Υπερτουρισμός, ανέμελος καπιταλισμός και κοινωνική κρίση της πόλης
«Είναι σαν ό,τι τουριστικοποιείται να χάνει το βάθος του και να αποστεώνεται μεταβαλλόμενο σε τουριστικό ντεκόρ» - Γράφει ο Γιώργος Ρακκάς στο νέο του βιβλίο
Λέξεις: Γιώργος Ρακκάς
Κάποτε οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής αρνούνταν να φωτογραφηθούν, καθώς πίστευαν ότι το κλείστρο τους έκλεβε την ψυχή. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για την τουριστική πόλη με τις γραφικές γειτονιές της, οι οποίες ‘ινσταγραμμοποιούνται’ ταχύτατα.
Ο υπερτουρισμός στις πόλεις είναι ανερχόμενο κοινωνικό ζήτημα –ιδίως στην Ευρώπη. Τι πιο χαρακτηριστικό από την Βαρκελώνη, σύμβολο του εναλλακτικού αστικού τουρισμού και ταυτοχρόνως σημείο αναφοράς για τα κινήματα κατοίκων εναντίον της τουριστικοποίησης. Η πόλη όπου εκατομμύρια τόνοι άμμου εισάγονται από την Β. Αφρική, προκειμένου να συντηρηθεί η τεχνική παραλία της Μπαρτσελονέτα –αγαπημένο σημείο για όλους τους επισκέπτες της. Και η πόλη όπου κάτοικοι οργανώνουν μαζικές κινητοποιήσεις για το νερό καθώς εν μέσω λειψυδρίας και… δελτίου κατανάλωσης γι’ αυτούς, οι τουριστικές επιχειρήσεις το ξοδεύουν αλόγιστα, και οι αρχές διστάζουν να τους θέσουν περιορισμούς μήπως και υπονομεύσουν το τουριστικό momentum.
Όσο για το Παρίσι, όσο μεγαλύτερη είναι η κάμψη της μεταποίησης και της ενσωμάτωσης των υψηλών τεχνολογιών στην γαλλική οικονομία, άλλο τόσο μεγαλώνει η βαρύτητα της τουριστικής οικονομίας, όπως φάνηκε και από τους πρόσφατος Ολυμπιακούς αγώνες. Την ίδια στιγμή, τα μεσαία και κατώτερα στρώματα εγκαταλείπουν μαζικά την καθεαυτήν πόλη, μην μπορώντας να αντέξουν το κόστος της στέγης, αλλά και ευρύτερα της διαβίωσης. Ο δε Δήμος Παρισιού προσπαθεί να συγκρατήσει τεχνητά την κοινωνική βιοποικιλότητα των γειτονιών του, με πολυδάπανα προγράμματα επιδομάτων, αγοράς ακινήτων και μεταβολής τους σε κοινωνικές κατοικίες. Ειδάλλως, όπως εύστοχα έχει αναδείξει ο κοινωνικός γεωγράφος Κριστόφ Γκιλουΐ, οι ‘παγκόσμιες πόλεις’ της Γαλλίας –ιδίως το Παρίσι και η Λυών, θυμίζουν από την άποψη του αποκλεισμού των λαϊκών στρωμάτων, και της αποκλειστικότητας των ανώτερων εισοδημάτων σε αρκετά τους διαμερίσματα, τα μεσαιωνικά προπύργια των πλουσίων.
Η συζήτηση για τον υπερτουρισμό εμπλέκει όλες αυτές τις διεθνείς εμπειρίες που αναδεικνύουν πολλαπλά επίπεδα: το πρόβλημα της στέγης, η αυθεντικότητα που μεταβάλλεται σε διεθνές προϊόν, και την ίδια στιγμή καταστρέφεται από τα πλήθη που κατακλύζουν της γειτονιές για να την θαυμάσουν, το πεπερασμένο των υποδομών και η ‘τραγωδία των κοινών’ που αντιπροσωπεύει η τουριστικοποίηση, καθώς συχνά κάτοικοι και επισκέπτες μεταβάλλονται σε δύο αποκλίνοντες κόσμους που ανταγωνίζονται για μια θέση τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, για το νερό, για την πρόσβαση στις πλατείες ή στις υπαίθριες αγορές. Και βέβαια υπάρχει και η μακρο-οικονομία: η υπερβολική επικέντρωση στην τουριστική οικονομία πιέζει για μια αγορά εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, που δεν ευνοεί την παράλληλη ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας ή της οικονομίας της γνώσης· κάποτε μιλούσαν για την ‘χώρα των γκαρσονιών’, ενώ σήμερα είναι οι τοπικές οικονομίες των μπαρίστα και των σομελιέ, που τείνουν να κυριαρχήσουν εξοβελίζοντας την πόλη ως εργαστήριο, κυψέλη γνώσης και παραγωγής, πεδίο πολιτιστικών ζυμώσεων και πολιτικής διαπάλης.
Είναι σαν ό,τι τουριστικοποιείται να χάνει το βάθος του και να αποστεώνεται μεταβαλλόμενο σε τουριστικό ντεκόρ. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σχετική συζήτηση για τον υπερτουρισμό στην Ευρώπη εμπλέκεται και μια βαθύτερη αγωνία ιστορικών και πολιτισμικών διαστάσεων: μήπως εν τέλει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχασε κάθε δημιουργική ικμάδα και ζωτική του ορμή, και το μόνο του α-έμεινε είναι πλασάρει τον εαυτό του σαν μουσείο ενός αστικού πολιτισμού που κάποτε τον διέκρινε;
Στην Ελλάδα –όχι τυχαία– ο υδροκεφαλισμός του τουρισμού διογκώθηκε την δεκαετία των μνημονίων. Και στους κατ’ εξοχήν τουριστικούς προορισμούς της χώρας αλλά και στις πόλεις. Ήταν η θεωρία της ‘χαραμάδας ευκαιρίας’ που κυριάρχησε, η σπουδή για την ισοστάθμιση της οικονομικής καθίζησης μέσα από την τουριστική άνοδο. Έτσι, την προηγούμενη δεκαετία γεννήθηκε μια μορφή εναλλακτικού τουρισμού στην Αθήνα που έφτασε να διαφημίζει μέχρι και την ίδια την κρίση της πόλης –τα Εξάρχεια σαν στιγμιότυπο «μίσους» που μπορούσαν να ζήσουν οι βορειοευρωπαίοι επισκέπτες ‘on any weekend’, και η Σταδίου σαν ένα μονοπάτι σύντομης περιδιάβασης στην ανέχεια, τις πιάτσες των τοξικοεξαρτημένων, την απελπισία της άδειας, θρυμματισμένης βιτρίνας. Όσο για την Θεσσαλονίκη, υπήρξε πάντα η «πόλη που ποτέ δεν κοιμάται»: η πίεση να μεταβληθεί σε ένα απέραντο ‘γαστρομπάρ_skg’ για κάθε γούστο και κάθε ‘καταναλωτική φυλή’.
Εδώ η αντίληψη του μέτρου λείπει, ίσως πιο πολύ απ’ ό,τι αλλού. «Διασύρεται περισσότερο στον τόπο που την γέννησε». Διότι συν τοις άλλοις υπάρχει και η καθυστέρηση της πολιτικής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού αναγνωρίζει τον υπερτουρισμό, αλλού οι πολιτικές ηγεσίες τοπικές και πανεθνικές έχουν αναγνωρίσει σαν πρόβλημα –παρ’ όλο που είναι ιδιαιτέρως ανθεκτικό, και αντιπαρέρχεται τις εργαλειοθήκες και τα μέτρα που προς το παρόν έχουν επιστρατευτεί για να το αντιμετωπίσουν. Ίσως γιατί έχει συστημικότερες διαστάσεις, και ζητεί πολιτικές που γυρίζουν σελίδα, υπέρ της αποκέντρωσης και της μετατόπισης των υπολοίπων δραστηριοτήτων σε νέα γεωγραφικά κέντρα (όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, με τις ‘πολιτείες του Ήλιου’ αντί για το Λος Άντζελες και την Νέα Υόρκη που διέρχονται μια βαθιά κρίση).
Εδώ παρά το γεγονός ότι ακόμα και διεθνείς οργανισμοί κρίνουν τον κώδωνα του κινδύνου για την μη βιωσιμότητα της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού στο ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης, για αρκετούς από τους ιθύνοντες η ανάδειξη του προβλήματος και μόνον συνιστά ‘υπερβολές’ και ‘εισαγώμενη κριτική’. Διότι υπάρχει και ο υπερτουρισμός σαν μονοπώληση της τουριστικής δραστηριότητας στην ιεράρχηση των πολιτικών προτεραιοτήτων.
Όμως τα μηνύματα που έρχονται από το διεθνές στερέωμα είναι δυσοίωνα. Μπορεί οι δύο τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν δεκαετίες έκρηξης της τουριστικής δραστηριότητας –και δη προς τις πόλεις. Τώρα όμως η περίφημη ‘πολυκρίση’, η σύμπτωση της κλιματικής αλλαγής με την όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, σηματοδοτεί την εξάντληση του ανέμελου καπιταλισμού που έθρεψε αυτήν την άνοδο. Από τους παρατεταμένους θερινούς καύσωνες, τις πυρκαγιές, και την ξηρασία, μέχρι τον πληθωρισμό, και τα τύμπανα του πολέμου, υπάρχουν χίλιοι και δύο λόγοι που πιέζουν για επιπέδωση της ανοδικής καμπύλης. Αν μη τι άλλο, έχουμε περάσει το ζενίθ. Και από αυτήν την εξέλιξη θα δοκιμαστούν περισσότερο οι περιπτώσεις εκείνες που αφέθηκαν να εξαρτώνται περισσότερο από την τουριστική μονοκαλλιέργεια. Και σε τοπικό και σε εθνικό επίπεδο. Αργά ή γρήγορα, επομένως, το ζήτημα υπέρβασης του υπερτουρισμού θα τεθεί πολύ πιο επιτακτικά, σαν πρόκληση βιωσιμότητας.
* Ο Γιώργος Ρακκάς είναι πολιτικός επιστήμονας, και θήτευσε σαν δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης επί δυο θητείες (2014, 2019). Το νέο του βιβλίο Υπερτουρισμός, ανέμελος καπιταλισμός και κοινωνική κρίση της πόλης, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο από τις Εκδόσεις Παττάκη.