Το καλοκαίρι έπαψε από καιρό να είναι δημοκρατικό. Φως φανάρι.
Το καλοκαίρι από δώρο γίνεται βαθιά ταξικό, χάνει τα χαρακτηριστικά του, μοιάζει ένας τόπος εχθρικός.
Καθώς μπαίνουμε ημερολογιακά στο καλοκαίρι οι κουβέντες των ανθρώπων έρχονται να επιβεβαιώσουν με απόλυτη σαφήνεια αυτό που διαφαίνεται καθαρά τα τελευταία χρόνια, όμως πλέον αποτελεί τη μόνιμη επωδό της φαινομενικά πιο δημοκρατικής εποχής του χρόνου: του καλοκαιριού.
Την απώλεια της παλιάς αιώνιας αίσθησης πως το καλοκαίρι, με έναν τρόπο, είναι για όλους. Την πιο βαθιά του αξία. Τη δημοκρατική αίσθηση του. Το κοινό αίσθημα της ξεγνοιασιάς.
Ανατρέχοντας σε μνήμες της παιδικής μου ηλικίας αλλά και φυσικά εικόνες και αφηγήσεις και των παλαιότερων δεκαετιών, ακόμα όμως και εικόνες της νιότης μου, σε καταστρώματα πλοίων που με ελάχιστα χρήματα μας κατέβαζαν στο Αρχιπέλαγος και στην αγκαλιά των Κυκλάδων, όπου χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις χλιδής ίσως, απολαμβάναμε την ευλογία του ελληνικού καλοκαιριού, πολλές φορές σε κάμπινγκ, σε ενοικιαζόμενα δωμάτια που σήκωνε η τσέπη του καθένα, σε συνθήκες, που όσο ζορισμένος και να ήσουν, παλεύονταν, προσφέρονταν για λίγες μέρες ξεγνοιασιάς και διακοπών.
Η ατάκα που μας μεγάλωσε, τουλάχιστον τους ανθρώπους χωρίς οικονομική άνεση, ήταν η ατάκα των γονιών μας: Το καλοκαίρι δεν θέλεις πολλά για να είσαι καλά. Λίγη αμμουδιά, μια θάλασσα και εκείνους που αγαπάς μαζί σου.
Και ναι ήταν έτσι. Υπήρχαν ανέκαθεν, μετά τον πόλεμο τόποι που υπογράμμιζαν την διαφορά πλούσιων και φτωχών ακόμα και το καλοκαίρι. Αν χαζέψεις για παράδειγμα τις αστραφτερές εικόνες του Slim Aarons από τη Γαλλική Ριβιέρα ή τους τόπους του πανάκριβου αμερικάνικου καλοκαιριού θα αντιληφθείς ότι υπήρχε μια τάξη ανθρώπων που οι ζωές τους, ακόμα και το καλοκαίρι εμφατικά τόνιζε τη διαφορά στην απόλαυση.
Καλοντυμένοι άνθρωποι, φορτωμένοι με τα σύμβολα της δύναμης, φωτογραφημένοι σε κότερα, βίλες, πισίνες, λαμπερά ξενοδοχεία, υπέρλαμπρα εστιατόρια, στρωμένα τραπέζια με ασημένια σερβίτσια, κρατώντας ποτήρια σαμπάνιας προκλητικά στο φακό, έδιναν το σινιάλο μιας όψης του καλοκαιριού. Στις Κάννες, την Καλιφόρνια, την Ύδρα.
Παράλληλα όμως, ακόμα και σε μια διπλανή παραλία, μπορούσες να δεις, λίγα μέτρα από τις πολυτελείς σεζ-λονγκ, μια οικογένεια να έχει απλώσει ένα τραπεζομάντηλο και να απολαμβάνει ένα μεσημεριανό μαγειρεμένο στο σπίτι, ένα ζευγάρι να ανταλλάσει αλμυρά φιλιά σε μια πετσέτα κάτω από ένα αρμυρίκι, παιδιά να παίζουν ανέμελα στη σιγαλιά ενός μεσημεριού ενός ελληνικού νησιού.
Μια εικόνα μοιρασιάς, ακόμα και εκεί που τα σημάδια του πλούτου έβαζαν το σύνορο. Η πρώτη φορά που με σόκαρε μια καλοκαιρινή εικόνα αποκλεισμού είναι τον Αύγουστο του 2000 στο Βαραδέρο της Κούβας. Το πεντάστερο, ισπανικών συμφερόντων ξενοδοχείο που μέναμε, καταλάμβανε όλη την υπέροχη λευκή παραλία. Τουρίστες, όπως εμείς, απολάμβαναν, αστακούς στις ξαπλώστρες, ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω, πίσω από μια απειλητική για τον ανεπιθύμητο περίφραξη, συνωστίζονταν σε ελάχιστα μέτρα άμμου εκατοντάδες κουβανοί, σχεδόν όρθιοι, διότι δεν υπήρχε χώρος για κείνους, ανάμεσα στα ατέλειωτα ξενοδοχεία για να κάνουν μια βουτιά.
Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, η περίφραξη εκείνη έχει μεταφερθεί πλέον σε κάθε σημείο της Ελλάδας, τόσο εμφατικά, τόσο απροκάλυπτα, τόσο ισοπεδωτικά.
Οι παραλίες που μεγαλώσαμε εμείς και τα παιδιά μας δεν ανήκουν πια παρά σε οργανωμένα συμφέροντα που στο όνομα μιας ανεξέλεγκτης τουριστικής ανάπτυξης παραδίδονται άνευ όρων για να μεταμορφωθούν σε υπαίθριες κιτς εκθέσεις επίπλων, που για να τολμήσεις να πλησιάσεις και να απολαύσεις, αν μπορεί να σταθεί αυτό το ρήμα σε ένα τόπο τέτοιου είδους μια βουτιά, ακουμπάς για μια οικογένεια το 1/4 του κατώτατου μισθού. Η όχληση δε από την αδιανόητη ηχητική ρύπανση είναι εφιαλτική. Η σιγαλιά του θέρους έχει πεθάνει μαζί με τις ψευδαισθήσεις του.
Μαζί με την κατάληψη των παραλιών ακολουθούν φυσικά και τα όνειρα των διακοπών. Η λέξη παραθερισμός που ήταν κάποτε ταυτόσημη της ζωής πολλών ανθρώπων έτσι και αλλιώς φορά πλέον ίσως κάποιους λίγους συνταξιούχους, αν αφορά και αυτούς.
Ξεκινώντας να μιλήσει σήμερα ένας μέσος Έλληνας για διακοπές προφανώς βρίσκεται αγκαλιά με την απόγνωση. Από τα μεταφορικά και το κόστος τους μέχρι τη διατροφή και φυσικά τη μέση τιμή ενός καταλύματος σε ένα λιγότερο δημοφιλή προορισμό, δεν μιλάμε για τα νησιά πρώτης εθνικής κατηγορίας, κάθε σκέψη μοιάζει πλέον απαγορετική.
Ακόμα και μια κοντινή βουτιά στα αστικά κέντρα μοιάζει πονοκέφαλος.
Το ιδανικό ελληνικό καλοκαίρι έχει μετατραπεί ένα φαντασιακό, δυστοπικό σύμπαν, που εικονογραφείται μόνο σαν διαφήμιση ενός πεντάστερου με τούλια να ανεμίζουν πλάι ιδιωτικές πισίνες δωματίων, τόπων που κανονικά το νερό δεν φτάνει ούτε για να ποτίσουν τα ελάχιστα φυτά που φύονται στον ξερότοπο.
Η αίσθηση του αλλοιωμένου ελληνικού τοπίου πληγώνει ανεπανόρθωτα. Τραυματίζει ακόμα και τη μνήμη, μοιάζει αδιαχείριστη.
Το άνοιγμα της οικονομικής ψαλίδας γίνεται πια με τυρανική έμφαση, σαν μια προσβολή στην αξιοπρέπεια μας, στη νοημοσύνη μας, σε ένα αίσθημα δικαίου που απωλέσαμε και απλά αποδεχόμαστε ότι αυτός ο κόσμος, αυτός ο τόπος, αυτή η καθημερινότητα, δεν μας ανήκει, με έναν τρόπο περνά από ένα κοινό καλό σε άλλα χέρια, λίγα, ότι βίαια σβήνονται τα ίχνη των κοινωνικών τάξεων και μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ μιας ελίτ που χτίζει μεθοδικά μια νέα παγκόσμια κατάσταση, βάζοντας απέναντι της όλους τους υπόλοιπους ως απόκληρους.
Το καλοκαίρι από δώρο γίνεται βαθιά ταξικό, χάνει τα χαρακτηριστικά του, μοιάζει ένας τόπος εχθρικός. Μακριά από την ανθρωπιά, τη γαλήνη και την πεμπτουσία της ανθρώπινης συνάντησης και απόλαυσης του τοπίου, που μάθαμε από παιδιά. Κανένα ΑΙ δεν θα το περιγράψει ποτέ όπως η ψυχή μας. Κρίμα.