Το μοναχικό της καλοκαίρι
Είναι και κάτι φορές που η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια...
Πάνε τρεις μήνες που ξενοίκιασε το σπίτι. Όχι τίποτε σπουδαίο, ένα δυάρι στη Ροτόντα. Τριακόσια είκοσι ευρώ με το χαρτόσημο. Πολυκατοικία του εξήντα. Το πλήρωναν από μισό με τον Παντελή. Δυόμιση χρόνια άντεξαν μαζί. Τελευταία πιο πολλές ήταν οι γκρίνιες για τα χρέη, παρά οι χαρές. Χώρισαν στην αρχή του χειμώνα. Με τα πρώτα πετρέλαια.
Τα πρώτα ανεβασμένα κοινόχρηστα. Είπε να το κρατήσει μόνη. Είχε τη σκασίλα του χωρισμού, να γύρναγε και στη μάνα της… Έπιασε και τρίτη δουλειά. Το πρωί αναπληρώτρια σε ένα σχολείο στη Χαλάστρα, μίαμιση ώρα να πάει και μιάμιση νάρθει. Τρία απογεύματα τη βδομάδα ιδιαίτερα σε ένα πιτσιρίκι αδύναμο στα φιλολογικά και κάθε Σάββατο και Κυριακή κρατούσε δυο δίδυμα για να βγαίνουν οι γονείς τους.
Τα βόλευε κάπως, αν δε γλιστρούσε μια μέρα σε ένα πεζοδρόμιο και δεν έσπαγε τα δόντια. Κάτω γνάθος κατεστραμμένη. Στα καλά καθούμενα. Και ένα μήνα με μώλωπες μακριά από τη δουλειά και τα χρέη που συσωρεύτηκαν, μετρητό δεν έμπαινε καθόλου και μετά τα δόντια. Δύο οκτακόσια για να φτιαχτούν. Σε μέτριο οδοντίατρο στην Τούμπα και όχι στο φιρμάτο στη Μητροπόλεως, που την έστειλε η κυρία που της κρατούσε τα παιδιά. Η μόνη λύση για να τον πληρώσει ήταν το δάνειο. Ξενοίκιασε το σπίτι και γύρισε στο πατρικό. Παναγία Φανερωμένη. Η πολυκατοικία γεμάτη πια μετανάστες. Και το παιδικό της δωμάτιο τι να πρωτοχωρέσει. Καλοκαίριαζε πια. Τις εξόδους τις έκοψε εκ των πραγμάτων.
Τα κορίτσια είπαν για Μαζωνάκη. Πλάκα θα είχε. Το ξέχασε το ίδιο απόγευμα. Έβγαινε στο μπαλκόνι της πρασιάς και κάπνιζε. Είχε και τα μπάιπας του πατέρα της. Πού να καπνίσεις μέσα στο σπίτι. Βγες καμιά βόλτα, της έλεγε η μάνα της, θα μαραθείς. Καλοκαιρινά ρούχα είχε να πάρει δυο χρόνια. Πέρσι κράτησαν τα λεφτά με τον Παντελή και πήγαν δέκα μέρες σε κάμπινγκ στην Κρήτη. Φέτος λογάριαζε να πάει κάπου σε δωμάτιο. Μεγάλωσε και κουράστηκε να κοιμάται κατάχαμα. Τα λογάριασε και έτσι και αλλιώς δεν της έβγαινε. Και όταν οι άλλες έβγαλαν τα εισιτήρια για την Κω, τους είπε να μην την υπολογίζουν φέτος. Το δάνειο την έπνιγε και ας της έλεγε ο πατέρας της να μη σκάει. Πως κάτι θα έκανε και κείνος. Τα εξακόσια ευρώ της σύνταξης το μήνα ήταν ανέκδοτο. Σκέφτηκε να πάει μια βδομάδα στην Ήπειρο. Η μάνα της κατάγεται από ένα χωριό ψηλά στη Βωβούσα. Περνούσαν παλιά τα καλοκαίρια στο σπίτι του παππού. Ψηλοέρημο πια. Τηλεφώνησε στα ξαδέρφια της, λέω να κατέβω. Μην έρθεις της είπαν, θα μαυρίσει η ψυχή σου. Φεύγουν όλοι μετανάστες, ξανά μανά στην Αυστραλία δεν έμεινε νέος άνθρωπος στο χωριό.
Την άδεια την έφαγε στο πήγαινε έλα. Μια μέρα σε μια πισίνα με κάτι συναδέλφους. Πήρε δυο ποτά και άραξε στον ήλιο. Ένα Σαββατοκύριακο στα Φλογητά στο σπίτι του αδερφού της με τα παιδιά και τα σκυλιά. Και τρεις μέρες στο κάμπινγκ το φοιτητικό, γκοτζάμ γαιδούρα. Ένα βράδυ την έπιασε το παράπονο στο μπαλκόνι και έκλαψε. Τι στο διάολο κάνω στραβά, σκέφτηκε.
Τον Αύγουστο άρχισε να προγυμνάζει ένα μαθητή για την επόμενη χρονιά. Κάθε μέρα δυο ώρες. Και κρατούσε και τα δίδυμα τα απογεύματα που η μάνα τους έκανε βελονισμούς και τάι τσι. Μια νύχτα στην Παναγία Φανερωμένη ανέβηκε στην ταράτσα. Η νύχτα ήταν ξάστερη. Έκανε ένα τσιγάρο, είδε τους Ρώσους απέναντι να πίνουν μπύρες. Του χρόνου, σκέφτηκε, αν δε σπάσω κανένα δόντι, μια βδομάδα σε τετράστερο θα την πάω. Όσο και αν κοστίσει. Να νιώσω σαν τα κορίτσια των διαφημίσεων.