Top Gun: Maverick: Απόπειρα «αρμέγματος» ενός αγαπητού franchise;
Είδαμε την πολυσυζητημένη ταινία και απαντάμε στο ερώτημα αν αξίζει τις 2 ώρες και 11 λεπτά που διαρκεί
Με περισσότερα από τριάντα χρόνια υπηρεσίας ως ένας από τους καλύτερους πιλότους της αεροπορίας, ο Πιτ «Μάβερικ» Μίτσελ (Τομ Κρουζ) βρίσκεται εκεί όπου ανήκει, δουλεύοντας ως εκπαιδευτής πιλότων κι αποφεύγοντας την προαγωγή σε βαθμό που θα τον «προσγείωνε».
Όταν αναλάβει την εκπαίδευση μιας διμοιρίας αποφοίτων για μία εξιδεικευμένη αποστολή, όμοια της οποίας κανένας πιλότος δεν έχει συναντήσει, ο Μάβερικ συναντά τον Υποσμηναγό Μπράντλεϊ «Ρούστερ» Μπράντσο (Μάιλς Τέλλερ), γιο του εκλιπόντα φίλου του, Υποσμηναγού Νικ «Γκους» Μπράντσο.
Απέναντι σε ένα αβέβαιο μέλλον, αλλά και φαντάσματα του παρελθόντος, ο Μάβερικ έρχεται αντιμέτωπος με τους βαθύτερους φόβους του, που αποκρυσταλλώνονται σε μια αποστολή η οποία απαιτεί την απόλυτη θυσία από όσους συμμετάσχουν σε αυτήν.
36 χρόνια μετά από την πρώτη ταινία κι έχοντας ήδη πολλαπλές αναβολές στην πλάτη της, η αίσθηση στην αίθουσα ήταν κάπως μουδιασμένη. Μήπως πρόκειται για ακόμα μια απόπειρα «αρμέγματος» ενός αγαπητού franchise; Ευτυχώς όχι.
Μπαίνοντας στην αίθουσα δεν περιμένει κανείς να δει την ταινία που θα του αλλάξει τη ζωή, αυτήν που θα μιλάει για την ανθρώπινη φύση και την κοινωνία, αλλά μια ταινία κατά την οποία θα περάσει όμορφα και θα ξεχάσει για ένα δίωρο ό,τι συμβαίνει έξω και αυτό η ταινία το πετυχαίνει στο έπακρο.
Η ταινία διαθέτει μια ρετρό αισθητική των 80s, ενώ εκτυλίσσεται και θίγει, βέβαια επιδερμικά, ζητήματα του σήμερα -όπως για πόσο ακόμα θα χρειάζονται πιλότοι για τα αεροσκάφη-, δίνοντας την αίσθηση ότι βεβιασμένα θέλει να αναπαράγει την αίσθηση της πρώτης ταινίας Top Gun (1986).
Βασίζεται αρκετά στη νοσταλγία αναδημιουργώντας τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές της πρώτης, όπως η σκηνή του beach volley. Ακόμα κι αν δεν προκύπτουν οργανικά στην ιστορία, προσδίδουν μία νοσταλγία και μια fun διάθεση δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του οικείου στον θεατή.
Χρησιμοποιείται αριστοτεχνικά το υλικό της πηγής, φέρνοντας στο επίκεντρο μια «πατρική» σχέση αγάπης-μίσους μεταξύ του Μάβερικ και του Ρούστερ, γιατί ακόμα κι αν δεν είναι βιολογικός του πατέρας, ο Μάβερικ είναι η πατρική φιγούρα που στερήθηκε ο Ρούστερ με τον πρόωρο θάνατο του Γκους. Με την πρώτη εμφάνισή τους στην οθόνη τους γνωρίζουμε ήδη μαζί με το backstory τους, δίχως να αναλωνόμαστε σε μια φλύαρη πρώτη πράξη. Ωστόσο, ο τρόπος που οι δημιουργοί έχουν διαχειριστεί όλους τους χαρακτήρες είναι πολύ generic καθώς χρησιμοποιούν ακριβώς την ίδια παλέτα με την πρώτη ταινία.
Ο Ρούστερ, δηλαδή, αποτελεί μια «φωτοτυπία» του πατέρα του έχοντας μάλιστα το ίδιο ακριβώς μουστάκι και φορώντας τα «κλασσικά» χαβανέζικα πουκάμισα που φορούσε ο Γκους 36 χρόνια πριν, ενώ ο Τζέικ «Χανγκμαν» Σερεσίν δεν είναι τίποτα άλλο από τον Iceman 2.0 (τον χαρακτήρα που υποδύθηκε ο Βαλ Κίλμερ στην πρώτη ταινία). Ωστόσο, αυτό είναι που κάνει τους χαρακτήρες αμέσως αναγνωρίσιμους και δεν αναλώνεται σε ανούσιες εισαγωγές.
