Η Ελένη Ευθυμίου είναι το μέλλον του θεάτρου
Το πιο ταλαντούχο νέο κορίτσι του ελληνικού θεάτρου σήμερα ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη, ξανά για ένα μεγάλο στοίχημα: Τη «Μεγάλη Πλατεία».
Η Ελένη Ευθυμίου είναι ένα δυναμικό νέο πρόσωπο που αναμένουμε να αποτελέσει το μέλλον του θεάτρου σε αυτή την χώρα, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην ηλικία των 33 ετών, το όνομά της έχει συνδεθεί με κάποιες από τις πιο επιδραστικές θεατρικές παραστάσεις τα τελευταία χρόνια.
Από την υποκριτική και το τραγούδι, μέχρι την σκηνοθεσία θεατρικών παραγωγών, ιδιότητα υπό την οποία την παρατηρούμε με αμείωτο ενδιαφέρον τις περασμένες σεζόν, η ματιά της είναι απρόσκοπτη, ακομπλεξάριστη και φτάνει μακριά. Με μυαλό ανοιχτό και καρδιά πλήρως ‘συνδεδεμένη’ με ό,τι επιδιώκει, καλώντας μας να έρθουμε κοντά και να αποδεχτούμε σαν νόρμα όλα αυτά που θεωρούμε μακριά από μας. Γιατί στην πραγματικότητα είναι μόλις μια ανάσα απόσταση.
Έχοντας μεγαλώσει στην Αθήνα, έφτασε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη σαν φοιτήτρια στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, σπουδάζοντας υποκριτική και σκηνοθεσία, ενώ έχει σπουδάσει επιπλέον κλασικό τραγούδι κοντά στην καταξιωμένη μέτζο σοπράνο Rossitza Troeva. Ακολούθησαν σεμινάρια και εργαστήρια θεάτρου και τραγουδιού πλάι σε χαρισματικούς εκπαιδευτές, ενώ δεν άργησε και η άνοδος πάνω στην σκηνή, αρχικά στον ρόλο της ηθοποιού και πλέον σε αυτόν που κινεί όλα τα νήματα, της σκηνοθέτη.
Ίσως από τις πιο εμβληματικές συνεργασίες της Ελένης Ευθυμίου είναι αυτή με τους “Εν δυνάμει”, η οποία την έφερε πριν λίγα χρόνια πίσω στην πόλη μας. Ο λόγος για μία κολεκτίβα νέων καλλιτεχνών με και χωρίς αναπηρία, μια ομάδα που οραματίζεται την ενσωμάτωση του “διαφορετικού” και του “ανοίκειου” μέσα στο χώρο των τεχνών και την ευρύτερη κοινωνία, και δρα υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Ελένης Δημοπούλου. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν να μας χαρίσει μια τριλογία επιδραστικού θεάτρου, που αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς, και κατά την οποία η ίδια καταξιώθηκε για τις ικανότητές της.
Φτάνοντας στο σήμερα, την συναντάμε να σκηνοθετεί για πρώτη φορά στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, την “Μεγάλη Πλατεία” του Νίκου Μπακόλα, ένα εμβληματικό κείμενο της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας, σε θεατρική μεταφορά του Άκη Δήμου. Ένα εγχείρημα μεγάλο από μόνο του, η Ελένη Ευθυμίου μίλησε τόσο για αυτό το μεγάλο στοίχημα του Κρατικού για το φετινό χειμώνα, όσο και για όλα όσα την έφεραν σε αυτό.
Στην κουβέντα μας, δίνει ξεκάθαρα τον αέρα μιας πολύπλευρης καλλιτέχνη, όπως και αυτόν ενός ατόμου έτοιμου να διαχειριστεί τα πάντα σε μια σκηνή. Και το πιο εντυπωσιακό είναι η γνήσια χαρά της με όλο αυτό, παρά τις δυσκολίες που μπορεί να ενέχει. Το χάος δεν την τρομάζει, ίσα ίσα αποτελεί πρόκληση.
Όπως αναφέρει άλλωστε για το πώς οδηγήθηκε στο θέατρο: “Η υποκριτική ήταν κάτι που με γέμιζε σαν ιδέα από πολύ μικρό παιδί, 5 χρονών περίπου, έβλεπα ταινίες και ταυτιζόμουν με τους ήρωες, και σκεφτόμουν ότι μέσα από το θέατρο και μέσα από την δημιουργία και την επινόηση άλλων κόσμων έχεις και την δυνατότητα να έχεις μεγαλύτερη ποικιλία στη ζωή σου. Οπότε είναι κάτι που οραματίστηκα από μικρή να το κάνω και δεν άλλαξα γνώμη”.
Όσο για την σκηνοθεσία, αναφέρει, “Ήταν κάτι που δεν ήξερα τι είναι, οπότε δεν ήξερα ότι το θέλω. Αλλά μέσα από διάφορες δραστηριότητες, στις οποίες εμπλεκόμουν από μικρή, μου φανερώθηκε σαν μια επιθυμία και μια δυνατότητα. Κι έτσι, στα πιο μετέπειτα χρόνια του λυκείου, εκδηλώθηκε και έμπρακτα, αφού στις σχολικές παραστάσεις που εμπλεκόμουν άρχισα να σκηνοθετώ κιόλας. Στην τρίτη λυκείου είχα συνεργαστεί με τον δάσκαλο της μουσικής και με έναν άλλο συμμαθητή και είχαμε μεταφέρει σε θεατρική μορφή το “The Wall” των Pink Floyd. Αυτό ήταν η πρώτη πιο σκηνοθετική δουλειά. Και μετά, μπαίνοντας στη σχολή, χωρίς να είναι σαφές για μένα ότι αυτό θέλω να κάνω, φάνηκε μέσα από τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίθηκα στα μαθήματα σκηνοθεσίας”, αναφέρει.
