Τριάντα επτά χρόνια μετά από κείνον τον Οκτώβρη…
Τριάντα επτά χρόνια ακριβώς μετά την περίφημη μέρα της Αλλαγής.
Tου Τέλλου Φίλη
Όταν είσαι 50 ετών, δεν ξέρω αν μπορείς να διατηρείς ακόμη το δικαίωμα να μιλάς για το μέλλον. Στη χώρα που «νέους» θεωρούν τους 40 φεύγα κι όχι τους 20 άρηδες όλα τα περιμένω.
Ξέρω όμως ότι μπορώ να μιλήσω για το παρελθόν. Κι αυτό μόνο γιατί το έζησα ως αυτόπτης μάρτυρας· ήταν, βλέπεις, τα νιάτα μου, η ίδια μου η ζωή. Πολλοί τα ξέχασαν στο πέρασμα του χρόνου. Προφανώς κι εγώ έχω ξεχάσει πολλά. Όμως, λόγω της ημέρας, θυμήθηκα μερικά που ίσως να μην έχουν σχέση με το μέλλον, αλλά μοιάζουν πολύ με το παρόν.
Σαν σήμερα λοιπόν, πριν από 35 χρόνια η Ελλάδα πανηγύριζε τη νίκη της Αλλαγής. Όχι όλοι, λίγοι περισσότερο από τους μίσους. Το Πασόκ είχε κερδίσει τις εκλογές με τη βουβή συμπαράσταση πολλών αριστερών από το ΚΚΕ, την ΕΔΑ, το ΚΚΕ εσ. και αυτό που αργότερα ονομάστηκε –μέχρι να καταντήσει άλλη μια νεολογική γραφικότητα- «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Όμως, το 1981, αυτή που πραγματικά κέρδισε -κι αυτό φαίνεται στο πέρασμα των χρόνων που λέγαμε – ήταν η ακροδεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που κατάφερε να συσπειρώσει, να απενοχοποιήσει, να προστατέψει και να συντηρήσει τα υπολείμματα της χούντας στη δημόσια ζωή, με τον «γεφυροποιό» Ευάγγελο Αβέρωφ, προστάτη των σταγονιδίων και πολιτικό πατέρα του σημερινού μας πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά.
Οι προσπάθειες του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η έμφυτη αστική ευγένεια και το ήθος του Γεωργίου Ράλλη δεν σταλθήκαν ικανές να εξαφανίσουν τα ακροδεξιά στοιχεία από το κόμμα. Θυμάμαι πόσο άγαρμπα και με τι φτηνό λαϊκισμό σχολιάστηκε εκείνο το «Δε θέλω “ου”» του τζέντλεμαν Ράλλη από τις εφημερίδες της ίδιας της παράταξης του. Δεν ξέρω αν έχει καμιά σημασία να το πω τώρα εδώ, αλλά ο Γεώργιος Ράλλης έμαθε σε μένα, εκείνη τη μέρα, το έξαλλο νιάτο της εποχής, πώς οφείλει να φέρεται ένας ώριμος Κύριος στον αντίπαλο του, ακόμη κι όταν όλα είναι εναντίον του. Μου έμαθε ότι η αξιοπρέπεια του καθενός φαίνεται όταν χάνει. Και ο Ράλλης έχασε με αξιοπρέπεια. Όχι όμως κι ο Αβέρωφ. Την ίδια εκείνη χρονιά, μήνες πολλούς πριν τις εκλογές, ήταν που άρχισαν οι πρώτοι εμπρησμοί στο κέντρο της Αθήνας. Ήδη το κλίμα διαφαινόταν. Στις 31 Μαΐου ο Ευάγγελος Αβέρωφ ,μιλώντας σε συγκέντρωση στου Παπάγου, αρχίζει την τρομοκρατική του διαλεκτική: «Χρειάζεται προσοχή, γιατί αν έρθει το Πασόκ στην εξουσία, δεν θα έχουμε μια διαδοχή κόμματος, αλλά διαδοχή καθεστώτος. Χρειάζεται αγώνας, όχι ήπιος, αλλά δυναμικός. Η ΑΝΟΧΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΝΟΧΗ».
Τόσα χρόνια μετά μπορώ λοιπόν να το πω. Τρεις μέρες μετά τις εμφυλιοπολεμικες κορώνες του Αβέρωφ, και με τον φιλικό Τύπο να έχει πολώσει τα πάντα, άγνωστοι ―μέχρι σήμερα― πυρπολούν τα πολυκαταστήματα «Κλαουδατος» και «Ατενε» (είχαν προηγηθεί 6 μήνες πριν οι πανομοιότυποι πυρπολισμοι του Κατρατζου και του Μινιόν) Στις 10 Ιουνίου, ο βουλευτής της ΕΔΗΚ (ένα κόμμα κάτι το ενδιάμεσο σαν το σημερινό ΠΑΣΟΚ) Μπαντουβάς, κάνει επερωτήσει στη Βουλή, την οποία επιβεβαιώνει ο Αβέρωφ, μιλώντας για κάποια κίνηση αμετανόητων απόστρατων αξιωματικών την νύχτα της 1ης Ιουνίου (την νύχτα όλος τυχαίος των παραπάνω εμπρησμών), η οποία ματαιώθηκε με αιφνιδιαστική άσκηση ετοιμότητας των ενόπλων δυνάμεων στην Αττική. Η κίνηση είχε στο πλάνο, απαγωγή πολιτικών, αναστολή άρθρων του Συντάγματος, ματαίωση των εκλογών της 18ης Οκτωβρίου, και αποφυλάκιση των Χουντικών. Έξαλλος ο Ανδρέας Παπανδρέου τούς κατηγορεί για «σκηνοθετημένη κινδυνολογία», με στόχο να φοβηθεί ο κόσμος και να ανακοπεί το ρεύμα που είχε ήδη διαφανεί ότι είχε το ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα δεν δίστασε να ζητήσει την άμεση παραίτηση του Αβέρωφ από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Σε εκείνη την προεκλογική περίοδο έγιναν πολλά. Πιστεύω, τότε μπήκαν οι πρώτες βάσεις αυτού που σήμερα ―με απαξία οι περισσότεροι― ονομάζουμε πολιτική ζωή.
Οι περισσότεροι φίλοι μου ψηφίσαν τελευταία στιγμή «Αλλαγή». Ακόμη Θυμάμαι έντονα το πρωί της Δευτέρας που διάβασα στην εφημερίδα πόσους ψήφους είχε πάρει η δική μου πολιτική επιλογή, στο εκλογικό κέντρο που ψήφισα. Ψήφος μια. 1. Ήταν ένα γερό σοκ για μένα αυτό. Με αυτή τη μοναδικότητα πορεύτηκα έκτοτε. Ήταν η πρώτη φορά που ψήφιζα, και το πρώτο μάθημα πολιτικής σκοπιμότητας. Σε εκείνες τις εκλογές στη Νέα Δημοκρατία οι περισσότεροι που εκλέχτηκαν βουλευτές ήταν της αισθητικής πολιτικής του Αβέρωφ. Ήταν ζήτημα χρόνου λοιπόν να αντικαταστήσει τον γενναίο μα άτυχο Ράλλη.
Δεν ξέρω πόσες ομοιότητες μπορεί ένας νέος να βρει από αυτή την ιστορία σαν παραμύθι με το σήμερα. Είμαι πολύ, παρά πολύ προβληματισμένος κι εγώ. Βλέπω ομοιότητες στους χειρισμούς που με εκπλήσσουν. Ίχνος φαντασίας ή πρωτοτυπίας. Κι ένα κοινό ψηφοφόρων που τα μασάει. Χρόνια συμμετείχα σε διαδηλώσεις, ποτέ δεν είχα μαζί μου τίποτε εκτός από τη ταυτότητα μου. Ούτε εγώ ούτε κανείς από τους φίλους μου. Ποτέ δεν έριξα, όχι πέτρα, ούτε μούντζα σε κανέναν. Ποτέ. Εγώ ξέρω ποιοι ήταν πάντα. Το Δεκέμβρη του 2008 το είδα γιατί έγινε μπροστά στα μάτια μου. Αστυνομικός ήταν αυτός που με τον ανάπηρα του έβαλε φωτιά σε έναν υφασμάτινο καναπέ στην Βαλτετσιού και ένα νεαρό ζευγάρι αντιεξουσιαστών την έσβησε. Τότε είδα κι εγώ αλλιώς τα πάντα. Τότε πρόσεξα ότι κάθε φορά σε κάθε μεγάλη συγκέντρωση, συνέβαινε και κάτι πολύ σκληρό. Απάνθρωπο, βίαιο και καταδικαστέο. Μπορεί να κατηγορούσαν οι μεν τους δε, αλλά πάντα ένας κέρδιζε. Η κυβέρνηση κι ο φόβος όσων τα έβλεπαν από την τηλεόραση.
Όλοι θυμόμαστε το ρεπορτάζ στο Πολυτεχνείο το 1973 της Ολλανδικής τηλεόρασης, έδειχνε το φρόνημα των φοιτητών, από τα μέσα. Χρόνια έχω να το δω αυτό σε διαδηλώσεις… Βλέπω μονό τις ζημιές, τις φασαρίες, τα δελτία Τύπου της Αστυνομίας. Αυτή η αναδρομή λόγω της ημέρας μπορεί για κάποιους να είναι περιττή. Για μένα είναι ένα ξεκαθάρισμα. Δεν μπορώ να είμαι στην πρώτη γραμμή. Μπορώ όμως να δω τον ίδιο φόβο, τον ίδιο πανικό, τον ίδιο φανατισμό, το ίδιο εμφυλιοπολεμικό και διχαστικό κλίμα. Μόνο που τώρα ξέρω, ότι δεν έχει σημασία ποιοι κερδίζουν ― έχει σημασία ποιοι επιβιώνουν. Και, είτε το θέλουμε είτε όχι, 35 χρόνια μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ κι ένα μήνα μετά τη δολοφονία του Φύσσα, η Χρυσή Αυγή είναι τρίτο κόμμα. Ακριβώς όπως και το 1981. Απλώς αυτή τη φόρα πιο καθαρά, πιο νόμιμα, πιο απροκάλυπτα πιο οδυνηρά.
*Γράφτηκε στις 18/10/2016.