Ξεσσαλονίκη

Του Νίκου Τσιραμπίδη Σεπτέμβριος, ψιλοακάλεστοι σε πάρτι- εμείς και η μισή πόλη -, ταράτσα, ένα καημένο παιδί πήγαινε φαντάρος και το κορίτσι του κάνει ένα δώρο, θέα λιμάνι, φίλος προσπαθεί να γίνει χάλια με ένα κορίτσι, πίνουμε, χορεύουμε, κατεβαίνουμε στην Μητροπόλεως, “μαλάκες δεν νιώθω καλά”, γελάω -πώς να μην γελάω όταν πας να κάνεις χάλια […]

Νίκος Τσιραμπίδης
ξεσσαλονίκη-38466
Νίκος Τσιραμπίδης
tsimiski.jpg

Του Νίκου Τσιραμπίδη

Σεπτέμβριος, ψιλοακάλεστοι σε πάρτι- εμείς και η μισή πόλη -, ταράτσα, ένα καημένο παιδί πήγαινε φαντάρος και το κορίτσι του κάνει ένα δώρο, θέα λιμάνι, φίλος προσπαθεί να γίνει χάλια με ένα κορίτσι, πίνουμε, χορεύουμε, κατεβαίνουμε στην Μητροπόλεως, “μαλάκες δεν νιώθω καλά”, γελάω -πώς να μην γελάω όταν πας να κάνεις χάλια τον άλλο και γίνεσαι χάλια εσύ;- κοροϊδεύω από αγάπη, με βρίζει. Φτάνουμε δε φτάνουμε Μητρόπολη κοντοστέκεται δίπλα στο εκκλησάκι και βγάζει από μέσα του ό,τι έβαζε όλη την προηγούμενη μέρα, ακόμα παρατηρώ με τρόμο το σημείο όταν περνάω, τα σημεία αποκτούν άλλη σημασία όταν γεμίζουν εμπειρίες. Πάω να πάρω λίγη βοήθεια, ντερλικατέσεν-νόστιμο αλλά μικρό χορταίνεις δεν χορταίνεις με 2 σουβλάκια- ταμείο ένα παιδί “άσε έχω γίνει και εγώ χάλια πολλές φορές, πάρε και άλλο χαρτί”.

Απρίλιος- πότε κιόλας θεοί- πάλι πάρτι, θέα μια μεγάλη τοιχογραφία μιας γυναίκας με σηκωμένα μανίκια, ευτυχώς δεν έφυγα με το τελευταίο των δώδεκα, έχουν φύγει όλοι και μένουν μόνο οι γνωριμίες της τελευταίας μίας ώρας, αφυδατωμένες και σε υπερένταση αλλά χορεύοντας ακόμα, έχουμε κάνει διατριβή στα 90s, από Μπίγαλη μέχρι Faithless. Φεύγω, πάω να πάρω το πρώτο των πεντέμιση, κοιτάζω ρολόι, πέντε παρά, ευκαιρία για βόλτα στην πόλη, έντεκα και τριάντα παραδίδω εργασία που μισοέκανα με λάθος βιβλιογραφία, γιόλο. Τσιμισκή, Αριστοτέλους, παραλία, εγώ ο ουρανός και η θάλασσα, περπατάω με αέρα-πόσο λατρεύω να περπατάω με αέρα και πόσο μου τη σπάει οτιδήποτε μου τον στερεί- το φεγγάρι πέφτει πάει αλλού, αστέρια μπόλικα αλλά δεν κοιτάζω προς τα εκεί τρομάζω, νυχτερινός ορίζοντας ανοίγει και το πιο κλειστό μάτι ησυχία φοβερή ησυχία, σφυρίζω Ξεσσαλονίκη, δεν έχω σφυρίξει ποτέ στην παραλία/έχω μια φίλη που μου λέει πως τραγουδάει όταν περπατάει. Ανώνυμο στενό, ανεβαίνω Μητροπόλεως, άδεια, όλη δική μου, περπατάω στον δρόμο, στρίβει περιπολικό, κοιτάζω τρεις φορές, επίτηδες πάντα το παίζω άνετος με την αστυνομία, οι φίλοι μου γελάνε με την σχέση που έχω με αυτήν, κουρασμένοι οι μπάτσοι δεν προσέχουν πέρα από τον δρόμο μπροστά τους.

Κούσκουρα, παγωτά, βάφουν τώρα που μπορούν γιατί έρχεται καλοκαίρι και οι τοίχοι πρέπει να είναι λευκοί σαν παγωτό μαστίχα-αν τρίψεις μαστίχα στην μπογιά κάνεις μαγικά- πάλι ντερλικατέσεν, γνώριμα πρόσωπα, κουρασμένα αλλά χαμογελαστά, τι λέει; -smalltalk αλλά ειλικρινές όχι το ψεύτικο του τυπικού- είμαι εγώ με τον μεθυσμένο- περιττή σύσταση με θυμούνται- δεν σε κουράζει το βράδυ;/ μη σου πω μου αρέσει κιόλας/ περπατάω μέχρι να έρθει το πρώτο αστικό, μαρέσει η πόλη τα ξημερώματα/ναι ρε, είναι τέλεια, άσε μια φορά παραλία ήθελα να μην τρομάξω μια κόπελα και με τρόμαξε αυτή επειδή φορούσε μάσκα/ τι λες τώρα! εγώ προσπαθώ να μην τρομάζω τις κοπέλες στον δρόμο, άντε πάω καλή συνέχεια, α πώς σε λένε ρε;/Μπάμπη!/ εγώ είμαι ο Νίκος καλή ξεκούραση/όχι που δεν θα συναντούσα γνωστό στον δρόμο σήμερα, μικρή πόλη, ανθρώπινη, αστικό, ελάχιστοι να πάνε στις δουλειές και λιγότεροι στα σπίτια μας. Επιστροφή, λεπτομέρειες, σημασία δεν έχει πώς γύρισα αλλά το πού πήγα και ήταν ωραία εκεί με κάθε σκοπίμως παραλειπόμενη επί του παρόντος λεπτομέρεια, είναι 6:20 και το σχήμα μου μακρύ και ασύντακτο, τελεία.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα