Tron: «Ένα ατόφιο έργο από το μακρινό μέλλον του 1982»
Ο Νικόδημος Τριαρίδης γράφει για τα VFX της νέας ταινίας “Tron: Ares”
Η φθινοπωρινή κινηματογραφική σεζόν πάντοτε συνοδεύεται από μια κάποια αμηχανία, καθώς οι πρεστίζ οσκαρικές ταινίες που χαρακτηρίζουν την περίοδο αυτή παλεύουν για την προσοχή του κοινού με όσα εναπομείναντα μπλοκμπάστερ δεν χωρούσαν στην καλοκαιρινή σεζόν· σε τούτη την κατηγορία ανήκει το “Tron: Ares” της Ντίσνεϋ, η τρίτη (αποτυχημένη) απόπειρα του στούντιο να μετατρέψει το “Tron” σε μεγάλο φράντσαιζ, της οποίας η φαεινή ιδέα για να ανανεώσει τη “φόρμουλα” είναι να φέρει τα Προγράμματα από τον ψηφιακό κόσμο του Δικτύου στον πραγματικό κόσμο με τα πλέον γνωστά σε όλους σας “φωτορεαλιστικά VFX” και, στην πορεία, να παρερμηνεύσει πλήρως την αισθητική καινοτομία της αρχικής ταινίας του 1982 του Στίβεν Λίσμπεργκερ.
Για να φανούμε, ωστόσο, δίκαιοι απέναντι στο “Ares”, δεν θα είναι η πρώτη φορά που τα επαναστατικά πλην υποτυπώδη με σύγχρονα κριτήρια εφέ της ταινίας εσφαλμένα χαρακτηρίστηκαν υποπροϊόν τεχνολογικών περιορισμών παρά αναγνωρίστηκαν ως τρανταχτή απόδειξη της καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας του τραγικά υποτιμημένου Λίσμπεργκερ· το “Tron Legacy” του 2011 μιμήθηκε επιδερμικά την χαρακτηριστική αισθητική του “Tron”, αλλά αντικατέστησε τα αφηρημένα και σχεδόν ονειρικά περιβάλλοντα με μια τυπική φουτουριστική πόλη της οποίας η μοναδική ειδοποιός διαφορά σε σχέση με π.χ. το “Blade Runner” είναι η μονοχρωματική παλέτα, ενώ ο παντοκράτωρ Φωτορεαλισμός έκανε την παρουσία του αισθητή μέσω προσομοιώσεων βροχής, καπνού, και ακόμη και του ψηφιακά αποκατεστημένου Τζεφ Μπρίτζες!
Τόσο το “Legacy” όσο και το “Ares” δεν καταφέρνουν να αγγίξουν (πόσω μάλλον να εξελίξουν) την αισθητική της πρώτης ταινίας, καθώς, κόντρα στις επιθυμίες της Ντίσνεϋ, το “Tron” είναι μια από τις ελάχιστες ταινίες (στο στενό αυτό κύκλο συγκαταλέγω το “Metropolis” του Φριτζ Λανγκ) που δεν μπορούν να “αναβαθμιστούν” με πιο “αστραφτερά” εφέ, καθώς τα φαινομενικά “πρωτόγονα” εφέ τους αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής ταυτότητας της ταινίας, και, ως εκ τούτου, η απερίσκεπτη απόρριψή τους συνεπάγεται απόρριψη και της καθαυτής αισθητικής στην οποία το “Legacy” και το “Ares” δήθεν “αποδίδουν φόρο τιμής”.
Έχουμε και λέμε: Το “Tron” είναι μια από τις πρώτες ταινίες στην ιστορία που χρησιμοποίησαν ψηφιακά εφέ, και αυτό αρκεί για να εξασφαλιστεί η θέση του Λίσμπεργκερ πλάι στον Λούκας και τον Κάμερον στο Πάνθεον των VFX, αλλά, όπως και στο “Snow White And The Seven Dwarves”, η ιστορική σημασία της ταινίας δεν αναιρεί την καλλιτεχνική διάσταση· πίσω από τη φαινομενικά παρωχημένη αισθητική αντίστοιχων ταινιών επιστημονικής φαντασίας του 1980 κρύβεται ένας πλήρως διαμορφωμένος ψηφιακός κόσμος που συνδυάζει τον αφηρημένο μινιμαλισμό που ταύτιζε ο κόσμος τότε με τους υπολογιστές με το μεγαλείο ενός κλασικού ιστορικού έπους, ενώ τα διαστημόπλοια, τοπία, κτήρια και, φυσικά, τα πλέον διάσημα light-cycles φέρουν την υπογραφή των θρυλικών Moebius και Συντ Μηντ.
Δεν υπάρχει τίποτα στο “Tron” που να αντιστοιχεί ένα προς ένα με τον φυσικό μας κόσμο, παρά παραμορφώσεις (θα τις λέγαμε και παρωδίες) οικείων σε εμάς εικόνων: οι γκρεμοί και τα φαράγγια είναι κατασκευασμένα από γεωμετρικά σχήματα, οι πόλεις αποτελούν συνοθυλεύματα ακανόνιστων γραμμών και γωνιών, το νερό μοιάζει με γυαλί, και οι άνθρωποι-Προγράμματα είναι γκρίζοι και ακτινοβολούν. Ακούγεται ανοίκειο και απωθητικό (και, για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, είναι) κι όμως, το δημιουργικό επιτελείο της Ντίσνεϋ, ο αχτύπητος συνδυασμός των Moebius-Μηντ, και το συνολικό όραμα του Λίσμπεργκερ κάπως παράγουν και εντυπωσιακή εικονοποιία, παρά την “αγαρμποσύνη” των εφέ.
Γενεσιουργός αιτία όλων αυτών των τολμηρών επιλογών είναι το γεγονός ότι τα VFX της εποχής εξ ορισμού δεν επέτρεπαν την αληθοφάνεια του “Jurassic Park” (για τον Φωτορεαλισμό των “Avatar” ούτε λόγος) αλλά ο Λίσμπεργκερ, ως γνήσιος πρωτοπόρος, αφενός αναγνώρισε τις δυνατότητες της νεοσύστατης τεχνολογίας για ιδιότυπες αφηγήσεις (δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία αφορά σε προγράμματα υπολογιστών), αφετέρου δόμησε ολόκληρη την αισθητική φόρμα γύρω από τους ίδιους περιορισμούς που θα έκαναν έναν μετριότερο σκηνοθέτη να εγκαταλείψει την ταινία προτού καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, και, ως αποτέλεσμα, δημιούργησε την Παντοτινή Ταινία, ένα ατόφιο έργο που αιωρείται εκτός χρόνου και και φαντάζει ολοένα και πιο διαχρονικό όσο η επιφάνειά του φθείρεται στις δεκαετίες πιο “εξελιγμένων” VFX που ακολούθησαν στο διάβα του.
Συνοψίζοντας, η Ντίσνεϋ δεν θα φτιάξει ποτέ πραγματική “συνέχεια” στο “Tron” όσο η σκέψη τους περιορίζεται στα νέον φώτα και τα light-cycles, καθώς το “Tron” του Στίβεν Λίσμπεργκερ ήρθε από το μακρινό μέλλον του 1982 για να χαράξει ένα καινούργιο μονοπάτι για τα VFX ως αισθητική πρόταση που ακόμη και σήμερα ελάχιστοι τολμούν να διαβούν.