Πώς βοηθάει τελικά στην σκηνοθεσία το να έχεις υπάρξει ηθοποιός; “Αντιλαμβάνεσαι πόσο σαφής πρέπει να είσαι για να σε καταλάβει ένας ηθοποιός”, αναφέρει. “Αντιλαμβάνεσαι πόσο δύσκολο είναι αυτό που του ζητάς να κάνει, οπότε τον σέβεσαι περισσότερο, του δίνεις περισσότερο χρόνο, περισσότερες ευκαιρίες. Αντιλαμβάνεσαι ότι ο κάθε ηθοποιός μπορεί να χρειάζεται να τον βοηθήσεις από διαφορετικό δρόμο, να έχει άλλη αφετηρία στο να προσεγγίσει έναν ρόλο ή μία συνθήκη. Επίσης, αντιλαμβάνεσαι αν είναι εύκολο ή δύσκολο αυτό που του ζητάς, γιατί ξέρεις εσύ, αν θα βρισκόσουν στην ίδια θέση, αν θα μπορούσες να ανταποκριθείς ή όχι”.
Το τραγούδι, το οποίο επίσης αποζητούσε από μικρή ηλικία, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καλλιτεχνικής της υπόστασης, επηρεάζοντας με εγγενείς τρόπους την δουλειά της μέχρι σήμερα. “Η μουσική όταν μπαίνει στη ζωή σου, επηρεάζει ακόμα και τον τρόπο που σκέφτεσαι σε καθημερινό επίπεδο, πόσο μάλλον αν σκηνοθετείς. Γιατί μουσική στο θέατρο δεν αποτελεί μόνο η μουσική υπόκρουση, αλλά μπορεί να είναι ρυθμός των σκηνών, μπορεί να είναι ο λόγος, μπορεί να είναι το ηχόχρωμα της φωνής του ηθοποιού, μπορεί να είναι η ροή της δραματουργίας ή ο τρόπος που εναλλάσσεται η μία σκηνή μέσα στην άλλη.
Για μένα το βίωμα της σπουδής του κλασικού τραγουδιού έχει εντυπωθεί μέσα μου και με έχει διαμορφώσει. Η ίδια η σπουδή απαιτεί από σένα να είσαι πολύ ακριβής, να είσαι πολύ πειθαρχημένος. Χρειάζεται να έχεις καλή φυσική κατάσταση και διαρκή εγρήγορση. Έχοντας η ίδια μπει στη διαδικασία -μέσα από αυτή τη σπουδή του τραγουδιού- να προσεγγίσω τα προσωπικά μου όρια σε σχέση με την εκτέλεση και την ερμηνεία, έχω αντίστοιχα αναπτύξει το μικρόβιο να αποζητάω από τους άλλους το δικό τους “παραπάνω”, δε μου αρκεί δηλαδή η ευκολία κάποιου, μου αρέσει να τον δω να εκτίθεται πραγματικά, προσωπικά, αληθινά, να βρει πτυχές του εαυτού του που δεν είχε ανακαλύψει. Αγαπώ τους ηθοποιούς που έχουν καλή σχέση με τη μουσική. Μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να συνεννοηθούμε, κάπως πιο γρήγορα, σαn να υπάρχει ένας κοινός κώδικας. Πιο πολύ όμως αγαπώ εκείνους που δεν έχουν τόσο καλή σχέση με αυτό -ή νομίζουν πως δεν έχουν- αλλά αποφασίζουν να ξεπεράσουν αυτή τη δυσκολία και τραγουδούν κι ας μην είναι το αποτέλεσμα άρτιο: βλέπω το τραγούδι ως έναn τρόπο οι άνθρωποι να γίνονται πιο άμεσοι, πιο προσωπικοί, να εκτίθενται πιο αληθινά και πιο βαθιά, μέσα από έστω κι ένα μουρμούρισμα.
Είναι μια γλώσσα η μουσική, όχι απαραίτητα λεκτική, που μας γυρνάει αμέσως σε πιο “πρώτες” λειτουργίες, πιο προσωπικές και ειλικρινείς. Ζούμε σε μια κοινωνία που απαιτεί από μας να μιλάμε διαρκώς, να τυποποιούμε τον λόγο μας, την σκέψη μας, να κάνουμε γρήγορες και εύκολες επικοινωνίες, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει βάθος και χωρίς να υπάρχει απαραίτητα πάντοτε η προσωπική εμπλοκή. Οπότε το τραγούδι σε γειώνει με έναν τρόπο, σε φέρνει κοντά σε πιο πρώιμες, πρωτογενείς καταστάσεις”, αναφέρει.
Έχει εκείνη κάποιο προσωπικό τελετουργικό κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μιας παράστασης; “Έχω κάποιες τελετουργίες. Δεν ξέρω αν θα τις φανερώσω. Θα προτιμούσα να κρατηθούν στο μυστήριο”, λέει γελώντας. “Ένα πράγμα που με απασχολεί είναι το πώς μπορεί να εμπνευστούν οι συνεργάτες σε μία νέα δουλειά να ενωθούν και να λειτουργήσουν ως σύνολο και όχι ως ατομικότητες, πώς θα μπορέσουν να οικειοποιηθούν το όραμα το δικό σου, πώς θα μπορέσει το όραμα το δικό σου να γίνει και όραμα δικό τους. Εγώ φεύγοντας από μία παράσταση δεν θέλω να νιώθω ότι οι άνθρωποι εξυπηρετούν τις ιδέες μου. Θα ήθελα να νιώθω ότι με κάποιον τρόπο δικό τους, έχουν καταφέρει να βρουν ένα μονοπάτι στο οποίο μπορούν να εκφράζονται και να χαίρονται και να επικοινωνούν αυτό που έχουν φτιάξει μαζί. Οπότε μία “τελετουργία”, ας το πούμε, είναι η προσπάθεια δημιουργίας ομαδικού πνεύματος, και συλλογικής ευθύνης. Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε πάντα βέβαια, αλλά τουλάχιστον να έχει βρει ο καθένας έναn προσωπικό τρόπο να εμπλέκεται μέσα στην όλη διαδικασία και παράλληλα να νιώθει ξεχωριστός αλλά και αναπόσπαστο μέρος του Όλου”.
