας Λόρεν. Απείχε έτη φωτός από το μέσο αμερικανικό πρότυπο της χυμώδους γοητείας- στη δεκαετία του ΄50 οι γυναίκες που δεν είχαν τουλάχιστον πληθωρικές καμπύλες, περνούσαν στις μαύρες σελίδες  της σόουμπιζ- κι όμως έφτανε ένα φτέρνισμά της για να αναστατωθούν οι αρσενικοί στο διπλανό τραπέζι. Η Όντρεϊ Χέμπορν μέσα σε λίγα χρόνια έγινε το πρότυπο της ομορφιάς όπως την εννοούσαν οι εστέτ Αμερικανοί κι Ευρωπαίοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αριστοκρατική της στόφα την καθιστούσε ταυτοχρόνως και σνομπ. Το αντίθετο μάλιστα: ήταν τόσο παιδικοί οι τρόποι της, που άφηνε την εντύπωση ότι θα μπορούσε να την κατακτήσει ο οποιοσδήποτε. Ήταν αφοπλιστικά φιλική και απόμακρη, την ίδια στιγμή. «Μετά τις τόσες σερβιτόρες σε ντράιβ-ιν, ήρθε επιτέλους η κλάση. Αυτό το κορίτσι μπορούσε μονομιάς να κάνει το μπούστο παρελθόν» σχολίασε κάποτε ο Μπίλι Γουάιλντερ.  «Ξέρω πως διαθέτω περισσότερο σεξαπίλ στην άκρη της μύτης μου, απ’ ότι πολλές γυναίκες σ’ ολόκληρό τους το σώμα. Παραδέχομαι ότι δεν είμαι τόσο καλοφτιαγμένη όσο η Σοφία Λόρεν και η Τζίνα Λολομπρίντζιτα, αλλά υπάρχει κάτι παραπάνω στο σεξαπίλ από τις μετρήσεις. Αυτές οι καμπυλόσχημες σειρήνες της οθόνης όχι απλώς δεν μπορούν να το χρησιμοποιήσουν, αλλά δεν γνωρίζουν καν τι είναι. Δεν χρειάζομαι μία κρεβατοκάμαρα για να αποδείξω την θηλυκότητά μου. Μεταφέρω την ίδια έλξη, που αυτές οι σταρ νομίζουν ότι διαθέτουν φορώντας ουσιαστικά τίποτα, ντυμένη, μαζεύοντας μήλα από ένα δέντρο ή στέκοντας απλώς στη βροχή». Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1953 το περιοδικό Time κυκλοφορεί με την Όντρεϊ στο εξώφυλλο κι επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σ’ ένα από τα τότε βασικά ερωτήματα της σόουμπιζ: «Τι αποτελεί την ομορφιά της Όντρεϊ;». Οι απαντήσεις ήταν απλώς οφθαλμοφανείς: αυτό το αέρινο πλάσμα ακυρώνει κάθε γυναικείο πρότυπο, δημιουργώντας ουσιαστική τη  δική της εκδοχή πάνω στο θέμα, «γυναίκα». Είναι δηλαδή ένα καινούργιο λήμμα στα λεξικά της ομορφιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 κι έχοντας στο ενεργητικό της μόνο μια ταινία και δύο θεατρικές παραστάσεις στο Μπρόντγουέι, το όνομά της είχε αρχίσει να συζητιέται στο Χόλιγουντ. Της αναγνώριζαν πέρα από την φινέτσα και υποκριτικό ταλέντο. Τα σχόλια και ο θόρυβος γύρω από την «νέα σταρ», στην αρχή την τρόμαξαν, «ο Θεός να με βοηθήσει να τα αντέξω όλα αυτά».