Στον πυρήνα της, η ταινίας μιλάει για την αγωνία ενός πατέρα να μην χάσει το παιδί του σε μια στρατιωτική αποστολή. Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μάβερικ είναι αυτός που θα αποφασίσει ποιος θα πάει σε αυτήν την αποστολή αυτοκτονίας και ποιος θα μείνει «κολλημένος» στο έδαφος.
Από την άλλη, η έντονη ανάγκη του Ρούστερ για επιβεβαίωση και ενθάρρυνση οδηγούν τον Μάβερικ στο μεγάλο δίλλημα: να διακινδυνέψει την ακεραιότητα του «γιού» του ή το ενδεχόμενο να μην του ξαναμιλήσει ποτέ; Η μεταξύ τους σχέση είναι αυτό που χρωματίζει συναισθηματικά όλη την ταινία. Η χημεία του Κρουζ και του Τέλλερ είναι εμφανής στην οθόνη, και ακόμα κι αν οι ερμηνείες τους δεν είναι πρωτοφανείς, είναι αρκετές για να εισάγουν τον θεατή στη σχέση τους.
Το δυνατό χαρτί της ταινίας είναι οι σκηνές των αερομαχιών που κόβουν την ανάσα. Είναι καλογυρισμένες και σε συνδυασμό με την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει στη μίξη ήχου σε κρατάνε στην άκρη του καθίσματος. Ο ήχος παίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της έντασης γι’ αυτό και πιστεύω ότι η θέαση θα έχανε σε κάποιο θερινό κινηματογράφο σε σχέση με μία αίθουσα multiplex.
Ωστόσο, ο τρόπος κινηματογράφησης των σκηνών αυτών κρατάει το κλειδί της επιτυχίας τους. Ο Τομ Κρούζ είναι γνωστός για το πάθος του να εκτελεί τις επικίνδυνες σκηνές χωρίς κασκαντέρ και για τις πάμπολλες άδειες που κατέχει -από αεροσκάφη F-18 μέχρι μεσίτη-. Ένας από τους όρους για να αναμειχθεί στην ταινία ήταν να χρησιμοποιηθούν αληθινά αεροσκάφη για τις αερομαχίες κι όχι CGI.
Ο τρόπος αυτός δεν είναι μόνο πιο δαπανηρός και εξαιρετικά επίπονος και για τους ηθοποιούς, καθώς, σύμφωνα με τον Τέλλερ, 3 στους 6 ηθοποιούς υπέφεραν από αναγούλες και ναυτίες, αλλά παραμένει η πιο σοφή επιλογή των παραγωγών της ταινίας.
Οι ηθοποιοί δεν χρειάζεται να υποδυθούν τους πιλότους, να φανταστούν πώς νιώθουν οι άνθρωποι στα μαχητικά αεροσκάφη, γιατί το ζουν εκείνη τη στιγμή και αυτό προσδίδει γλαφυρότητα στις ερμηνείες τους. Οι ηθοποιοί που φαίνονται να πετούν αεροσκάφη στην ταινία ήταν υπεύθυνοι για την ίδια τους τη κινηματογράφηση, για το πώς θα φροντίσουν το φωτισμό και το μικρόφωνό τους μέχρι να διορθώσουν τα ρούχα και το μέικαπ τους.
Μάλιστα, ο σκηνοθέτης έπρεπε να περιμένει τους ηθοποιούς να προσγειωθούν και αφού δει το υλικό από τις κάμερες και κάνει διορθώσεις, να ξαναστείλει τους ηθοποιούς πίσω στους αιθέρες για την επόμενη λήψη.
Στην ουσία του το Top Gun: Maverick είναι μια ταινία δράσης. Αυτό που την κάνει να διαφοροποιείται, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι η φασαρία γύρω από το γεγονός ότι πρόκειται για ένα από τα μεταγενέστερα σίκουελ σε σχέση με την πρώτη ταινία, αλλά το ότι διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία για να βγει κανείς ικανοποιημένος -αν όχι ενθουσιασμένος- από την αίθουσα. Διαθέτει ένταση και αγωνία, χιούμορ, ρομάντζο και δύο κεντρικούς χαρακτήρες που στο τέλος της ημέρας θέλεις να δεις περισσότερα για τη σχέση τους.