χρυσόστομος-σταμούλης-η-ζωή-μου-1364073

Πρόσωπα

Χρυσόστομος Σταμούλης: Η ζωή μου

Την 1η Δεκεμβρίου 2015 ο Χρυσόστομος Σταμούλης αφηγήθηκε τη ζωή του στο Γιώργο Τούλα και στην εκπομπή Ξενοδοχείο 958 του 958fm της ΕΡΤ3. Εδώ όσα είπε.

Γιώργος Τούλας
Γιώργος Τούλας

Την 1η Δεκεμβρίου 2015 ο Χρυσόστομος Σταμούλης αφηγήθηκε τη ζωή του στο Γιώργο Τούλα και στην εκπομπή Ξενοδοχείο 958 του 958fm της ΕΡΤ3.

-Όπως πολύ σωστά λέει ο Ντοστογιέφσκι «Ο άνθρωπος διαμορφώνεται από τρία περιβάλλοντα: το βιολογικό, το φυσικό και το κοινωνικό». Από αυτό τον κανόνα δεν ξέφυγα ούτε εγώ. Γεννήθηκα στην Άφυτο της Χαλκιδικής η οποία με χαρακτήρισε. Έζησα σε αυτό τον τόπο για τρία και μόνο χρόνια και στην πορεία μεταναστεύσαμε στην Αθήνα όπου έζησα ακόμα τρία χρόνια, πρόλαβα να πάω μια εβδομάδα στο δημοτικό και επιστρέψαμε στην Θεσσαλονίκη.

-Κατά έναν περίεργο τρόπο δεν γεννήθηκα σε νοσοκομείο. Ήμουν το δεύτερο παιδί της οικογένειας και η μάνα μου είχε μάθει, όπως μου είπε, και έτσι με ξεγέννησε μαμή στο βορειοδυτικό δωμάτιο του σπιτιού, εκεί που 37 χρόνια μετά την γέννησή μου έφυγε ο πατέρας μου. Έτσι λοιπόν έχω μια περίεργη σχέση με την ελευθερία, ο εαυτός μου χτίστηκε από γερές δόσεις ελευθερίας που μου χάρισε η άμεση και σχεδόν μόνιμη σχέση μου με τις αλάνες, τα κοσμήματα της ψαλτικής του πατέρα μου, το ακορντεόν και η φυσαρμόνικα του, τα λαϊκά τραγούδια που η μάνα μου τραγουδούσε όταν έπλενε τα πιάτα (Τσιτσάνης, Βαμβακάρης και άλλα) κι οπωσδήποτε την οικογενειακή πιστότητα στο μυστήριο της φιλίας. Πρότυπο μου η μεγάλη μου αδερφή. «Ό,τι πει η Χαρούλα μας» έλεγα πάντα και ακολουθούσα. Όπου με συνέφερε βέβαια γιατί όπου δεν με συνέφερε έκανα πάντα του κεφαλιού μου. Μετά ήρθε η ένταξή μου στην χορωδία της Ανάληψης, οι ομάδες, η κατασκήνωση και κυρίως η χορωδία. Εκεί γεννήθηκαν φιλίες ακριβές, ανάσανα Ορθοδοξία και γνώρισα την πραγματική της σχέση με τον πολιτισμό και τον κόσμο ολάκερο. Μετά ήρθε ο καιρός της Θεσσαλονίκης, επιστρέψαμε από την Αθήνα στον Προφήτη Ηλία.

-Οι πρώτες μου αναμνήσεις πολλές και έντονες. Το καλντερίμι αυτό το περίφημο της Προφήτου Ηλίου το οποίο ανεβοκατέβαινα καθημερινά για να φτάσω στη Κασσάνδρου και να πάω στο σχολείο μου. Το σπίτι μου ήταν στο τέλος της Προφήτου Ηλίου, κολλούσε στην εκκλησία, ανάσινε την αναπνοή της. Θυμάμαι τα παιχνίδια στην αυλή του Άη Δημήτρη, στο τζαμί, στο Αλατζά Ιμαρέτ, την εξερεύνηση στα ερειπωμένα τουρκόσπιτα της γειτονιάς, το μαγαζάκι του Κυρ Γιάννη με τις τουλούμπες και την μορταδέλα, τα φοιτητικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ήταν εμπειρίες πολύ όμορφες και ο τόπος έδινε την δικιά του ερμηνεία στα πράγματα. Έφυγα για ένα διάστημα από τον Προφήτη Ηλία και πήγαμε ανατολικά εξαιτίας της χορωδίας. Επειδή ήταν όλοι οι φίλοι μου εκεί, οι γονείς μου αποφάσισαν να πάμε και να νοικιάσουμε ένα σπίτι για να είμαι κοντά στις παρέες και στη χορωδία. Επέστρεψα ξανά στον Προφήτη Ηλία στην διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων όπου έμενα μόνος μου στο σπίτι αφού οι γονείς μου είχαν επιστρέψει στην Χαλκιδική. Τα χρόνια στο Πανεπιστήμιο ήταν όμορφα, γνωριμίες ωραίες με καθηγητές και φίλους, ταξίδια θεολογικά, πάθος για γνώσεις, ατέλειωτες ώρες στο Μακεδονικό και στο Κρατικό, ψευτο απασχόληση στο φωτογραφείο του θείου στην Αγίου Δημητρίου και βεβαίως τα πρώτα κειμενάκια. Οι πρώτες στήλες και οι πρώτοι έρωτες.

-Πολλοί με ρωτάνε γιατί επέλεξα την Θεολογία, τι ήταν αυτό που με τράβηξε σε αυτή την επιστήμη. Είναι μια συγκυρία. Αποφάσισα να γίνω θεολόγος στο πατάρι του Τότι στην Λεωφόρο Νίκης. Ήμουν αρχές Τρίτης Λυκείου και καθόμουν με έναν καλό φίλο, τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, φοιτητή της θεολογίας, μαέστρο μου στην χορωδία της Ανάληψης και με ρώτησε «Τι θα κάνεις; Τελειώνεις το Λύκειο» και του λέω «Θεωρητικά θα πάω. Νομική, Φιλολογία». Μου λέει «Θεολογία δεν σκέφτεσαι;» και του λέω «Γιατί όχι;». Εκεί καρφώθηκε στο μυαλό μου. Οφείλω να πω ότι ο Μιχάλης έπαιξε μεγάλο ρόλο γιατί ήταν ένας ωραίος άνθρωπος με την μηχανή του, το πινκ πονκ του και χίλια δυο άλλα πράγματα. Οπότε τα πρότυπα συνήθως μας τα δίνουν οι άνθρωποι δεν είναι αυτά καθ αυτά τα αντικείμενα, μετά έρχεται αυτή η σχέση με τα αντικείμενα. Βέβαια εμένα το μυαλό μου ήταν πάντα στην μουσική. Με ρώτησε ο πατέρας μου την ίδια ερώτηση και εγώ του είπα πως θα γίνω μουσικός. Μάλιστα τότε είχα κάνει και μια συνάντηση με τον αδελφό του ο οποίος δούλευε στην Air France και είχαμε βρεθεί με έναν τσελίστα της ορχήστρας των Παρισίων και προσπαθούσε να με πείσει να πάω στο Παρίσι να συνεχίσω μεταπτυχιακά φλάουτο. Το είπα στον πατέρα μου και μου είπε «Καλά πήγαινε να κοιμηθείς».Τότε δεν υπήρχε στο πανεπιστήμιο μουσικολογία και μου λέει «Θα πεθάνεις στη ψάθα μουσικός σκέψου τι άλλο θα κάνεις» και του λέω αυθόρμητα πως αν κάνω κάτι άλλο, θα κάνω θεολογία. Το χάρηκε γιατί ήτανε Ψάλτης, άνθρωπος της εκκλησίας και φυσικά κοιμήθηκα κι εγώ ήσυχα.

-Έτσι βρέθηκα από αγάπη στην Θεολογική. Βέβαια σε ποια Θεολογική; Δεν πέρασα στις πανελλαδικές Θεσσαλονίκη και αναγκάστηκα να φύγω στο Βελιγράδι. Αυτή η αποτυχία (πολλοί θέλουμε να ξορκίζουμε τις αποτυχίες, εγώ πιστεύω ότι η ζωή χτίζεται πάνω στη αξιοποίηση των αποτυχιών) μου έδωσε την δυνατότητα να βρεθώ δίπλα σε σπουδαίους ανθρώπους της θεολογίας και αν ζήσω μια χρονιά στο Βελιγράδι μαγική και σε μια εποχή σοσιαλισμού, για πρώτη φορά μόνος μου, με φίλους, την εμπειρία του ξένου, τη σχέση με τα πράγματα κι όταν επέστρεψα πίσω δίνοντας εξετάσεις στη θεολογική σχολή και μπαίνοντας στο δεύτερο έτος, είχα πλέον βρει ένα δρόμο, είχα μπει στη διαδικασία της επιστήμης. Τελείωσα στο 87’ και έφυγα για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία. Εκεί έκανα το μάστερ μου και επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να κάνω το διδακτορικό μου ενώ παράλληλα διορίστηκα στη Ελληνογαλλική σχολή Καλαμαρί ως θεολόγος. Χρόνια όμορφα, τα θυμάμαι με νοσταλγία και αγάπη. Έμεινα εκεί 7 χρόνια, ενδιάμεσα πήγα στο στρατό και στην πορεία το 95’ διορίστηκα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

-Δίδαξα για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο στα 31 μου, εμπειρία μοναδική, διαδικασία ανακάλυψης. Κάθε μάθημα και μια καινούρια δημιουργία. Όσοι ασχολούνται με παιδιά και νέους δεν πλήττουν εύκολα. Το δασκαλίκι είναι ευλογία. Με ρώτησαν στη Ρουμανία , σε ένα σχολείο τι έμαθα τόσα χρόνια από τα παιδιά. Απάντησα άμεσα, χωρίς δεύτερη σκέψη «Να ονειρεύομαι». Το υποστηρίζω και σήμερα που τα όνειρα διώκονται και κυρίως αυτά των νέων ανθρώπων.

-Εκτός από τη θεολογία από νωρίς μπλέχτηκα με τη μουσική. Όπως συνηθίζω να λέω είμαι διφυσίτης Χαλκηδόνιος. Η θεολογική είναι η μια μου φύση, η άλλη είναι η μουσική. Δύο φύσεις, ένα πρόσωπο. Έχω την αίσθηση ότι δεν θα μπορούσα παρά να είμαι μουσικός. Θέλεις η επίδραση του πατέρα μου, θέλεις η χορωδία της Ανάληψης, με γέμισαν μουσικά μικρόβια τα οποία αδυνατούσα να αποβάλλω μέχρι και σήμερα. Από μικρός χανόμουν μέσα στις μουσικές.Όχι βέβαια ενσυνείδητα. Θυμάμαι κάποτε πήρα στο τηλέφωνο έναν φίλο μου και του λέω «Τι κάνεις ρε συ;». Περίμενα να ακούσω παίζω, διαβάζω ή κάτι τέτοιο. Κι εκείνος μου είπε «Ακούω μουσική» και είπα από μέσα μου «Τι είναι αυτό τώρα; Πρόβλημα θα έχει το παιδί. Κάθεται και ακούει μουσική;». Εκ των υστέρων, κατάλαβα πως κι εγώ ανήκω σε εκείνη των χωρία των προβληματικών που μπορούν να περνάνε τις ώρες ακούγοντας και παίζοντας μουσική. Τυπικά όλα ξεκίνησαν από τότε που οι γονείς μου, μου πήραν δώρο μια κόκκινη μελώδικα Hohner. Μετά ήρθε το φλάουτο, τα θεωρητικά, οι ορχήστρες και σιγά σιγά η δημιουργία των πρώτων τραγουδιών. Για ένα διάστημα ζωγράφιζα σε όλα μου τα παντελόνια νότες, τριγυρνούσα συνεχώς οπλισμένος με μολύβι και πεντάγραμμο. Μουσικές άκουγα και ξένες και ελληνικές. Λόγω φλάουτου λάτρευα τον Ίαν Άντερσον, ένα πόστερ του στόλιζε το φοιτητικό μου δωμάτιο στο Βελιγράδι. Η καρδιά μου όμως ήταν με τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, το Λοΐζο , τον Κουγιουμτζή, τον Σαββόπουλο, τους αδελφούς Κατσιμίχα. Αργότερα με την Καραΐνδρου και άλλους πολλούς.

-Εκείνος που έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο στην μετέπειτα διαμόρφωσή μου ήταν ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Δάσκαλος μέγας και φίλος ακριβός. Με τίμησαν με την φιλία τους κι αυτός και η Αιμιλία. Η πρώτη συνάντηση έγινε το 91’ τον έψαχνα από το 89’ στην Αθήνα. Μου είχαν δώσει μαλιστα και ένα τηλέφωνο στο οποίο επανειλημμένα τον κάλεσα και δεν απάντησε ποτέ. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Αφού είχε ήδη επιστρέψει από το 89’ στη Θεσσαλονίκη. Ώσπου τον Δεκέμβρη του 91’, περπατώντας στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, έπεσα πάνω σε αφίσα με το πρόσωπο του στην οποία έγραφε «Ο Μιχάλης Κουγιουμτζής παρουσιάζει τους τάδε». Ανάμεσα στα ονόματα των νέων τραγουδιστών ήταν και του καλού φίλου και συγχοροδού Μιχάλη Παπαζήση. Ένας ενθουσιασμός με κυρίεψε. Πήγα, βρήκα τον Μιχάλη, μου έδωσε το τηλέφωνο του Σταύρου, πήγαμε, τον είδαμε και έτσι ξεκίνησαν όλα. Όταν με ρώτησε πόσα χρόνια δουλεύει η χορωδία μας, του είπα «Τρεις μήνες». Με κοίταξε παράξενα και αυτός και η Αιμιλία σαν να έλεγε « Ε το παιδί θα το βοηθήσουμε να δούμε τι θα γίνει». Έγινε η πρώτη συναυλία αφιέρωμα και αμέσως το καλοκαίρι με κάλεσε για να κάνουμε μια μεγάλη συναυλία στα Δημήτρια με τον Γιώργο Νταλάρα και την δική του ορχήστρα. Εκεί το ταξίδι αποκτά νόημα και από τότε μείναμε αχώριστοι. Ο Σταύρος ήταν ένας άνθρωπος οικείος με πολύ χιούμορ, αμεσότητα και φυσικά λαϊκά ερείσματα. Νομίζω ότι τέτοιοι άνθρωποι δυναμώνουν τη ζωή τον ανθρώπων και μας δίνουν αντισώματα για όλα αυτά που αργότερα μπορεί να χτυπήσουν τους καρπούς. Το ταξίδι αυτό κράτησε χρόνια. Ο Σταύρος τράβηξε για το φεγγάρι μα αυτό κρατάει ακόμα. Στα αλήθεια ο Σταύρος δεν έφυγε ποτέ από κοντά μας, μας χάρισε φίλους πολύτιμους: το Μιχάλη Παπαζήση, το Μανώλη Χατζημανώλη, τον Ανδρέα Καρακότα και όλα τα παιδιά της ορχήστρας, μας εμπιστεύτηκε στη χορωδία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου για κάποια χρόνια. Εξαιρέτως δε την Αιμιλία.

Το ”Στα ψηλά τα παραθύρια” είναι το τραγούδι του Σταύρου που θυμάμαι. Θα ήμουν 10 χρονών και ο άντρας της αδελφής της μητέρας μου με έπαιρνε και κρατούσα τσίλιες τα καλοκαίρια στην Άφυτο της Χαλκιδικής, απέναντι σε πανηγύρια που είχε και σε λαϊκές της εποχής, είχε μια μεγάλη κασέτα, την έβαζε στο αμάξι και ήταν Κουγιουμτζής. Εγώ βέβαια δεν ήξερα ούτε τον Κουγιουμτζή, ούτε τον Νταλάρα αλλά με είχε τρελάνει όλος αυτός ο δίσκος και κυρίως αυτό το τραγούδι γιατί είχε μέσα αυτούς τους απίστευτους στίχους «Στα ψηλά τα παραθύρια, δυο ματοκλαδα γιοφύρια, μαύρα μάτια και μεγάλα ζυμωμένα με το γάλα». Αυτό με τα μάτια ζυμωμένα με το γάλα ήταν παράδοξο. Η λειτουργία του παράδοξου μέσα από ένα απόλυτα λαϊκό τρόπο. Κατέβαινα λοιπόν το καλντερίμι εκεί στην Άφυτο και μου έλεγε η αδελφή μου «Τι έχεις πάθει με αυτό το πράγμα». Δέκα χρονών παιδί να τραγουδάει αυτό το τραγούδι ήταν κάπως τρελό. Μπολιάστηκα από πολύ νωρίς με τον Σταύρο Κουγιουμτζή ο οποίος όπως σας είπα, μου χάρισε την φιλία του και πάνω του χτίστηκε ουσιαστικά η χορωδία μας, η χορωδία του Άη Γιάννη. Μια χορωδία για την οποία υπήρξε υπεύθυνος ο πατήρ Δαβίδ Τζουμάκας. Με μάρκαρε στενά για αρκετά χρόνια, γνωριζόμασταν από τα μέσα της δεκαετίας του 70’. Δεν ήταν παπάς τότε και όταν αργότερα χειροτονήθηκε μου είπε πως θα ήταν όμορφα να μεταφέρουμε την εμπειρία της ανάληψης εκεί και να κάνουμε μια καινούργια χορωδιακή προσπάθεια. Για αρκετά χρόνια αντιστάθηκα λέγοντας πως «Προηγείται η Ανάληψη». Όταν επέστρεψα από το στρατό η ιδέα είχε ωριμάσει. Το βρήκα στο ιερό του ναού το 91’ και του λέω «Παπά μου, ισχύει η πρόταση σου;». Σηκώθηκε πάνω, με αγκάλιασε και μου είπε «Για εμένα σήμερα είναι ανάσταση». Μια ανάσταση που κρατάει 24 χρόνια. Αυτός έφυγε και εμείς επιμένουμε εκεί.

-Αυτή λοιπόν είναι η χορωδία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και η ορχήστρα του. Μια παρέα που αντέχει στον χρόνο και η ανθεκτικότητα αυτής σχετίζεται με το γεγονός ότι πρώτα είμαστε φίλοι και μετά καλλιτέχνες. Πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν από αυτή την ομάδα. Τους βλέπουμε σήμερα να δημιουργούν και τους καμαρώνουμε. Άνοιξαν τα φτερά τους κι εμείς συνεχίζουμε να τους καμαρώνουμε για το πέταγμα τους. Έχουμε βάλει ρίζες βαθιές γι αυτό αντέξαμε ανέμους γερούς και ανεμοστρόβιλους. Πληγωθήκαμε αλλά βγήκαμε δυνατοί και κυρίως ενωμένοι.

-Φτιάξαμε όλα αυτά τα μουσικά μας σχήματα στον χώρο της εκκλησίας και νομίζω πως είναι αυτή η ευλογία που μας χάρισε η ορθόδοξη εκκλησία. Συνήθως βγαίνουν προς τα έξω τα αρνητικά για την εκκλησία, ζούμε τον φασισμό της κυριαρχίας της φθοράς. Ε λοιπόν μπορώ να πω πως υπάρχει και η άλλη πλευρά. Δεν πιστεύω στη σύγκρουση των θρησκειών, ένας μύθος είναι. Οι θρησκείες δεν μπορούν εάν λειτουργούν κατά φύση, να συγκρούονται. Συγκρούονται μόνο όταν παραδίδονται αμαχητί στις σειρήνες της εξουσιαστικότητας και στους πορνικούς εκφραστές τους. Ζούμε σε μια εποχή άγριου φονταμενταλισμού θρησκευτικού, πολιτικού, αθλητικού. Πιστεύω βαθιά πως η εκκλησία και ειδικά η ορθόδοξη μπορεί να αποτελέσει ένα κάποιο ανάχωμα. Μικρό αλλά ικανό να φωτίσει από μια άλλη γωνία τη ζωή. Να φέρει στη δημόσια πλατεία χαμένα οικοδομικά υλικά που συγκροτούν ερωτικά τη ζωή, την αλληλεγγύη, την αγάπη, την ελευθερία, τον σεβασμό στην ετερότητα, στον άλλον, τον ξένο, τον διαφορετικό. Θέλει βέβαια να βγει από την φυλακή που την κλείσανε και να γίνει αληταριό, να δραπετεύσει στον δρόμο που βάδισε ο Χριστός να ξαναβρεί την πόρνη, τον ληστή και την καινούρια της φάτνη.

-Με ρωτάνε πολλές φορές πως φαντάζομαι τον εαυτό μου σε πολλά χρόνια, σε είκοσι χρόνια για παράδειγμα. Πρώτα ο θεός να ζω και να περιστοιχίζομαι από ανθρώπους που με αγαπούν και αγαπώ. Να είμαι ακόμα δημιουργικός, να γυρίζω πίσω και να λέω «Άξιζε αυτή η ζωή». Να νιώθω πως μοιράστηκα, έκανα να το χρέος μου, δεν πρόδωσα την κλίση να ταξιδέψω την ευθύνη της ζωής, να βλέπω μαθητές μου να προχωρούν και να χτίζουν νέες πραγματικότητες με τα υλικά που συνέλεξαν από τα χρόνια της μαθητείας, να γκρεμίζουν το παλιό σπίτι και να φτιάχνουν καινούριο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εποχής και των νέων ενοίκων του. Κι αν είμαι τυχερός, ένα βράδυ που θα κάθομαι στο παράθυρο του σπιτιού να περάσει κάτω από το σπίτι καμιά παρέα νέων παιδιών και να παίζει κανένα τραγουδάκι μου. Έτσι δεν λέει ο ποιητής;