Ένα αστείο μουτράκι Ο πρώτος της σύζυγός Μελ Φερέρ, φιλόδοξος αλλά χωρίς κανένα σκηνοθετικό ταλέντο, χρησιμοποίησε ουσιαστικά τα λεφτά της, για να εκφράσει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, τις οποίες όμως κανένας σοβαρός παραγωγός δεν χρηματοδοτούσε. Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1953, στο Μπρόντγουεϊ, όπου έπαιζαν μαζί- η Όντρεϊ στο ρόλο του πνεύματος Οντίν- ούτως ή άλλως ήταν φτιαγμένη από αντι-ύλη.  Είναι η εποχή που εγκαταλείπει την Νέα Υόρκη με συνταγή γιατρού. Από τη μια οι επαγγελματικές της υποχρεώσεις, από την άλλη η κακή της διατροφή, μόνη λύση ήταν να δραπετεύσει σε κάποια βουνοκορφή. Πήγε στην Ελβετία, την τρίτη πατρίδα της- πολιτογραφήθηκε Ελβετίδα, το 1955. Εκεί βρήκε, δέκα χρόνια αργότερα και το καταφύγιό της, σ’ ένα χωριό- Tolochenaz-  κοντά στη Λωζάνη και τη Γενεύη. Το σπίτι της εκεί ήταν το δικό της  «La Paisible», το ήσυχο μέρος, όπως η ίδια το είχε βαφτίσει. Το «Αστείο Μουτράκι» (1957) ήταν ακόμα ένας ρόλος κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της: από μελετηρό και συντηρητικό κορίτσι μεταμορφώνεται σε τοπ μόντελ- η ταινία ήταν ένα σχόλιο πάνω στον κόσμο της μόδας και την μπίτνικ ατμόσφαιρα της εποχής, δια χειρός Στάνλεϊ Ντόνεν. «Μια άλλη Σταχτοπούτα» το χαρακτήρισε η ίδια.

Breakfast at Tifanny’ s Η γοητεία της, ανανέωσε κυριολεκτικά το Χόλυγουντ, εισάγοντας στην κινηματογραφική βιομηχανία τον τύπο μιας «άλλης» γυναίκας που ισορροπεί ανάμεσα στην ντίβα της υψηλής ραπτικής και την εξαιρετική ηθοποιό με τρόπο τόσο φυσικό, σαν να πίνει ένα ποτήρι νερό- στα μαγικά της χέρια κι αυτή ακόμα η πεζή ανάγκη μεταμορφωνόταν σε μάθημα κομψότητας. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να περάσει απαρατήρητη από τα μάτια ενός σχεδιαστή μόδας. Ο Ζιβανσί βρήκε στο πρόσωπό της τη μούσα του. Η γνωριμία τους, το καλοκαίρι του 1953, ήταν ένας (πλατωνικός) έρωτας με την πρώτη ματιά. Χρειάστηκαν μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να αποφασίσει ο Ζιβανσί να την κάνει μούσα του οίκου του. Και φυσικά της σχεδίασε τα κοστούμια σε αρκετές από τις ταινίες της: «Αστείο Μουτράκι», «Αριάν», «Breakfast at Tifany’s», «Ραντεβού στο Παρίσι», «Καυτό Παρίσι», «Πως να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια». «Ομορφότερη γυναίκα δεν έχουν δει τα μάτια μου. Έχει έναν τρόπο να δίνει ζωή στα ρούχα». Η παριζιάνικη μόδα βρήκε στο πρόσωπό της το ιδανικό μοντέλο. Και ο κόσμος ολόκληρος υποκλινόταν στο αξεπέραστο σαβουάρ βίβρ μιας αιθέριας ύπαρξης που θα φάνταζε το ίδιο πανέμορφη, φορώντας ακόμα και μια μαύρη  σακούλα σκουπιδιών.  Η σκηνή των τίτλων στο «Breakfast at Tifanny’s» δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η επιτομή της haute couture γυναικείας γεωμετρίας: Νωρίς το πρωί, στην 5η Λεωφόρο, η Χόλι κατεβαίνει από ένα κίτρινο ταξί, μπροστά στη βιτρίνα του Tiffany’s, φορώντας φυσικά Ζιβανσί, ενώ η εικόνα λιώνει από τις βελούδινες νότες του «Moon River». «Το Moon River γράφτηκε για αυτήν. Κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να το κατανοήσει. Υπάρχουν πάνω από 1000 εκτελέσεις του τραγουδιού, η δική της όμως, είναι αξεπέραστη» θα πει ο Χένρι Μανσίνι. Για να γυριστεί η σκηνή στην 5η Λεωφόρο, επιστρατεύθηκε αύτανδρο το αστυνομικό σώμα της Νέας Υόρκης, αφού οι θαυμαστές και οι περίεργοι έφταναν ως την…Αίγινα. Κάποτε μάλιστα έζησε κι ένα θρίλερ με κάποιον θαυμαστή της, ο οποίος συνελήφθη μ’ ένα σακίδιο γεμάτο προσωπικά της αντικείμενα.

