Το μεγάλο παζάρι
Η τελευταία πράξη του δράματος που λέγεται μεταπολίτευση, αυτό τον Απρίλη, θα χαρακτηριστεί από απίστευτη κινητικότητα στα πολιτικά κόμματα. Κινητικότητα όχι όπως συνηθίζεται προεκλογικά, με συγκεντρώσεις, στρογγυλά τηλεοπτικά τραπέζια, δημόσιους διαξιφισμούς. Ανθρώπινη κινητικότητα. Κάθετη, οριζόντια, διαγώνια. Πρώην στελέχη του ενός κόμματος θα τα δούμε στο άλλο. Αλλά και νέα, «άφθαρτα» πρόσωπα, με τον εξίσου άφθαρτο […]
Η τελευταία πράξη του δράματος που λέγεται μεταπολίτευση, αυτό τον Απρίλη, θα χαρακτηριστεί από απίστευτη κινητικότητα στα πολιτικά κόμματα. Κινητικότητα όχι όπως συνηθίζεται προεκλογικά, με συγκεντρώσεις, στρογγυλά τηλεοπτικά τραπέζια, δημόσιους διαξιφισμούς. Ανθρώπινη κινητικότητα. Κάθετη, οριζόντια, διαγώνια. Πρώην στελέχη του ενός κόμματος θα τα δούμε στο άλλο. Αλλά και νέα, «άφθαρτα» πρόσωπα, με τον εξίσου άφθαρτο καημό της αναγνώρισης, της καρέκλας βεβαίως βεβαίως, της «καταξίωσης» ακόμα και με κόμματα ηθικά, αξιακά χρεοκοπημένα πολύ πριν χρεοκοπήσουν τη χώρα, θα κάνουν την εμφάνισή τους στα ψηφοδέλτια. Για να αναπτερώσουν τις ελπίδες των κομμάτων να μη «μαυριστούν» τελείως όταν έρθει η ώρα της κάλπης. Θα δούμε δηλαδή το γνωστό θέατρο σκιών που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «προεκλογικό αγώνα». Αλλά, αυτή τη φορά, με ουκ ολίγα νέα πρόσωπα στον μπερντέ.
Και αυτό προκαλεί τον μεγαλύτερο προβληματισμό. Αυτή η εντυπωσιακή μετάγγιση, στα δυο μεγάλα κόμματα, νέου, φρέσκου αίματος, ανθρώπων από πολλούς και διάφορους χώρους: αθλητές, δημοσιογράφους, ηθοποιούς, συγγραφείς, τραγουδιστές. Ανθρώπους που έσπευσαν, στην κρίσιμη αυτή στιγμή, που τα κόμματα-νεκροθάφτες της σύγχρονης Ελλάδας έψαχναν, για πρώτη φορά στην προεκλογική ιστορία τους τόσο απελπισμένα, τόσο εναγωνίως, νεοσύλλεκτους για τους εκλογικούς στρατούς τους, να δηλώσουν «παρών». Άνθρωποι με βιώματα όπως όλοι μας, που θα μπορούσαν να είναι – ή σε κάποιες περιπτώσεις όντως είναι – φίλοι, γνωστοί, συνοδοιπόροι μας στα δύσβατα, φιδωτά μονοπάτια της ζωής. Ομήλικοι, με τους οποίους ζήσαμε την άνοδο και την παταγώδη πτώση της πράσινης «Αλλαγής» στα τιμημένα 80ς, την επέλαση του λαϊκοπόπ νεοπλουτισμού στα ανέμελα, ηδονικά 90ς, τη φούσκα του εύκολου χρηματιστηριακού πλουτισμού στην αυγή της νέας χιλιετίας με το εντυπωσιακό πυροτέχνημα λήξης αυτής της επίπλαστης ευζωίας που λεγόταν Ολυμπιακοί Αγώνες.
Έκτοτε ξεκίνησε, αργά αλλά αναπόφευκτα, ανεπαίσθητα αλλά άνευ επιστροφής, η από καιρό προαναγγελθείσα – για όσους μπορούσαν να δουν – αποδόμηση αυτού του πύργου από τραπουλόχαρτα που λεγόταν… πώς να το λέγαμε άραγε; Το μεγάλο ψέμα; Ήρθε η εξάτμιση μιας ψευδαίσθησης που βόλεψε πολλούς, βύθισε ακόμα περισσότερους σε έναν ηδονοθηρικό καταναλωτισμό χωρίς μνήμη, αυτογνωσία, προβληματισμούς. Σαν να μην υπήρχε αύριο. Σαν να μην υπήρχε ούτε χθες. Μόνο η ευκολία του σήμερα, η αμέριμνη, στιγμιαία απόλαυση ενός σήμερα-φραπέ. Όμως, αποδεικνύεται ότι παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τώρα, λίγο πριν ακολουθήσει η πλήρης κατάρρευση του κομματικού σκηνικού – διότι αυτή η υπερκινητικότητα δεν μπορεί παρά να ακολουθηθεί από την ολοκληρωτική του, εκ των έσω, αποσύνθεση – υπάρχουν πολλοί κατά τα άλλα σκεπτόμενοι, δημιουργικοί, «υποψιασμένοι» άνθρωποι πρόθυμοι να δανείσουν την αθωότητά τους, τα άφθαρτα από τα κομματικά φτιασιδώματα πρόσωπά τους στα κόμματα, για να τα εμπορευτούν στα προεκλογικά παζάρια με αντάλλαγμα μερικές πολύτιμες πια, πολύ πολύτιμες, ψήφους. Έτοιμοι να πουληθούν στο μεγάλο προεκλογικό παζάρι που οι αμόλυντες, άσπιλες υπάρξεις όπως οι δικές τους, πιάνουν πολλές ψήφους.