Το φως των Χριστουγέννων θα δείξει το δρόμο…
«Ο Γιώργος τρέχει να προλάβει να παραδώσει μια ακόμα παραγγελία. Η Ελένη δουλεύει σήμερα απογευματινή στο σούπερ μάρκετ. Μια παρέα φοιτητών περνάει κάνοντας φασαρία».
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Ο Γιώργος τρέχει να προλάβει να παραδώσει μια ακόμα παραγγελία. «Άλλες τρεις μείνανε και πάμε στα σπίτια μας. Χριστούγεννα λέμε!», φωνάζει μέσα στο βανάκι αλλά ακούει μόνο αυτός τη φωνή του. Στους δρόμους χαμός. Όλοι πήραν το αμάξι και κατέβηκαν στο κέντρο για νταούλια και ζουρνάδες. Εκείνος έχει βάλει την εφαρμογή της ΕΡΤ στο κινητό και ακούει τον σταθμό των Χριστουγέννων.
Εκεί που είναι σταματημένος στο φανάρι στη Σβόλου, βλέπει μια παρέα τριών αγοριών, εκεί γύρω στα δέκα, που διασχίζει κάθετα τον δρόμο για να περάσουν απέναντι. Κρατούν κόκκινα τρίγωνα στο χέρι και φορούν σκουφιά του Αγίου Βασίλη. Κάλαντα. Άραγε ο δικός του θα βγήκε, να πει τα κάλαντα με τους φίλους του; Την ώρα που έφευγε αξημέρωτα από το σπίτι, προσπάθησε να τον ξυπνήσει αλλά ήταν αδύνατο. Ο Άγιος Βασίλης είχες έλθει νωρίς για αυτόν και την μικρή αδελφή του και πέρασε το βράδυ παίζοντας με το νέο παιχνίδι στην PS. Να δούμε αν θα τα καταφέρει να τον ξυπνήσει η μάνα του. Είναι κρίμα να χάνουν την χαρά που δίνουν τα κάλαντα, για ένα κωλοπαιχνίδι της οθόνης. Εκείνος, όταν ήταν στην ηλικία του, την όργωνε τη γειτονιά με τα φιλαράκια του και μετά για μπουγάτσα και κακάο ΑΓΝΟ, με τα κέρδη!
Εκείνη, Ελένη την λένε, δουλεύει σήμερα απογευματινή στο σούπερ μάρκετ. Ταμίας. Τους είπαν να φορέσουν στέκες με κερατάκια ταράνδου. Και να μην της το έλεγαν εκείνη κάτι θα φορούσε. Η δουλειά, δουλειά και η γιορτή, γιορτή. Δεν θα τα βάψουμε μαύρα επειδή έχουμε δουλειά. Θα γυρίσει το βράδυ ψόφια από την κούραση. Για μαγείρεμα ούτε λόγος. Ποιος έχει δύναμη για τέτοια… Θα παραγγείλουν από τον Φάνη στη γωνία πιτόγυρα, θα ανοίξουν και ένα κρασί και θα καθίσουν όλοι μαζί με την τηλεόραση ανοιχτή που θα παίζει «το εορταστικό». Σα να είναι πρώτο τραπέζι πίστα στο καλύτερο μαγαζί αλλά θα φοράνε τις παντοφλίτσες του να ξεκουράσουν τα έρημα τα πόδια, άσε που μπορεί να τους πάρει και ο ύπνος στον καναπέ μπροστά στο δέντρο με τα φωτάκια. Ζωάρα! Αύριο Χριστούγεννα η εκκλησία αρχίζει και τελειώνει νωρίς. Θα πιούν το καφεδάκι τους, θα φάνε τα μελομακάρονα που φέτος της πέτυχαν πολύ (όλοι το λένε, ακόμα και η πεθερά της που τίποτα δεν της αρέσει), θα δώσουν τα δώρα στα παιδιά και μετά θα ετοιμάσει την τηγανιά για το μεσημεριανό τραπέζι. Ο Παύλος είναι αστυνομικός της τροχαίας. Τον έχουν βάλει να συντονίζει τα ασυντόνιστα σε μια διασταύρωση στην Τσιμισκή. Ήταν στραβό το κλήμα το έφαγε και ο γάιδαρος του Fly Over και ήλθε και έδεσε. Κάποτε προσπαθούσε, σφύριζε, μάλωνε με τους οδηγούς που πάρκαραν όπου τους βόλευε, αδιαφορώντας για τους άλλους. Κάποια στιγμή «του την είπε» ο διοικητής, μια μέρα που είχαν μείνει οι δυό τους στο τμήμα και είχαν ανοίξει ένα μπουκαλάκι σπέσιαλ προϊόν κατάσχεσης από μια λέσχη. «Άσε τον κόσμο να κάνει ό,τι θέλει. Εσύ θα τους σώσεις; Προσπαθείς να κάνεις τη δουλειά για την οποία πληρώνεσαι και μπάτσο σε ανεβάζουν, γουρούνι σε κατεβάζουν». Άραξε και αυτός σε μια γωνία, να μην δίνει στόχο, έβαλε και τα ακουστικά στο κινητό, πήρε το καφεδάκι στο χάρτινο ποτήρι και τώρα είναι καλεσμένος στην γιορτή, πρώτο τραπέζι πίστα και αυτός…
