Τώρα που κλείνουν ιστορικά μαγαζιά χάνουμε την ζωή που είχαμε κάποτε
Πόσα μαγαζιά με ίδιο χαρακτήρα μπορούμε να αντέξουμε ακόμη;
Πριν λίγες ημέρες πέρασα από την γειτονιά στην οποία έχω ζήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, κοντά στο Πάρκο Κρήτης.
Εκεί, υπήρχε κάποτε το ψιλικατζίδικο του κύριου Φώτη, όταν ερχόταν η γιαγιά να μας πάει στο πάρκο με την αδερφή μου κάναμε πάντοτε μία στάση για να αγοράσουμε κάποια καινούρια μπάλα, τσίχλες babaloo, τυχεροσακούλες, κακάο, χλαπάτσες και να συνεχίσουμε το παιχνίδι μας.
Μετέπειτα, από το ίδιο ψιλικατζίδικο, πήρα τα πρώτα μου περιοδικά, συλλεκτικά με πορσελάνινες κούκλες και μικρά σκυλάκια και λίγα χρόνια αργότερα την Super Κατερίνα, που δεν έχανα τεύχος. Ο κ. Φώτης τα είχε πάντοτε όλα ό,τι και να ψάχναμε. Για μας τα πιτσιρίκια, ήταν το μαγαζί των ονείρων, από τα παιχνίδια του, μέχρι τις ανακουφιστικές σοκολάτες που καταναλώσαμε την πρώτη φορά που μας ήρθε περίοδος.
Στην ίδια γειτονιά ένα τετράγωνο παραδίπλα, υπήρχε ένας μικρός φούρνος, εκεί με τα παιδιά από την πολυκατοικία, παίρναμε τα ποδήλατα μας τα Σάββατα και αγοράζαμε ψωμιά που άχνιζαν για το μεσημεριανό τραπέζι και πάντοτε οι κυρίες μας έκαναν δώρο καραμέλες βουτύρου. H μυρωδιά από τα μπισκότα τρυπώνει ακόμη στην μύτη μου. Αυτές ήταν η πρώτες μου αναμνήσεις από την τοπική αγορά.
Ύστερα μετακομίσαμε, αλλάξαμε γειτονιά και έχασα τελείως την επαφή με εκείνα τα μαγαζιά. Τα οποία φυσικά με τα χρόνια έκλεισαν. Ο συνοικιακός φούρνος έγινε ακόμη ένα μεσιτικό γραφείο και την πελατεία του την έκλεψαν δύο κολοσσοί μπουλανζερί, ενώ λίγο δίπλα από τον κύριο Φώτη άνοιξε ακόμη ένα 24ωρο υπεροπολυτελές mini market.
Από την Μαρτίου μέχρι το κέντρο επάνω στην Βασιλίσσης Όλγας, ξεκίνησα να παρατηρώ τα λουκέτα. Ένα παλιό ανθοπωλείο στην Μπότσαρη που το θυμάμαι από όταν ήμουν 5 χρονών και πήγαινα εκεί παραδίπλα μπαλέτο, στέκεται άδειο και έρημο, ένα συνοικιακό ζαχαροπλαστείο που άνοιγε τα φώτα του 4 το πρωί για φρέσκα γλυκά – όταν εμείς γυρνούσαμε από τα clubs στο Λύκειο- λουκέτο κι αυτό, η κυριά με τις πετσέτες έγινε σουβλατζίδικο.
Ένας δρόμος ο οποίος είχε χαρακτήρα και ήταν πάντα αυτόνομος και πάνω του μπορούσες να βρεις ό,τι ζητάς, ερημώνει και χάνει τον χαρακτήρα του, αποκτώντας ίδια ψιλικατζίδικα, πανομοιότυπα μπεργκεράδικα, γυράδικα με υπερλούξ club sandwich και αμέτρητα aesthetic καφέ που ανοίγουν και κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο. Και λογικό πόσο καφέ και μπέργκερ μπορεί να καταναλώσει μία πόλη;
Την ίδια εβδομάδα επιστρέφοντας πια στην καινούρια μου γειτονιά στο κέντρο της πόλης, σε γνωστό κεντρικό δρόμο μέτρησα 20 κλειστά μαγαζιά, τα μισά από αυτά ήταν με λευκά ήδη, κλωστές και εργαλεία. Δε στο ένα έγραφε πως οι ενοικιαστές του, βγήκαν με την βία με σφραγίδα και υπογραφή από εισαγγελέα. Λίγο παραδίπλα ένα τόσο δα κοσμηματοπωλείο, με χειροποίητα κολιέ και σκουλαρίκια, κόλλησε χαρτί που έγραφε “ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΠΗΡΑΜΕ ΣΥΝΤΑΞΗ – ΟΛΑ ΜΙΣΗ ΤΙΜΗ”. Ο ιδιοκτήτης του, ένας κύριος γύρω στα 70, με ένα μαράζι μας είπε πως κανένα από τα παιδιά του δεν θέλει να το δουλέψει γιατί είναι δύσκολο να ανταπεξέλθουν οικονομικά.
Τα μαγαζιά που μας μεγάλωσαν, οι μοδίστρες που μας στένεψαν τα ρούχα, οι μικροί φούρνοι με τα χωριάτικα ψωμιά, τα καφέ που ήπιαμε πρώτη φορά ζεστή σοκολάτα, βάζουν λουκέτο το ένα μετά το άλλο. Δεν χρειάζονται πια καταστήματα για τα πάντα, υπάρχει ένα που τα έχει όλα και αυτό αρκεί. Δεν θέλουμε πλέον μπουτίκ με ιδιαίτερα ρούχα, ψωνίζουμε από το Temu και το Shein, γιατί δεν μας ενδιαφέρει πλέον η ποιότητα αλλά η ποσότητα. Έχουμε ξεχάσει την μυρωδιά που σηματοδοτούσε το μπακάλικο της γειτονιάς, πλέον όλα τα supermarket έχουν την ίδια. Οι εφημερίδες είναι δυσεύρετες, δεν κρέμονται από τα περίπτερα γιατί κι αυτά κλείσανε. Οι άνθρωποι που χτίσανε τις γειτονιές και δώσανε το αίσθημα του ΜΑΖΙ, αποσύρονται δεν ανεβάζουν πια τα στόρια 9 το πρωί και σου λένε “καλημέρα.”
Χάνονται τα μαγαζιά που μεγάλωσαν και μαζί χάνονται και οι ζωές που κάποτε είχαμε ζήσει.