Τι είναι αυτό που δίνει περισσότερο αέρα για δημιουργικότητα, η υποκριτική ή η σκηνοθεσία; “Ξεκάθαρα το καθένα με τον τρόπο του. Για μένα, νιώθω ίσως πιο δημιουργική μέσα από την σκηνοθεσία, γιατί έχω τη δυνατότητα να εμπλακώ με πολύ περισσότερους τομείς. Έτσι, η μανία μου να κάνω πολλά πράγματα μπορεί με κάποιον τρόπο να καταλαγιάζει μέσα από την σκηνοθεσία. Αλλά και η ζωή του ηθοποιού είναι εξαιρετικά δημιουργική, εάν δεν βολεύεται στην ασφάλειά του, και αν δοκιμάζει διαρκώς, και αν διαρκώς ψάχνει τρόπο να κρατάει ζωντανό κάτι, και αν το χαλάει αυτό το κάτι για να φτιάξει κάτι άλλο, τότε ναι μιλάμε για μία συναρπαστική δουλειά”.
Οι παραστάσεις που έχουν συνδεθεί με το όνομά της έχουν αναμφισβήτητα κοινωνικό χαρακτήρα. Πόσο προσωπικό θέμα είναι η υλοποίησή τους; “Μαραζώνω όταν δεν με αφορά αυτό με το οποίο ασχολούμαι. Οπότε ψάχνω πάντα κάτι να με κεντρίζει”. Όπως αναφέρει, “Αν δεν έχω επιλέξει εγώ το θέμα της παράστασης, αλλά έχω αναλάβει ωστόσο τη δουλειά, ψάχνω να βρω τι είναι αυτό που πραγματικά και προσωπικά με συνδέει. Αν δεν το βρω αυτό, νιώθω μισή και μπορεί να νιώσω κι ότι απέτυχα εν τέλει, αν δεν πραγματοποιηθεί αυτό το κλικ – αυτή η μετατόπιση μέσα από την οποία όντως εκτίθεμαι κι εγώ μέσα από το τελικό αποτέλεσμα”.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τους “Εν δυνάμει”, με τους οποίους υλοποιήθηκαν κάποιες από τις πιο διαφορετικές παραστάσεις; “Η εμπλοκή με την ομάδα “Εν δυνάμει” ξεκίνησε το 2013, όταν η Ελένη Δημοπούλου, η καλλιτεχνική διευθύντρια της ομάδας, μου πρότεινε να γνωριστώ, να κάνω εργαστήρια και να συνεργαστώ με την ομάδα στη δημιουργία μιας παράστασης που θα είχε σαν θέμα το οριακό σημείο μεταξύ “κανονικότητας” και “μη κανονικότητας”, το οποίο σαν ιδέα με γοήτευσε πάρα πολύ. Για κάποιον λόγο δέχτηκα χωρίς καμία αναστολή, και χωρίς κανένα κράτημα. Και πράγματι, ακόμα και η παραμικρή ανασφάλεια ξεπεράστηκε μόλις γνωρίστηκα με τα μέλη της ομάδας -ένα σύνολο ήδη δουλεμένο από την Ελένη Δημοπούλου αλλά και πρόθυμο να δουλέψει σκληρά και με πάθος. Δεν άργησα να καταλάβω πόσο απελευθερωτικό είναι να δουλεύεις πάνω σε ένα θέμα που σε αφορά, και πόσο ακόμα σημαντικό είναι το θέμα αυτό να τροφοδοτείται από τα ίδια τα μέλη της ομάδας: πολλές διαφορετικές προσωπικότητες που εμπνέουν με τη διαθεσιμότητά τους τη δημιουργία μη συμβατικής φόρμας και μη τυπικών τρόπων αναπαράστασης”.
Ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της δουλειάς ήταν και το γεγονός ότι επρόκειτο για άτομα που δεν ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά και άτομα με αναπηρία, τα οποία πολλοί θεατές δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν πάνω στη σκηνή. Ποια ήταν η εμπειρία της κάνοντας για πρώτη φορά κάτι τέτοιο; “Δεν το συζητώ ότι αισθάνθηκα μια απέραντη ελευθερία έκφρασης, γιατί είχα ένα φανταστικό υλικό, το οποίο βρισκόταν και βρίσκεται μπροστά σε έναν μονόδρομο: να προχωρήσει, να μάθει, να εξελιχθεί, να δημιουργήσει και να εκφραστεί. Δεν υπήρχε δηλαδή από τους ανθρώπους η οποιαδήποτε αναστολή που μπορεί να υπάρχει στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το ‘γιατί το κάνουμε τώρα αυτό’, ή το ‘εγώ κάνω τη δουλειά μου και μετά φεύγω’. Ο καθένας βρίσκεται στην ομάδα μόνο γιατί επιλέγει να είναι σε αυτή και μόνο γιατί θέλει να κάνει αυτό που κάνει εκεί.
Οι άνθρωποι με αναπηρίες έχουν μια ακραία ειλικρίνεια, ένα φοβερό χιούμορ. Έχουν αντοχές που δεν τους τις καταλογίζουμε, νομίζουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πεπερασμένες δυνατότητες, ενώ οι δυνατότητές τους είναι άπειρες, δουλεύουμε πολλές ώρες με τους “Εν Δυνάμει”. Επίσης, αντιλήφθηκα έμπρακτα ότι οι άνθρωποι με αναπηρίες θα μπορούσαν να είναι αφομοιωμένοι στην καθημερινότητά μας, αλλά εμείς σαν κοινωνία ρατσιστική επιλέγουμε να μην τους συμπεριλαμβάνουμε και να δημιουργούμε γι’ αυτούς διαρκώς “ειδικές συνθήκες”. Και έμπρακτα, μέσα από την ομάδα “Εν δυνάμει”, είδαμε, βρήκαμε, επινοήσαμε άπειρους δικούς μας τρόπους με τους οποίους μπορεί οι άνθρωποι, όσο διαφορετικοί κι αν είναι μεταξύ τους, να βρίσκουν γέφυρες επικοινωνίας και γέφυρες συνεργασίας και πλάσαμε τη δική μας “ιδανική” μικροκοινωνία”.
Μετά τις επιτυχημένες παραστάσεις “Ο άνθρωπος ανεμιστήρας ή Πώς να ντύσετε έναν ελέφαντα” και “Το ‘Άλλο’ σπίτι”, η παράσταση “Ερωτευμένα Άλογα” έκλεισε την τριλογία “Το Άλλο το Κανονικό” της ομάδας “Εν δυνάμει”. Το έργο “με θέμα τον έρωτα και το σεξ και την πρόσβαση που έχουμε όλοι οι άνθρωποι, ανεξαιρέτως αναπηρίας ή μη αναπηρίας, σε αυτά”, πρωτοπαρουσιάστηκε στην Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη, ενώ ακολούθησε η ιδιαίτερα θερμή υποδοχή του στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Όπως σημειώνει η σκηνοθέτης, “Και το κείμενο και η παράσταση δημιουργήθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα, σε σχέση με την προηγούμενή μας δουλειά. Όλη η δουλειά έγινε περίπου σε 2,5 μήνες, δουλέψαμε πάρα πολύ σκληρά, ήταν από τις πιο ωραίες και ώριμες στιγμές της ομάδας, καθώς όλοι όσοι συμμετείχαν είχαν πια ενηλικιωθεί, είχαν ωριμάσει. Η κοινή γλώσσα, η θεατρική και η καθημερινή, μεταξύ μας, είχε αφομοιωθεί και ένιωθαν όλοι την ελευθερία και την ευθύνη του να δουλέψουν προσωπικά ο καθένας για να φέρουν υλικό και να γίνει αυτή η δουλειά. Και πράγματι, ενώ μετά από μια παράσταση που έχει μιλήσει στον κοινό, έχεις πάντα την ανασφάλεια αν η επόμενη θα μπορεί να είναι αντάξια των προηγούμενων -και υπήρχε πολύ μεγάλη ανασφάλεια από μεριάς μου όσον αφορά σε αυτό το κομμάτι. Εν τέλει νομίζω ότι ποτέ δεν λες, αυτό είναι καλύτερο από το άλλο, αλλά ότι είναι μια δουλειά που όλους μας έκανε να νιώσουμε πάρα πολύ περήφανοι και μια δουλειά που την βίωσαν και πάρα πολύ έντονα οι άνθρωποι οι επί σκηνής. Σίγουρα μας έβαλε όλους σε μονοπάτια που δεν είχαμε περπατήσει. Για κάποιους ανθρώπους δεν ήταν καν απαντημένο το “τι θα πει έρωτας ή σεξ”. Οπότε έπρεπε κάπως μαζί, βήμα βήμα και με πολύ σεβασμό και με πολύ σταδιακό τρόπο, να μάθουμε ξανά ο ένας τον άλλον από την αρχή και να μπορέσουμε να συζητήσουμε ανοιχτά για αυτά τα ζητήματα και να ενημερωθούμε μεταξύ μας για το τι είναι όλα αυτά για τα οποία θέλουμε να μιλήσουμε. Και να καταλάβουμε και μεταξύ μας τι υποστηρίζουμε, γιατί είναι μια παράσταση που καλώς ή κακώς είναι πολιτική παράσταση. Θέτει ζητήματα, ανοίγει θέματα. Και όλοι μαζί αποφασίσαμε ότι αυτό το πράγμα θα το υποστηρίξουμε ως έχει, με ό,τι αντίκτυπο μπορεί να έχει αυτό. Ήταν θετικός ο αντίκτυπος, αλλά αυτό δεν το ξέρεις από πριν”.
Για την ανταπόκριση του κόσμου στην παράσταση, σημειώνει, “Είμαστε πολύ χαρούμενοι και νιώθουμε και μια δικαίωση γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή οι παραστάσεις μας είχαν μεν πολύ μεγάλη απήχηση, αλλά πάντοτε, στο κομμάτι της κριτικής, δεν έλειπε η αναφορά στο ότι όλο αυτό πάντα είναι αξιοθαύμαστο γιατί συνέβη με ανθρώπους με αναπηρία. Ενώ εμείς αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε μέσα από αυτή την ομάδα είναι να ξεχάσουμε ποιος είναι ανάπηρος και ποιος δεν είναι. Να πούμε, είμαστε μια συλλογικότητα με ό,τι φέρει ο καθένας και κάνουμε τέχνη, παράγουμε έργο, οπότε θέλουμε να κριθούμε για αυτό που κάνουμε και όχι για αυτό που είμαστε. Το οποίο θέλει πάρα πολύ καιρό για να μπορέσει να το αφομοιώσει με τέτοιο τρόπο ο θεατής, δεν μπορεί να σταματήσει να βλέπει αυτό που θέλει να δει. Και συνήθως θέλει να δει αυτό που τον τρομάζει, αυτό που θαυμάζει, αυτό που δεν ξέρει, το άγνωστο. Στη δουλειά αυτή την τελευταία, υπήρξαν αρκετές κριτικές που δεν εστίαζαν τόσο πολύ σε αυτό το κομμάτι. Και ήταν μια τεράστια δικαίωση για όλους μας. Ναι, δεν θα πάψουμε ποτέ να είμαστε οι μισοί ανάπηροι-ες από εμάς. Είναι σαν βλέπεις μια παράσταση στο Κρατικό και να λες, οι ξανθιές ηθοποιοί παίζανε πολύ καλά, τα καταφέρανε, δεν ήταν χαζές. Ή να λες οι γυναίκες πόσο αντρίκια τα καταφέρανε. Όλα είναι σε κουτάκια. Όλοι μαζί στοχεύουμε στο να αλλάξει αυτό μελλοντικά. Το όραμα της καλλιτεχνικής διευθύντριας είναι να δημιουργηθεί μια ακαδημία τεχνών για όλους τους ανθρώπους και να αφομοιωθούν και άνθρωποι με αναπηρίες ως αυτό που είναι, ως αυτό που μπορούν να κάνουν και όχι ως οι καημένοι συγγενείς”.
Πώς αντιλαμβάνεται η ίδια το έργο της σαν σκηνοθέτης; Πιστεύει ότι κάνει κάτι διαχωρισμένο από όσα άλλα βλέπει γύρω της στο θέατρο; “Αυτό δεν μπορώ να το πω εγώ, μπορούν να το πουν άλλοι”, υπογραμμίζει. “Εγώ το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι όσο προχωρούν τα χρόνια, αντιλαμβάνομαι και έμπρακτα ότι εν τέλει, όσο δύσκολος δρόμος κι αν είναι να ακολουθείς αυτό που σου αρέσει, κάπου μπορεί να σε βγάλει. Δεν νομίζω ότι έκανα επιλογές που εξυπηρέτησαν ποτέ την δημιουργία μιας καριέρας. Δεν ξέρω τι θα κάνω στο μέλλον, αλλά δεν κυνήγησα ποτέ να κάνω τον “Βυσσινόκηπο” για να λένε ότι έκανα τον “Βυσσινόκηπο”. Κι αν τον έκανα θα του άλλαζα τα φώτα νομίζω. Χαίρομαι που μπορώ να ζω από τη δουλειά μου και που μέσα από τις επιλογές μου μπορώ να κάνω αυτό που μου αρέσει και αγαπάω και έχω νιώσει πολλές φορές ότι, εδώ είμαι, εδώ δεν είμαι. Αυτό με αφορά, αυτό δεν με αφορά. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το θέμα της παράστασης, δεν έχει να κάνει μόνο με το ποιοι παίζουν στην παράσταση. Δεν έχει να κάνει μόνο με το πού παίζεται η παράσταση. Κυρίως έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίον μπαίνουν όλοι σε αυτή τη διαδικασία. Και για μένα το στοιχείο της προσωπικής εμπλοκής είναι ένα δομικό στοιχείο, στο πώς με αφορά να γίνεται μια δουλειά. Και σε σχέση με το κοινωνικό, θα έλεγα ότι θέλω όταν βλέπω παραστάσεις ή όταν κάνω παραστάσεις, να υπάρχει ένα διακύβευμα, να υπάρχει ένα ‘γιατί σήμερα’, ‘γιατί τώρα’ αυτή η δουλειά, τι θέλεις να πεις. Ή μπορεί να μην θέλεις να πεις αυτό ή το άλλο, αλλά να υπάρχουν ζητήματα που να βράζουν και τα οποία να αφορούν το τώρα, το σήμερα”.
Γιατί τώρα η “Μεγάλη Πλατεία”; Και ποια η σύνδεση της τότε Θεσσαλονίκης με την σημερινή;
“Αισθάνομαι την “Μεγάλη Πλατεία” σαν ένα εξαιρετικά επίκαιρο έργο. Βλέπω την ζωή των ηρώων πάρα πολύ κοντά με την δική μας ζωή. Βλέπω τους ανθρώπους να κάνουν κύκλους με τον ίδιο τρόπο, βλέπω την ιστορία να κάνει κύκλους με τον ίδιο τρόπο. Βλέπω τον εμφύλιο βαθιά ριζωμένο μέσα μας από τότε μέχρι σήμερα με τον ίδιο -περίπου- τρόπο. Βλέπω τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βασίζονται/αφήνονται στους ηγέτες τους και οι ίδιοι νίπτουν τας χείρας τους, σε μία αντιστοιχία με το πώς δρουν -ή δεν δρουν- οι άνθρωποι του σήμερα, σαν ένα μοτίβο της πολιτικής προσέγγισης των ανθρώπων.
Ο Νίκος Μπακόλας μας κάνει πολλές φορές την σύνδεση της περιόδου την οποία εξετάζει, δηλαδή της περιόδου του Μεσοπολέμου, μεταξύ ‘26 και ‘47 περίπου, την παρομοιάζει πολλές φορές με το 1342, την περίοδο των ζηλωτών, που ένα κίνημα κατάφερε να πάρει τη λαϊκή κυριαρχία για επτά χρόνια, ένα κίνημα απλών και λαϊκών ανθρώπων, και πώς όμως αυτό τελικά απέτυχε κι αντίστοιχα πώς απέτυχε και το κίνημα της αριστεράς του τότε να κρατήσει τη λαϊκή κυριαρχία.
Βλέπω ακόμα, σαν σημείο συγγένειας της εποχής εκείνης με τη δική μας και με κάθε εποχή, πως η προσπάθεια των ανθρώπων να καταφέρουν να προσεγγίσουν κάτι υψηλότερο προκύπτει και από και την ανάγκη τους να συνενωθούν με άλλους ανθρώπους, να εξαλείψουν την μοναξιά και τον φόβο. Νιώθω ότι δεν είναι η πραγμάτωση αυτή καθ’ αυτή που ολοκληρώνει το όραμα, η επίτευξη, αλλά η τάση προς αυτό. Δηλαδή ότι η ζωή ολόκληρη είναι η τάση προς κάτι. Κάπως έτσι το βλέπω να ενώνεται με το σήμερα. Ότι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι, μπορεί να κάνουμε τα ίδια λάθη, μπορεί να έχουμε τα ίδια όνειρα, πάνω κάτω, μπορεί να είμαστε το ίδιο μόνοι και το ίδιο μαζί. Κάπως έτσι, λίγο πιο υπαρξιακά ίσως”.
Πώς προέκυψε αυτή η πρώτη συνεργασία σαν σκηνοθέτης με το Κρατικό Θέατρο;
“Ήταν μια πρόταση του Γιάννη Αναστασάκη. Τον εκτιμώ ιδιαίτερα. Νομίζω προέκυψε μετά τα “Ερωτευμένα Άλογα”. Μου έδωσε την αίσθηση ότι του άρεσε ο τρόπος που είδε το σύνολο πάνω στη σκηνή και γι’ αυτό μου πρότεινε να κάνω μια δουλειά συνόλου. Και είναι μια δουλειά συνόλου η “Μεγάλη Πλατεία”, πόσο μάλλον με τον τρόπο που την έχουμε διαχειριστεί εμείς. Έχει πάρα πολλούς ήρωες, πιο πολλούς από όσους βλέπουμε επί σκηνής. Πολλοί από αυτούς είναι κύριοι χαρακτήρες της δομής του έργου. Είναι ένα πολύ δύσκολο έργο, αρχικά στην ανάγνωσή του, αλλά και φοβερά γοητευτικό και φοβερά ατμοσφαιρικό. Είναι από τα πιο ωραία μυθιστορήματα που έχω διαβάσει. Απλώς χρειάζεται να θέσεις έναν στόχο για να το διαβάσεις. Εγώ είχα. Ελπίζω έστω και λίγο από την ατμόσφαιρα του έργου να καταφέρουμε να την αποτυπώσουμε επί σκηνής. Έχει γίνει μια εξαιρετική διασκευή από τον Άκη Δήμου, και πάρα πολύ γενναία, γιατί κατάφερε να δημιουργήσει διαλόγους όλων των ηρώων, ενώ το κείμενο το ίδιο δεν έχει τόσο πολύ διαλογικό υλικό. Το κείμενο στηρίζεται κυρίως στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, όσον αφορά το κομμάτι του πιο ρεαλιστικού σχεδιάσματος, αλλά και της πρωτοπρόσωπης αφήγησης στα πιο αυτοβιογραφικά κομμάτια του. Η διασκευή είναι αρκετά κινηματογραφική, περνάμε από την μία ιστορία στην άλλη γρήγορα, μέσα από μικρές σκηνές, στιγμιότυπα των ηρώων”.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Άκη Δήμου;
“Υπέροχη. Είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και νιώθω ότι έχουμε επικοινωνήσει σωστά. Κατάφερε ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, να διασκευάσει αυτό το πολύ δύσκολο κείμενο χωρίς να χάσει την ποιητικότητά του, το προσωπικό του ύφος αλλά και με τρόπο που να παρακολουθείς τις ιστορίες με αμείωτο ενδιαφέρον. Ήταν πάντα στο πλευρό μου όποτε τον χρειάστηκα. Ελπίζω να χαρεί με το τελικό αποτέλεσμα. Σίγουρα βέβαια έχει σημασία το αποτέλεσμα, αλλά τα πράγματα είναι καλό να τα αγαπάμε για τους λόγους που μας κινούν να τα κάνουμε. Το αποτέλεσμα είναι ένα κομμάτι. Νομίζω το σημαντικότερο κομμάτι όμως είναι η ίδια η διαδικασία και νιώθω ότι ήταν για όλους μας πολύ δημιουργική. Εμπνευστήκαμε όλοι οι συνεργάτες διαβάζοντας τη διασκευή αλλά και το πρωτότυπο κείμενο και ταξιδέψαμε και βυθιστήκαμε στον όμορφο σουρεαλιστικό κόσμο που πλάθει ο Νίκος Μπακόλας, έναν κόσμο πολύ προσωπικό δικό του”.
Ποια ήταν η δική της προσέγγιση στο θέμα εξαρχής; Ήθελε να αναδείξει κάτι συγκεκριμένο μέσα από αυτό που διάβασε;
“Εμένα με γοήτευσε πολύ η ποίηση του κειμένου. Οι αναφορές στην ανθρώπινη κατάσταση. Η μοναξιά των ηρώων. Οι ιστορίες καθαυτές με γοήτευσαν πολύ. Αλλά και τα πιο σουρεαλιστικά κομμάτια, που αφορούν τους μέσους χρόνους, που αφορούν την εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων μέσα στο έργο. Υπάρχουν κάποια κεφάλαια μέσα στο βιβλίο, που λέγονται ‘μέσοι χρόνοι’, και μιλούν για τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου του ‘31, του ‘36, του ‘44, του ’46, όλες αυτές τις περιόδους του Μεσοπολέμου, μέσα από την σύνδεσή τους με εποχές του Μεσαίωνα, γι’ αυτό σου έλεγα πριν για το 1342. Οπότε με κάποιον πιο ποιητικό και αφαιρετικό τρόπο, έχει πλάσει έναν ήρωα ο Νίκος Μπακόλας, τον Χριστόφορο, που έχει και το όνομα του πατέρα του, και μέσα από αυτόν τον ήρωα μας ταξιδεύει μέσα στα χρόνια της ιστορίας με έναν εξαιρετικά ποιητικό αλλά και μπερδεμένο τρόπο. Και για το πώς αυτός ο Χριστόφορος, ως ηγέτης, διαχειρίστηκε ως ένα σημείο τη θέση του, και οδήγησε τον λαό, και πώς στο τέλος κατέληξε να είναι το εξιλαστήριο θύμα και να τον φάνε.
Όπως προσθέτει, “Επειδή αγαπώ το θέατρο του συνόλου και επειδή το ίδιο το έργο καταθέτει τον διάλογο μεταξύ της μικρής ιστορίας με την μεγάλη ιστορία, αυτό που έβαλα εγώ σαν λιθαράκι -σε συνεργασία με τον Άκη Δήμου- είναι να φτιάξουμε έναν επί σκηνής χορό-πλήθος ανθρώπων, όπου μέσα από αυτούς διατρέχεται η συνολική αφήγηση του έργου, αλλά και μέσα από αυτούς γεννιούνται οι ιστορίες των ηρώων. Και αντίστοιχα όλα διαδραματίζονται σε έναν χώρο που μοιάζει δημόσιος, αλλά μέσα στον δημόσιο χώρο συμβαίνουν παράλληλα και οι πιο ιδιωτικές σκηνές. Οπότε έχουμε μια μεγάλη πλατεία, αλλά μέσα στη μεγάλη πλατεία έχουμε τις στιγμές των ηρώων μέσα στα σπίτια τους”.
Ποιο είναι το στοίχημα της “Μεγάλης Πλατείας”;
“Το στοίχημα είναι αφενός οι θεατές να καταφέρουν με κάποιον τρόπο να ταξιδέψουν μαζί μας. Ελπίζω να συνενωθούν όλες οι δυνάμεις μας – να συμπυκνωθεί η δουλειά όλων των ανθρώπων που έχουν δουλέψει γι’ αυτή την παράσταση, όλη η αγάπη που έχει μπει μέσα σε αυτή και να είναι μια δουλειά που θα την χαρούν πραγματικά οι ηθοποιοί, που θα την αφηγούνται όλο τον χρόνο, αλλά φυσικά και οι θεατές που θα την δουν. Αυτό είναι το όραμα”.
Πώς αντιλαμβάνεται το τετριμμένο σχόλιο περί του νεαρού της ηλικίας και του φύλου, όσον αφορά το ότι μια νέα γυναίκα αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ένα τόσο μεγάλο έργο;
“Αλήθεια, η “Μεγάλη Πλατεία” είναι ένα δύσκολο εγχείρημα αλλά νομίζω πως και ένας ηλικιακά ώριμος άντρας σκηνοθέτης θα δυσκολευόταν να την ανεβάσει”, υπογραμμίζει γελώντας. “Μπορεί να είμαι νέα, αν 33 χρονών θεωρούμαι ακόμα νέα μέσα σε αυτή τη γεροντοκρατούμενη κοινωνία στην οποία ζούμε, αλλά έχω αρκετό χρόνο εμπειρία στον κόσμο του θεάτρου. Αν υπάρχει πατριαρχική συμπεριφορά και στον κόσμο του θεάτρου; Σίγουρα, ναι, υπάρχει. Ωστόσο, αυτή η βαθιά πολλές φορές ριζωμένη πατριαρχική συμπεριφορά που συναντώ στον χώρο εργασίας μου, δεν με τρομάζει, δεν την αφήνω να με επηρεάζει όπου τη συναντώ, την έχω βιώσει, ναι, αλλά νιώθω πως μπορώ να την διαχειριστώ. Φυσικά και υπάρχει. Αλλά οι κοινωνίες αλλάζουν με το να ζούμε μέσα σε αυτές και να αλληλεπιδρούμε κι όχι με το να απέχουμε από αυτές. Η πατριαρχία αυτή κάμπτεται όταν εσύ ο ίδιος δεν επιλέγεις να την τονώσεις. Κι όταν εσύ ο ίδιος επιλέγεις να σεβαστείς μεν τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι, αλλά ταυτόχρονα να δηλώσεις κι εσύ παρών με τον δικό σου τρόπο, κι όχι με τον τρόπο που αυτοί θέλουν να είσαι”.
Όσο για το πώς θα περιέγραφε τον εαυτό της ως σκηνοθέτη, η Ελένη Ευθυμίου απαντά, “Στο θέατρο λέμε να μην μιλάς με επίθετα”. Αντίθετα, σημειώνει “Θα έλεγα με ένα ρήμα, ότι δεν το βάζω κάτω. Κι ότι όλα γίνονται. Τα εμπόδια αποτελούν συνήθως το καλύτερο έναυσμα για περισσότερη δημιουργία”.
Τι σημαίνει λοιπόν για εκείνη θέατρο; Και ποια είναι η μέχρι τώρα πιο έντονη εμπειρία που έχει βιώσει σε αυτό, είτε πάνω είτε κάτω από την σκηνή;
“Το θέατρο για μένα είναι η επικοινωνία κάποιας αφήγησης μεταξύ αυτών που είναι πάνω στη σκηνή και αυτών που είναι κάτω από τη σκηνή. Στην ιδανική της μορφή, η αφήγηση αυτή μετακινεί και τους μεν και τους δε, νοητικά, ψυχικά ή αισθητηριακά και θέτει ερωτήματα.
Παράλληλα είναι ένας τόπος όπου μπορούν να συναντηθούν οι άνθρωποι και να συνδεθούν με τρόπο βαθύ και ουσιαστικό, έχοντας έναν κοινό στόχο, υπηρετώντας ένα κοινό όραμα. Όταν επιτυγχάνεται μέσω του θεάτρου να δημιουργηθεί ένα συμπαγές ανθρώπινο σύνολο, μία ομάδα ανθρώπων που αλληλοστηρίζονται και αλληλοεμπνέονται, για μένα συμβαίνει ένα μικρό θαύμα. Μου αρέσει η ιδέα του “μαζί”, που πηγάζει μέσα από τη φύση του θεάτρου. Οι άνθρωποι που δημιουργούν μία παράσταση σκέφτονται για αυτήν μαζί αλλά και παλεύουν μαζί.
Μαγικές στιγμές στο θέατρο έχω νιώσει, ναι. Είναι δύσκολο να τις απομονώσω. Σίγουρα ξεχωρίζω στιγμές με την ομάδα “Εν δυνάμει”. Με τα “Ερωτευμένα Άλογα” στη Μονή Λαζαριστών, όταν ήταν το θέατρο γεμάτο και αισθανόσουν την αναπνοή των συνανθρώπων σου να είναι μπλεγμένη με την αναπνοή των ηθοποιών. Επί σκηνής, θυμάμαι πιο έντονα αυτή τη “μαγεία του θεάτρου” σε μια παρουσίαση στη σχολή, με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό ως καθηγητή. Είχα αισθανθεί αυτό το ακραίο παρόν, το να είσαι απόλυτα παρών και όλες σου οι αισθήσεις να είναι ανοιχτές στο τώρα. Αυτό είναι κάτι που ένας ηθοποιός είναι τυχερός αν μπορεί να αφεθεί και να το βιώνει: το να είναι απόλυτα παρών, τα αυτιά του, τα μάτια του, το δέρμα του, όταν είναι ακριβώς εκεί που πρέπει να είναι, για να μπορέσει να αρπάξει την παραμικρή λεπτομέρεια και το παραμικρό λάθος, να το προχωρήσει και να το κάνει κάτι”.
Ποιο πιστεύει ότι είναι το μέλλον του θεάτρου;
“Δεν έχω ιδέα. Μάλλον το μέλλον του θεάτρου βρίσκεται σε συνάρτηση με το μέλλον του τόπου που ζούμε γενικότερα. Ζούμε σε καιρούς όπου τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ανθίζουν ξανά, επιστρέφει ο συντηρητισμός και η υποκουλτούρα. Το θέατρο ή θα καταφέρει να είναι μία κραυγή αισιοδοξίας και ανοιχτής σκέψης μέσα στην έρημο του πολιτισμού μας ή θα παρασυρθεί και αυτό για να γίνει ένα ανίσχυρο και αδιάφορο θέαμα, συμπληρώνοντας ομαλά την κοινωνία του θεάματος στην οποία ζούμε και κινούμαστε.
Εκτός από την “Μεγάλη Πλατεία”, που αναμένουμε να κάνει πρεμιέρα στην Μονή Λαζαριστών στις 12 Οκτωβρίου, φέρνει στην σκηνή ξανά και τον “Άνθρωπο ανεμιστήρα”, στις 5 και 6 Οκτωβρίου στο Θέατρο Άνετον, στα πλαίσια των 54ων Δημητρίων. Ποια είναι άλλα δικά της μελλοντικά project;
“Τον χειμώνα θα σκηνοθετήσω το έργο της Σιμπίλε Μπεργκ “Και τώρα ο κόσμος” στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με πρεμιέρα τον Ιανουάριο και το “Ερωτευμένο σύννεφο” του Ναζίμ Χικμέτ σε μουσική σύνθεση της Σοφίας Καμαγιάννη, στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Παράλληλα θα ταξιδέψουμε στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα με την παραγωγή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Ιωαννίνων “Μαμά”, ένα θεατρικό κείμενο το οποίο γράψαμε μαζί με την συνεργάτη και φίλη, Σοφία Ευτυχιάδου, κατόπιν παραγγελίας του ΔΗΠΕΘΕΙ. Ακόμα, θα ταξιδέψουμε με την ομάδα μας “Εν δυνάμει” με τις παραγωγές “Ερωτευμένα Άλογα” και “Ο άνθρωπος ανεμιστήρας ή πώς να ντύσετε έναν ελέφαντα”.
Ποιος είναι ο απώτερος θεατρικός στόχος που επιθυμεί να φτάσει;
“Να συνεχίσω να κάνω αυτή τη δουλειά, νιώθοντας καλά με τον εαυτό μου, νιώθοντας μια ισορροπία μεταξύ προσωπικής και θεατρικής ζωής, συνεχίζοντας να έχω το ίδιο πάθος, χωρίς ποτέ η δουλειά μου να γίνει μια στεγνή βιοποριστική διαδικασία. Να ταξιδέψω μέσα από τη δουλειά μου, να τροφοδοτηθώ από ωραίες δουλειές συναδέλφων, να εξελιχθώ. Να αναπτύξω νέες γλώσσες σκηνικής αναπαράστασης. Να μην επαναλαμβάνομαι. Να μην βαρεθώ. Να μην διαβρωθώ. Να μην γίνω απάνθρωπη. Και να συνεχίσει το θέατρο να έχει σημασία στη ζωή των ανθρώπων, αλλιώς να σταματήσω κι εγώ να το κάνω”.
*Ο ”Άνθρωπος ανεμιστήρας” παίζεται στα φετινά Δημήτρια στο Θέατρο Άνετον το Σάββατο 5 και την Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019. Η ”Μεγάλη Πλατεία” κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο της Μονής Λαζαριστών το Σάββατο 12 Οκτωβρίου.