Η αμαρτία της ομορφιάς   Ούτε και η Όντρεϊ ξέφυγε τελικά από τον μύθο των νεράιδων που καμουφλάρουν τη θλίψη τους κάτω από αστραφτερά χαμόγελα και πανάκριβες τουαλέτες- λες και πρόκειται για στοιχειώδη νόμο της ψυχολογίας. «Δε μιλούσε ποτέ γι’ αυτό, αλλά υπήρχε μια λύπη που την περικύκλωνε σαν σάβανο. Προσπαθούσε να την αποτινάξει με χάχανα, αλλά την ώρα που σταματούσε να γελά, μπορούσα να αισθανθώ ότι η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει» είπε ο συμπρωταγωνιστής της, στο «Πως να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια» Πίτερ Ο’ Τουλ. Ο αγώνας της να πετάξει από πάνω της την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας, της ξύπνησε το μητρικό φίλτρο. «Νομίζω ότι το παράκανα λίγο ως σύζυγος και μητέρα τους πρώτους δύο μήνες» θα πει αργότερα η ίδια, δικαιολογώντας τη μικρή της αποχή από τα κινηματογραφικά πλατό. Είχε πάντα τον έλεγχο των πραγμάτων, υπήρξαν όμως και στιγμές αδυναμίας, όπως η άτυχη σχέση της με τον Γουίλιαμ Χόλντεν, με τον οποίο είχαν μια σύντομη σχέση, την εποχή της «Σαμπρίνας». Το 1964 ξανασυναντήθηκαν για το «Καυτό Παρίσι», μια αρκετά οδυνηρή εμπειρία για την ευάλωτη Όντρεϊ, που έβλεπε από τη μια τον γάμο της να καταρρέει κι από την άλλη τον μονίμως μεθυσμένο Χόλντεν να της κάνει «αξιοθρήνητες καντάδες». Καθόλου ευχάριστες δεν ήταν και οι αναμνήσεις της από την «Ωραία μου Κυρία». Είχε να αντιμετωπίσει εχθρικούς συνεργάτες (πολλοί απ’ αυτούς ήθελαν την Τζούλι Άντριους για το ρόλο της Ελίζα) και μια απάτη: της έλεγαν πως χρησιμοποιούν τη δική της φωνή στο τραγούδι της ταινίας, ενώ όλοι ήξεραν ότι την ντούμπλαρε η Μάρνι Νίξον. Για μία ακόμα φορά κατέρρευσε.

Ένα κορίτσι στην αντίσταση Η Έντα Κάθλιν Βαν Χέμστρα Ράστον γεννήθηκε στις Βρυξέλλες, στις 4 Μαίου του 1929, στις Βρυξέλες.  Η μητέρα της Δανέζα βαρόνη και ο πατέρας της Βρετανό τραπεζίτης, τον οποίο ποτέ δεν συγχώρησε για την απουσία του. Οι εξ’ αποστάσεως σχέσεις που εκείνος διατηρούσε με την οικογένειά του, η αδιαφορία του, «ήταν η πιο τραυματική εμπειρία της ζωής μου». Ήταν μόλις 6 χρονών όταν έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Σε ηλικία 5 χρονών η μητέρα της την έστειλε εσωτερική σ’ ένα σχολείο στην Αγγλία. Παράλληλα της κανόνισε και μερικές μέρες διακοπών σε μια οικογένεια ανθρακορύχων, για να μάθει από πρώτο χέρι την αγγλική γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα της μέσης Βρετανικής οικογένειας. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η μητέρα της, λανθασμένα θεωρώντας ότι η  ουδέτερη Ολλανδία θα είναι πιο ασφαλής από την Βρετανία, αποφασίζει να μετακομίσουν στο Άρνεμ.  Η περιουσία τους δημεύθηκε από τους Γερμανούς, αμέσως μετά την εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στο Άρνεμ, το Μάιο του 1940. Το 1941 αρχίζει τα πρώτα της μαθήματα μπαλέτου στη Σχολή Μουσικής του Άρνεμ, ξεχωρίζοντας πολύ γρήγορα από τις συμμαθήτριές της. Συμμετείχε στην Ολλανδική αντίσταση και δεν σταμάτησε ποτέ της να ονειροπολεί παρά τις εφιαλτικές συνθήκες ζωής. Το «ένα κορίτσι στην αντίσταση» ήταν μάλλον μια άγρια γι’ αυτήν αποστολή, την έφερε όμως σε πέρας, ξεγελώντας συχνά, με όπλο την χαριτωμένη της αθωότητα, τους Ναζί, σώζοντας από τον θάνατο πολλές ανθρώπινες ζωές. Πολέμησε ακόμα και την βασική ανάγκη για φαγητό, βλέποντας ανθρώπους γύρω της να πεθαίνουν από την πείνα, «αποφάσισα να ελέγξω το φαγητό. Βεβαίως το πήγα στο άλλο άκρο. Ανάγκασα τον εαυτό μου να αποβάλλει την ανάγκη για φαγητό. Έκλεινα τα μάτια μου μπροστά στο γεγονός ότι πέθαινα από πείνα». Το φθινόπωρο του 1944 συνελήφθη από τα ναζιστικά στρατεύματα, κατόρθωσε όμως να αποδράσει, περνώντας 25 μέρες και νύχτες μέσα σ’ ένα κελάρι. Μετά το τέλος του πολέμου από το Άρνεμ βρέθηκε στο Λονδίνο, τη δεύτερή της πατρίδα- πολλές φορές είχε ρωτηθεί αν αισθανόταν περισσότερο Ολλανδέζα ή Βρετανίδα, χωρίς και η ίδια της να έχει ξεκάθαρη απάντηση σ΄ αυτό. Φεύγοντας από το Άρνεμ πάντως, άλλαξε το όνομά της: «Σκέφτηκα ότι η αλλαγή του ονόματός μου θα με βοηθούσε. Η Έντα είχε ήδη υποφέρει πολλά. Ήμουν αισιόδοξη για τις προοπτικές μου, απλώς και μόνο γιατί το αντίθετο ήταν καταθλιπτικό. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα ιδέα σε τι πήγαινα να μπλεχτώ όταν αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στο Λονδίνο», όπου έπαιξε σε αρκετές παραστάσεις του Γουέστ Εντ. Ο δρόμος προς το Όσκαρ είχε ήδη ανοίξει. Ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ έψαχνε ένα κορίτσι με βασιλικές προδιαγραφές για το ρόλο της πριγκίπισσας Αν, στο «Διακοπές στη Ρώμη» (1953). Την είδε σε κάποιο διαφημιστικό και της ζήτησε ένα δοκιμαστικό, το οποίο άφησε άφωνους όλους στην Παραμάουντ: «Το δοκιμαστικό είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα που έχουν γίνει ποτέ, στο Χόλιγουντ, τη Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο» έγραφε το τηλεγράφημα του προέδρου της κινηματογραφικής εταιρείας. «Ο ρόλος της πριγκίπισσας της πήγαινε γάντι» ήταν το τελικό πόρισμα του Γουάιλερ. Είχε ήδη κερδίσει, από τα αποδυτήρια, το πρώτο (και μοναδικό της) Όσκαρ. Το 1988 δέχθηκε χωρίς συζήτηση της πρόταση της Unicef να γίνει η καινούργια της πρέσβειρα.

