Βόρεια Μακεδονία: Η επιστροφή των εθνικισμών. Οι Πρέσπες σε διακινδύνευση;
Ποια είναι τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται από το εκλογικό αποτέλεσμα στη γείτονα χώρα
Η τήρηση της συμφωνίας των Πρεσπών αποτέλεσε εδώ και κάποια χρόνια τη βάση μιας ανακουφιστικής κανονικότητας, ακόμα και για εκείνους που διαφώνησαν με το περιεχόμενό της.
Η ηρεμία βέβαια ήταν επιφανειακή, καθώς οι αμοιβαίοι εθνικισμοί στην Ελλάδα και την Βόρεια Μακεδονία έτρεφαν πελατειακές σχέσεις, συσπείρωναν ομάδες πίεσης και δηλητηρίαζαν πολλούς νέους με φανατισμό, πρόσκαιρο βάλσαμο ειδικά σε καιρούς οικονομικής ανέχειας. Πάντως και οι δύο πλευρές έχουν αποφορτίσει το διπλωματικό τους δυναμικό από τη σπατάλη δυνάμεων και αυτό αποτελεί ένα θετικό κεκτημένο.
Στην γείτονα, η αντιπολίτευση του VMRO-DPMNE απαξίωνε συστηματικά τη Συμφωνία, ενώ προεκλογικά προέτασσε τη μη χρήση της σύνθετης, αν και επίσημης, ονομασίας του κράτους.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση, που ως αντιπολίτευση είχε απολύτως αντιταχθεί στη Συμφωνία, εδώ και πέντε χρόνια καθυστερεί και αναβάλλει αναιτιολόγητα την επικύρωση από την Βουλή τριών πρωτοκόλλων της Συμφωνίας που προάγουν τη διμερή συνεργασία και μάλιστα και την εκχώρηση της διαχείρισης του FIR της Βόρειας Μακεδονίας στην Ελλάδα.
Πλέον, η μέχρι πρότινος αντιπολίτευση στη Βόρεια Μακεδονία έγινε κυβέρνηση ύστερα από συντριπτική νίκη, ενώ στην προεδρική καρέκλα θα καθίσει πρόεδρος (γυναίκα για πρώτη φορά) του ίδιου κόμματος. Μένει να δούμε την πορεία του λόγου και των έργων της νέας κυβέρνησης.
Ειδικός καταλύτης αναμένεται να είναι το μικρό αλβανικό κόμμα-συμμαχία που θα συμμετάσχει εκτός απροόπτου στη νέα κυβέρνηση του δεξιού-εθνικιστικού VMRO-DPMNE. Πώς θα συμβιβάσει η νέα κυβέρνηση και η νέα πρόεδρος την άρνηση χρήσης της επίσημης ονομασίας της χώρας, με την υποχρέωσή της να την εφαρμόσει σύμφωνα με τις Πρέσπες;
Οι δηλώσεις συμβολικού χαρακτήρα των πρώτων ημερών ικανοποιούν ασφαλώς τα εθνικιστικά αντανακλαστικά της κυρίαρχης εθνότητας στη χώρα, αλλά υπονομεύουν τη θέση της Βόρειας Μακεδονίας διεθνώς, τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα, και την ευρωπαϊκή ενταξιακή προοπτική.
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Ας μη ξεχνάμε ότι η μη υλοποίηση της Συμφωνίας από την ελληνική πλευρά, δεν περιορίζεται στην μη επικύρωση των πρωτοκόλλων που προαναφέραμε, αλλά και σε τοπικές πρακτικές, όπως η άρνηση αναφοράς στο νέο όνομα του κράτους σε αυτοκινητοδρόμους της Βόρειας Ελλάδας, ως πράξη αντίστασης από την πλευρά του τοπικού περιφερειάρχη.
Η ελληνική στάση τροφοδότησε πολύ βολικά τον μακεδονικό εθνικισμό, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε να αντιμετωπίσει τον βουλγαρικό θεσμικό εθνικισμό, ο οποίος πήρε την σκυτάλη από την Ελλάδα για την ανύψωση προσκομμάτων στον ευρωπαϊκό δρόμο της Βόρειας Μακεδονίας. Η απαίτηση για νέες τροποποιήσεις του Συντάγματος και την αναγνώριση βουλγαρικής μειονότητας ήδη μπλοκάρει την όλη διαδικασία.
Τώρα, το VMRO-DPMNE βρίσκεται ήδη εγκλωβισμένο στον δικό του εθνικισμό, οφείλει να διαχειριστεί τις βουλγαρικές εθνικές αξιώσεις, αλλά και τις ελληνικές αντιδράσεις, οι οποίες είναι δικαιολογημένες σε πρώτο επίπεδο. Επειδή η ελληνική πολιτική εκπορεύεται εν πολλοίς από εθνικιστικά κίνητρα, η ελληνική κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη στο οξύμωρο και να μην εφαρμόζει τη Συμφωνία των Πρεσπών (ως προς την κύρωση των Πρωτοκόλλων της), αλλά και να κατηγορεί την άλλη πλευρά για την παραβίασή της!
Πολλά μένουν να αναδιαταχθούν και να αναδιατυπωθούν, αλλά η αναμόχλευση των εθνικισμών στα δυτικά Βαλκάνια δεν προσφέρει ένα γεωπολιτικό πλαίσιο ηρεμίας. Στο Κόσοβο, η σύγκρουση αλβανικού και σερβικού εθνικισμού είναι αμετακίνητη, ενώ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη η θεσμική συμπίεση των τριών επί μέρους εθνικών ομάδων δεν έχει μπολιάσει με ειρήνη και αμοιβαίο σεβασμό τον πληθυσμό, καθώς η συμβίωση δείχνει σοβαρά σημάδια κόπωσης.
Η διακινδύνευση της Συμφωνίας των Πρεσπών κρίνεται από την τιθάσευση των εθνικιστικών ροπών των δύο κυβερνήσεων και ακραίων ομάδων πίεσης που τάσσονται κατά της Συμφωνίας. Πώς θα πορευτούν τώρα οι δύο κυβερνήσεις που είχαν άρρητα βρεθεί σύμμαχοι κατά της Συμφωνίας; Είναι δυνατή μια αμοιβαία διακρατική συνεννόηση για κατάργησή της;
Προφανώς, κάτι τέτοιο θα ήταν ένα ατελέσφορο πισωγύρισμα που δεν συμφέρει διεθνοπολιτικά, αλλά ταυτόχρονα κανένα από τα δύο κυβερνώντα κόμματα δεν δείχνει να είναι ικανό να μεταβάλει τον τρόπο που ασκεί εθνικ(ιστικ)ές πολιτικές.
Τέλος, μένει να δούμε πώς θα επιδράσει ο αμερικανικός και ο ευρωπαϊκός παράγοντας, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην επίτευξη της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά τώρα έχουν άλλες κρίσιμες προτεραιότητες ενόψει των σεισμικών πολιτικών μεταβολών που διαφαίνονται στον ορίζοντα.
Καλώς ή κακώς, ο εθνικισμός στην πολιτική επανέρχεται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αν μη τι άλλο, ψυχραιμία και σύνεση απαιτείται.
*O Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.