Η κυρία Άννα τρέχει να προλάβει να πάει στο κομμωτήριο να βάψει και να χτενίσει το μαλλί. Αύριο Χριστούγεννα την έχουν καλεσμένη τα παιδιά της και δεν της πάει η καρδιά να πάει με το μαλλί άφτιαχτο. Περπατάει αστεία σαν σπασμένη καρέκλα. Τα πόδια της έχουν στραβώσει και έχουν γίνει σαν παρενθέσεις, αλλά εκείνη δεν το βάζει κάτω. Πρέπει να τελειώσει νωρίς με το κομμωτήριο για να πάει να τυλίξει τους λαχανοντολμάδες που θα είναι συνεισφορά της στο εορταστικό τραπέζι των παιδιών. «Οι νέοι τώρα δεν μπαίνουν σε ζόρια», έλεγε στην φίλη της. «Αν δεν τους φτιάξω εγώ, δεν θα έχει λαχανοντολμάδες το τραπέζι τους. Μα γίνεται Χριστουγεννιάτικο τραπέζι χωρίς λαχανοντολμάδες; Εγώ έτσι το βρήκα από τη μάνα μου, έτσι το κάνω. Όταν θα κλείσω τα μάτια μου, θα χαθεί με μένα και αυτό». Ο Πέτρος έχει βρει ένα καινούργιο μέρος, μια εσοχή ανάμεσα σε δύο πολυκατοικίες, που δεν το πιάνει ο αέρας ή η βροχή και το έχει καβατζώσει βάζοντας κούτες χαρτονένιες και στριμώχνοντας εκεί το καρότσι του. Κάποτε ήταν ο «κύριος Πέτρος», βιοτέχνης με σαράντα άτομα προσωπικό. Τέτοιες μέρες το πρόβλημα του ήταν αν θα βρει καλό τραπέζι στις πίστες της εποχής και τι δώρο θα πάρει στην Σούλα, τότε που ήταν στα μέλια τους. Ήλθε, όμως η κρίση, η βιοτεχνία έκλεισε, οι σαράντα έμειναν άνεργοι, η Σούλα πήρε το παιδί και τον παράτησε και εκείνος από «κύριος Πέτρος», έγινε ο Πέτρος ο άστεγος. Τώρα ο πήχης των προσδοκιών έχει χαμηλώσει. Καλά Χριστούγεννα είναι αυτά που τον βρίσκουν υγιή και ζωντανό, με μια καλή καβάτζα για να περάσει το βράδυ στεγνός και χωρίς να κρυώνει πολύ. Ας είναι. Πότε μήλα πότε φύλλα. Άλλοι κρύβονται να μην του πέσει καμιά μπόμπα στο κεφάλι.
Μια παρέα φοιτητών περνάει κάνοντας φασαρία. Μιλούν όλοι μαζί, ενώ γράφουν και στα κινητά τους. Αναβρασμός! Συνεννοήσεις και τηλέφωνα για να βρουν τραπέζι στο καλό το μαγαζί. «Πόση είπε ότι είναι η ελάχιστη κατανάλωση;». «Τι λες ρε μ… τόσα τους λείπουν; Άσε θα κλείσω να πάω σε σαλέ στην Ελβετία. Δε μας βλέπω για πουθενά φέτος. Έχουν χάσει το μυαλό τους. Πάνε να βγάλουν τα σπασμένα από τα χρόνια του covid σε ένα βράδυ. Άσε καλύτερα. Θα πάρουμε μπύρες και θα πάμε στο γνωστό παγκάκι με θέα στη θάλασσα. Πρώτο τραπέζι πίστα, λέμε!».
Ο Στέφανος με την Ελένη σπρώχνουν το καρότσι με το μωράκι τους. Έχουν κατέβει στο κέντρο για βόλτα. Στην αγορά, αλλά χωρίς να έχουν κάτι να ψωνίσουν. Τα δώρα τα έχουν πάρει από μέρες και για το τραπέζι δεν ανησυχούν αφού είναι καλεσμένοι στους γονείς του Στέφανου, που πλέον έχουν μετονομαστεί σε «παππούδες». Κοιτούν το μωράκι τους, που δεν έχει χρονίσει ακόμα και εκείνος τραγουδάει «It’s baby’s first Christmas».
Κάπου μακριά, σε χώρα που ακόμα κάνει ζέστη, ένα ζευγάρι ψάχνει να βρει ένα ήσυχο μέρος να διανυκτερεύσει. Εκείνη είναι ανεβασμένη σε ένα γαϊδουράκι. Είναι στις μέρες της και περπατάει με δυσκολία. Κάπου ψηλά ακριβώς από πάνω τους, ρίχνει το λαμπερό του φως και τους δείχνει τον δρόμο.
Εύχομαι να τον δείξει σε όλους μας. Καλά Χριστούγεννα!