«Γεννήθηκα με μια αχόρταγη ανάγκη για τρυφερότητα και μια τρομερή ανάγκη να δίνω» είχε πει κάποτε. Πέθανε από καρκίνο στις 20 Ιανουαρίου του 1993.

Λεπτομέρειες:

  • Την είχε διαλέξει η ίδια η Κολέτ για το ρόλο της Ζιζί, στην παράσταση του Μπροντγουέι, στις αρχές της δεκαετίας του ’50.
  • Η σχέση της με τα ελάφια έχει σχεδόν καρμική εξήγηση. Μια από τις αηδίες που γύρισε ο άντρας της, το «Green Mansions» (1959) είχε ως πρωταγωνιστές την ίδια και το υιοθετημένο της ελαφάκι, τον Ιπ. Τότε ήταν που ο φωτογράφος Μπομπ Γουίλομπι την απαθανάτισε μαζί με τον Ιπ, στους δρόμους του Χόλιγουντ. Οι φωτογραφίες αυτές έχουν μείνει κλασικές.
  • «Αχ! αυτή η κλασική κυρία. Είναι αυτό που στα λατινικά ονομάζεται sui generis. Είναι το αυθεντικό, δεν υπάρχουν άλλα παραδείγματα και δεν θα υπάρξουν ποτέ». Μπίλι Γουάιλντερ
  • «Μέσα σ’ ένα βίαιο και ατελή κόσμο, ήταν η ολοζώντανη απόδειξη ότι ο Θεός μπορεί να δημιουργήσει την τελειότητα». Ρεξ Ριντ
  • «Η ζωή μου ήταν κάτι παραπάνω από ένα παραμύθι. Ακόμα και στις χειρότερες καταστάσεις, πάντα υπήρχε ένα όφελος στο τέλος».
  • «Το στυλ μου μπορεί πολύ εύκολα να αντιγραφεί. Οι γυναίκες μπορούν να μοιάσουν στην Όντρεϊ Χέμπορν τινάζοντας ελαφρά τα μαλλιά τους, αγοράζοντας μεγάλα γυαλιά ηλίου και φορώντας στενά αμάνικα φορέματα» είχε πει κάποτε η ίδια.
  • Για το ρόλο της Χόλι στο Breakfast at Tifanny’s o Τρούμαν Καπότε είχε αρχικά σκεφθεί την Μαίριλιν Μονρόε
  • Κέρδισε ένα μόνο Όσκαρ για το «Διακοπές στη Ρώμη». Η Τζιν Σίμονς, η οποία είχε αρχικώς προταθεί για το ρόλο της πριγκίπισσας κι είχε ορκιστεί να μη δει την ταινία. Όταν την είδε όμως τηλεφώνησε στην Όντρεϊ: «Μόλις είδα το Διακοπές στη Ρώμη και παρά το ότι ήθελα να σας μισήσω, πρέπει να σας πω ότι δεν θα σας έφτανα ούτε στο μισό. Είστε απλώς εξαίσια».
  • Το 1990 το περιοδικό People την ανέδειξε ως μια από τις 50 ομορφότερες γυναίκες του κόσμου.
  • To 1995 ψηφίστηκε από το περιοδικό Empire ως μία από τις 100 πιο σέξι γυναίκες του κινηματογράφου.
  • Ο τάφος της βρίσκεται στο αγαπημένο της ελβετικό χωριό, το Tolechenaz.
  • Αρνήθηκε να παίξει την Άννα Φρανκ, φοβούμενη ότι η ιστορία θα της ξυπνούσε οδυνηρές μνήμες από την Κατοχή στο Άρνεμ.

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα σημαντικά και γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα