Το συνδικάτο της καλοσύνης
του Νίκου Βράντση Μια ιστορία για ένα γλυκό παιδί Για το γλυκό παιδί δεν πρόλαβα να γράψω έγκαιρα. Έπρεπε πρώτα να χαθεί για να το θυμηθώ. Και τώρα γιατί πια να φωνάξω; Δεν είναι μάταιο; Χάθηκε το γλυκό παιδί με τα μελένια μάτια. Χάθηκε κείνο το κρυφό, το ανεκδήλωτο χαμόγελο. Έμειναν μόνο δυο μειλίχιες, ευγενικές […]
του Νίκου Βράντση
Μια ιστορία για ένα γλυκό παιδί
Για το γλυκό παιδί δεν πρόλαβα να γράψω έγκαιρα. Έπρεπε πρώτα να χαθεί για να το θυμηθώ. Και τώρα γιατί πια να φωνάξω; Δεν είναι μάταιο; Χάθηκε το γλυκό παιδί με τα μελένια μάτια. Χάθηκε κείνο το κρυφό, το ανεκδήλωτο χαμόγελο. Έμειναν μόνο δυο μειλίχιες, ευγενικές λάμψεις σε μια φωτογραφία, που κρούει τον σπαρακτικό συναγερμό για όλες τις υπό εξαφάνιση γλυκές ματιές που χάνονται.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι εννοούσαν όταν μιλούσαν για την αυτοκτονία του γλυκού παιδιού. Τί εννοούν αυτοκτονία; Ότι αποφάσισε να αυτοκτονήσει; Η αυτοκτονία είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο απομονωμένα. Μόνο όταν είναι μόνη της η αυτοκτονία και μόνο όταν την κοιτάς από το στείρο μικροσκόπιο ενός καραφλού ιατροδικαστή μπορεί να συνεχίσει να λέγεται αυτοκτονία. Για τους υπολοίπους η αυτοκτονία δεν υπάρχει σαν λέξη που σηματοδοτεί το γεγονός. Γιατί το γεγονός έχει ένα παρελθόν και ένα μέλλον. Και αν αποφασίσεις να μη δεις μόνο τη στιγμή του γεγονότος, αλλά να εντάξεις τη στιγμή μέσα στο παρελθόν που οδήγησε στην απόφαση και στο μέλλον που αφορά τις συνέπειες που έχει αυτή η απόφαση, αυτοκτονία και αυτοχειρία δεν υπάρχει. Γιατί κανείς δεν αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Απλά ωθείται αργά, μεθοδικά στο χείλος του γκρεμού. Ζερβά του φυσά η απελπισία, δεξά φυσά η ελπίδα. Και το γλυκό παιδί στεκότανε στη μέση και έγλειφε τα χείλη της αβύσσου. Αλλά δεν ξέρουμε ακόμα και ούτε ο ιατροδικαστής θα μας το πεί, αν το γλυκό παιδί έδωσε σάλτο γιατί ένας άνεμος υπερίσχυσε του άλλου, ή απλά ένας άνεμος έπαψε πια να πνέει.
Για αγέρηδες και θύελλες είπαμε να μιλήσουμε ερήμην του γλυκού παιδιού που μόνο αυτό γνώριζε το δράμα. Χρόνια βρισκόταν στον γκρεμό και ο τρόμος τον συρρίκνωσε, τον εκμηδένισε, έμενε μόνο ο τρόμος και δυο μάτια αγνά και φοβισμένα. Κάνε θεέ μου να μη σταματήσει να φυσά η ελπίδα, κάνε θεέ μου να φουσκώσει το αγέρι της αγάπης που θα με σηκώσει από την άβυσσο τούτη. Κάνε θέε μου κάποιος να με προσέξει που φοβούμαι και μικραίνω όλο και πιότερο απ’ τον φόβο. Και θα μείνω μια στάλα και κανείς πια δε θα με προσέχει, και ο άνεμος θα πάψει της ελπίδας και θα πέσω και θα σκουντουφλήσω και θα μείνουν μόνο δυο μάτια. Αυτή είναι η ιστορία του γλυκού παιδιού που βούτηξε. Και αν κοτάτε συνεχίστε να μιλάτε για αυτοκτονία. Τέτοιες αυτοκτονίες μικρόμυαλοι γεμάτος είναι ο κόσμος μας και μεις για να σωθούμε λέμε απαξιωτικά: «α τον δειλό, α τον κιοτή, α τον αυτόχειρα, τον παλαβιάρη», αντί να πούμε στο καθρέπτη «φτου σου ρε κάθαρμα, άλλη μια ευαισθησία άφησες να πάει χαμένη, άλλη μια ελπίδα άφησες να σου γλιστρήσει, άλλη μια ευκαιρία να στρώσει ο κόσμος, να ρθει στα ίσα του άφησες να πετάξει, κάθαρμα, χαμένε».
Το γλυκό παιδί το δείχναν με το δάκτυλο όταν περνούσε. Γελούσαν και χτυπούσαν και βασάνιζαν. Και το γλυκό παιδί πια δεν μπορούσε να ξεχωρίζει τα γέλια από το βάσανο. Για αυτό το γέλιο δεν ήταν κάτι άλλο από βάσανο. Στεκόταν στην γωνιά διστακτικό, γεμάτο αμφιβολίες, γεμάτο ερωτήματα για το πόσο λάθος ήταν, γεμάτο ονειροπόλιες για το πώς θα σηκωνόταν και θα δινε μια στον ντουνιά και στα αληταριά και όλοι θα το βούλωναν και θα σκάγανε και η δικαιοσύνη θα επέστρεφε στον κόσμο. Αλλά κάθε πρωί ντυνόταν όσο γινόταν πιο διακριτικά, καθόταν όσο το δυνατόν πιο απόμερα, μιλούσε όσο το δυνατόν λιγότερο, για να είναι όσο το δυνατόν πιο αδιάφορη η παρουσία του. Ο φόβος. Αυτός ο ρημάδης ο φόβος είναι που εκμηδένισε το γλυκό παιδί. Και το εκμηδένισε γιατί δεν έχει ο κόσμος χώρο για τα γλυκά παιδιά. Πρέπει να τα κάνει να φοβούνται, να τα διαπαιδαγωγεί στην κτηνωδία ή να τα συντρίβει στην δειλία και το περιθώριο. Γιατί αν τα γλυκά παιδιά νικήσουν, ο φόβος δια παντός θα χαθεί. Αλλά ο φόβος είναι πονηρός, διάολος είναι και δεν υποτάσσεται εύκολα. Στέλνει τους αντιπροσώπους του, κάτι ελαφρόμυαλους διακόνους της βλακείας, να σπείρουν το παραλυτικό του μήνυμά, να διακονήσουν με επιμέλεια την βία.
Και έτσι το παιδί σιγά σιγά μίκραινε. Φώναζε από μέσα του βοήθεια αλλά κανείς δεν άκουγε. Όλοι ήταν απασχολημένοι. Όλοι ζητούσαν από το μικρό παιδί να μιλήσει τη συνηθισμένη γλώσσα. Κανείς δεν άκουγε τα λόγια των ματιών που απέμεναν να ζητούν σκοινί να βγουν από την λάσπη, να τραβηχτούν από τον λιθοβολισμό. Στο πηγάδι του φόβου το παιδί και να φωνάζει ξέπνοα: βοηθάτε με, και κανείς να μην ακούει, κανείς να μη σκύβει στο πηγάδι, παρά μόνο για να φτύσει, να σπρώξει πιο βαθιά, πιο κάτω.
Οι δασκάλοι να αναρωτιούνται δήθεν σκεπτικά και πονετικά, γιατί το γλυκό αυτό παιδί, άλλοτε σπίρτο, πια προτιμούσε τη σιωπή. Πονετικά τάχα μου, αλλά με κείνο το τιμωρητικό το ύφος, το απογοητευμένο, λες και το γλυκό παιδί ήταν μια μηχανή με προσανατολισμό μονάχα να αποδίδει στα κελεύσματα των δασκάλων. Οι σπόροι βλαστάνουν την άνοιξη, και όταν ο καιρός είναι μονίμως χειμωνιάτικος δεν καρπίζουν. Και τα τρυφερά βλαστάρια, αυτά με τις περισσότερες δυνατότητες είναι τα πρώτα που χάνονται, γιατί δεν τα φροντίζουν. Και οι δασκάλοι ξύνουν ακόμα το κεφάλι, φορούν ακόμα και μετά θάνατον ελπίδας, το προσωπείο της απορίας για να μην αποκαλύψουν το αδιάφορο πρόσωπό τους. Η αδιαφορία, η υποκριτική εμμονή στο καθήκον που αρχίζει και τελειώνει με το εργατικό ωράριο. Αμ δε. Το καθήκον είναι εκεί ολημερίς και οληνυχτίς. Και αυτό ξεχωρίζει τον ένοχο από τον αθώο. Δυο τρεις ήταν οι αθώοι που γνώρισα εγώ στο σχολείο μου. Ο μέσος όρος εκεί κάπου είναι. Και αυτοί οι δυο τρεις είναι συνήθως εκείνοι που συγκεντρώνουν την αντιπάθεια των πολλών για τις αλλόκοτες συνήθειες να φυτρώνουν κει που δεν τους σπέρνουν, να μιλούν παράξενα για δικαιώματα και εναλλακτικούς τρόπους διδασκαλίας.
Στο σπίτι το γλυκό παιδί δεν μπορούσε να μιλήσει. Τι να πει; Να ντροπιαστεί μπροστά σε γονείς που στέκουν υπερήφανοι μόνο όταν ακούν καλά πράγματα από τους τρίτους, τον περίγυρο. Καλός μαθητής, καλός αθλητής, καλός μαλαγάνας; Πουθενά καλή καρδιά; Η καλή καρδιά που ‘ναι ρε; Γιατί κανείς δεν μετράει με αυτό το μέτρο; Και βιαζόταν να πάει από τη μοναξιά του σχολείου, στην μοναξιά του δωματίου. Ίσως να ακούσει μια μουσική, ίσως να διαβάσει ένα μαγικό βιβλίο που θα τον ταξιδέψει σε έναν άλλον κόσμο, ίσως μια τέχνη, μια διαφυγή από αυτόν τον κόσμο τον παλιό, τον σκληρό, από το κτηνοτροφείο. Μια τέχνη να του επιτρέπει να μουρμουρίζει: Να είμαι ο αστυνόμος που εξιχνιάζει το μυστήριο και εξισσοροπεί την αδικία, να είμαι ο μάγος που σώζει τον κόσμο από τις δυνάμεις την καταστροφής, να είμαι ο ήρωας που διακριτικά δέχεται γροθιές και αντι-χαρίζει φιλιά και αγκαλιές. Να μην είμαι αυτός που κατήντησα. Και το γλυκό παιδί συρρικνωνόταν στην μοναξιά, και την σιωπή του φόβου που του δημιουργούσαν. Και δεν είχε πού να σταθεί. Μια κουβέντα αγάπης, μια κουβέντα να του υπενθυμίσει ότι είναι το γλυκό παιδί. Κανείς δεν το αγκάλιασε να του πει έλα εδώ, εγώ είμαι για σένα εδώ, δεν θα σε αφήσω.
Βούλιαζαν τα μάτια στην απελπισία. Τουλάχιστον να προφυλαχτώ στη σιωπή μου. Να μην μάθουν και οι υπόλοιποι ποιος κατάντησα. Να με θυμούνται τουλάχιστον σαν το γλυκό παιδί και όχι σαν το παιδί που το χτυπούν και το σέρνουν. Η βία και η ενοχή έσπρωξε το γλυκό παιδί και έδωσε το σάλτο. Η μοναξιά που αύξανε. Έγλειφε τον γκρεμό καιρό τώρα. Ένοχοι είμαστε γιατί δεν σταματήσαμε όλα εκείνα που κάνανε τον γκρεμό γοητευτικό.
Συγνώμη κόσμε που δεν προσπάθησα από κτηνοτροφείο να σε κάνω να αξίζεις. Συγνώμη που δεν μάχομαι για τα γλυκά, καλοσυνάτα μάτια. Μπρος να φτιάξουμε συνδικάτο. Το συνδικάτο της καλοσύνης, που θ’ αρπάξει φτυάρι και αξίνα και θα οργώνει αυτήν την αγριάδα της ανθρώπινης ύπαρξης, που σαν αέρας και νερό θα ισιώνει και θα τρώει τα βουνά του φόβου που φυλακίζουν την ελπίδα.
Συγνώμη γλυκό παιδί! Άλλη φορά θα προσπαθήσω να σε σώσω! Συγνώμη φίλε μου!