-Κι επειδή πάνω από όλα αισθάνομαι δάσκαλος, θα ήθελα να κάνω κάποιες σκέψεις πάνω στην πορεία του ελληνικού πανεπιστημίου. Είναι δύσκολοι οι καιροί μας και πολλές φορές τα παιδιά με ρωτούν «Ποια είναι η προοπτική; Τι μέλλον έχουμε;». Αν αυτή η ερώτηση γίνει σε ένα τμήμα θετικής κατεύθυνσης, ίσως οι απαντήσεις να είναι πιο εύκολες. Όταν οι ερωτήσεις γίνονται σε ανθρώπους που βρίσκονται στον χώρο των θεωρητικών επιστημών, της θεολογίας, της ιστορίας, των καθηγητικών σχολών, εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν. Πρέπει να κοιτάξεις στα μάτια τα παιδιά και να τους πεις την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι πλέον το πτυχίο δεν συνδέεται με την εργασία. Δεν είναι εύκολο δηλαδή σήμερα να τελειώσει κάποιος φοιτητής και να εργαστεί. Αυτό συνέβαινε σε παλιές, καλές εποχές, ήταν κανόνας. Τώρα μπορεί κανείς να περιμένει πολλά χρόνια ή και να μην διοριστεί ποτέ. Άρα λοιπόν ποιος είναι ο ρόλος του πανεπιστημίου όταν δεν συνδέεται με την παραγωγή; Νομίζω ότι θα πρέπει να συνηθίσουμε σε αυτό το γεγονός, όχι να το αποδεχτούμε, αλλά συνηθίσουμε και να προχωρήσουμε σε ένα στάδιο πιο δυναμικό. Να διαλέξουμε να ασχοληθούμε με πράγματα τα οποία αγαπούμε, να ερωτευτούμε με πραγματικότητες και να χαθούμε μέσα στην ερωτική σχέση του πανεπιστημίου. Δηλαδή να πάμε για να συγκροτήσουμε τον εαυτό μας και αύριο μπορεί να εργαστούμε σε έναν χώρο που δεν έχει καμία σχέση με αυτό το οποίο κάναμε στο πανεπιστήμιο, όμως έχουμε δημιουργήσει έναν εαυτό ο οποίος θα έχει τις δυνάμεις εκείνες για να αντέξει αυτές τις πιέσεις των καιρών. Δεν πιστεύω πως οι σπουδές σήμερα γίνονται με αποκλειστικό σκοπό την επαγγελματική αποκατάσταση.

-Γι αυτό και θαυμάζω παιδιά τα οποία επιλέγουν χώρους οι οποίοι δεν έχουν καμία τέτοια προοπτική αλλά νιώθουν ότι μπορούν να χαθούν μέσα σε ένα τέτοιο όνειρο. Και το κάνουν αυτό με πάθος. Υπάρχουν φοιτητές λογιών λογιών. Κάποιοι οι οποίοι έρχονται και δυσανασχετούν από την πρώτη μέρα. Πολλές φορές τους λέω πως θα πρέπει να φύγουν από τα μαθήματα μου ότι θα πρέπει να φύγουν από τον προθάλαμο του σπιτιού στον οποίο βρίσκονται και να αρχίσουν να γνωρίζουν όλο το σπίτι. Γιατί αυτή είναι η δυστυχία: να μπεις σε ένα χώρο, να λειτουργήσεις ανέραστα και να βγεις χάλια, πολύ χειρότερα από ότι μπήκες. Η δικιά μας η πρόκληση είναι να τους δημιουργήσουμε αυτές τις συνθήκες, ενός ωραίου ταξιδιού. Λέει ο Ντοστογιέφσκι στον ηλίθιο ότι «Πότε χάρηκε ο Χριστόφορος Κολόμβος; Όταν ανακάλυψε την Αμερική». Κι απαντάει ο ίδιος «Όχι. Λίγο πριν, τρεις μέρες πριν. Όταν κατάλαβε ότι την ανακαλύπτει».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα