Τότε που δούλευα πιτσιρικάς στη ΔΕΘ και καμάρωνα
Δεν ήμουν απλά επισκέπτης, ήμουνα μέρος της Έκθεσης.
Λέξεις: Χρυσόστομος Σταμούλης
-Θες να βγάλεις χαρτζιλίκι; -Ναι, πώς; -Έχω κάποιον φίλο, μπορώ να του πω να πας να εργαστείς στη Διεθνή μας έκθεση, στο Λούνα Παρκ. Δεν θα πάρεις πολλά χρήματα, είσαι μόλις δεκατεσσάρων, αλλά αξίζει. Θα έχεις μια καλή εμπειρία. -Να τους πεις πως θα πάω. Το θέλω πολύ. -Ο πατέρας χάρηκε, ο γιος δεν έμοιαζε ανεπρόκοπος. -Δυο συνεχόμενα χρόνια, την περίοδο της Έκθεσης, για δεκαπέντε μέρες, ξεκινούσα από την Προφήτου Ηλιού, κατέβαινα στον Άι Δημήτρη, από εκεί Ιασωνίδου και κατευθείαν στην Έκθεση. Έφτανα στην είσοδο σύντομα και πάντα με προσμονή. Είχα και κάρτα εισόδου με τη φωτογραφία μου. “Εργαζόμενος”, έγραφε και έμπαινα free. Φούσκωνα σαν γάλος.
Καμάρωνα, ρε παιδί μου. Δεν ήμουν απλά επισκέπτης, ήμουνα μέρος της Έκθεσης. Είχα θέση. Τη μια χρονιά στα Τιπ-τοπ, εκεί που πετάς τις μπάλες για να γκρεμίσεις τα τενεκεδένια κουτάκια -όσο πιο πολλά ρίξεις τόσο πιο πολλά κερδίζεις (έχει και το γκρέμισμα κάποτε το νόημά του)- και την άλλη στον Ιππόδρομο, εκεί που ρίχνεις τις μπάλες σε συγκεκριμένες τρύπες για να τρέξει το αλογάκι. Αυτός που τερματίζει πρώτος πάντα κερδίζει. Ένας αφρώδης οίνος ήταν συνήθως το έπαθλο, Σαμπάνια Καίρ Ρόδος. Βέβαια, υπήρχαν και οι πονηριές. Κάτι κουμπάκια πίσω από κάθε άλογο, δεν τα βλέπουν οι επίδοξοι πρωταθλητές, που αν τα πατούσα το άλογο απογειωνόταν, βάλεις δεν βάλεις μπάλα στην τρύπα.
Διαβάστε σχετικά: Μια εικόνα, χιλιάδες λέξεις
Και κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες. Το βράδυ, μετά τη μία δύο, το γιορτάζαμε, είχαμε ελευθέρας το προσωπικό, σε όλα τα παιχνίδια. Τι συγκρουόμενα με το κιλό και τι montagna. Καινούριο παιχνίδι, έμοιαζε στα μάτια μας διαστημικό. Τα βαγόνια ξεκινούσαν από χαμηλά και ανέβαιναν ψηλά, πολύ ψηλά και μετά μεμιάς κάτω και πάλι πάνω. Σου κοβότανε η ανάσα και η αδρεναλίνη στα ύψη. Ενδιάμεσα κανένα σάντουιτς με λουκάνικο και κλεφτά καμιά μαύρη μπύρα και το βράδυ πίσω τη διαδρομή ανάποδα για τον προφήτη Ηλία. Συχνά ερχόντουσαν και φίλοι για να παίξουν, να δοκιμάσουν την τύχη τους και να πάρουν το έπαθλο. Έκανα ό,τι μπορούσα, μα μερικοί δεν κάνανε τίποτα. Ούτε μια μπάλα στην τρύπα και οι διπλανοί βλέπανε. Τότε έδινα και δεύτερο και τρίτο δώρο, πάντα μικρότερα. Υπήρχε και ο φόβος της αφεντικού. Μια πληθωρική γυναίκα που μόλις ερχότανε φώναζε, Μάκη, βάλε τα τραγούδια της Χαρούλας. Έτρεχα με χαρά, τα αγαπούσα πολύ.
“Γύφτισσα τον εβύζαξε, γι’ αυτό έχει φτερά. Έρωτας τον επείραξε, γι’ αυτό όλο γελά”
Διαβάστε σχετικά: Μια πόλη σε απόγνωση
Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω τι άκουγα. Μετά ανακάλυψα και το γελαστό παιδί με το μεγάλο κεφάλι, τον Μάνο Λοίζο και τους άλλους συντελεστές, τον μέγα Ρασούλη και τον ιερό Πυθαγόρα. Αυτή η συνάντηση πείραξε το DNA μου, όπως έγινε αργότερα και με τον Κουγιουμτζή και τους ημίθεους Μάνο Ελευθερίου, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Άκο Δασκαλόπουλο, Σώτια Τσώτου και την υπόλοιπη στιχουργική παρέα του.
Μετά μανίας έψαχνα αυτές τις μέρες την κάρτα εισόδου μου με τη φωτογραφία. Με έπιασε η διάθεση να ξανακαμαρώσω. Δεν την βρήκα, λες και την κατάπιε η γη. Ελπίζω ακόμα πως κάπου είναι χωμένη και κάποια στιγμή θα τη βρω, όπως με βρήκε η γιαγιά στον Πειραιά, που θυμωμένος κρυβόμουνα κάτω από το κρεβάτι της κουζίνας και όλοι νόμιζαν πως χάθηκα.
Δεν μπορεί, θα μου δώσει ένα σημάδι και θα προδοθεί. Όλα κάποτε αποκαλύπτονται, αφού πρώτα φας τον τόπο…
*(Σκέψεις με αφορμή τις δύο φωτογραφίες από τη φετινή Διεθνή μας Έκθεση, σε διάλογο. Μόνες τους δεν πάνε, μόνο παρέα).