Γυναίκες Ρομά που κυνήγησαν τα όνειρά τους και έκαναν το ανέφικτο, εφικτό
Αυτές είναι οι ιστορίες τους
Σήμερα 8 Μαρτίου «Παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας» αναδεικνύουμε τις ιστορίες Ρομά γυναικών που πάλεψαν ενάντια στις συνθήκες, αντιμετωπίζοντας πολλές προκλήσεις εντός και εκτός της κοινότητας τους (αποκλεισμός, ρατσισμός, έμφυλες διακρίσεις, φτώχεια).
Είναι γνωστό πως οι συνθήκες αναγκάζουν πολλές τσιγγάνες στην σχολική εγκατάλειψη, στον πρόωρο γάμο και την γκετοποίηση χωρίς εναλλακτικές επιλογές.
Η εστίαση στην εκπαίδευση, τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας και τα προγράμματα γραμματισμού έρχονται να ενδυναμώσουν και να αλλάξουν την ζωή τους.
Τα φωτεινά παραδείγματα των τελευταίων χρόνων αποδεικνύουν πως δεν είναι οι Ρομά που δεν θέλουν, είναι οι συνθήκες που τους εμποδίζουν να πάρουν την ζωή στα χέρια τους και να πορευτούν με επιτυχία σε ένα διαφορετικό από το προδιαγεγραμμένο μέλλον.
Η Μαρία, η Ειρήνη, η Χριστίνα και η Μαρία πάλεψαν με πείσμα και υπομονή κάνοντας το ανέφικτο, εφικτό και μέσα από την εξιστόρηση των ιστοριών τους προτρέπουν παρά τις δυσκολίες κάθε νεαρό κορίτσι να κυνηγήσει τα όνειρα της.
Μαρία Παλόμα Μπότη Ελευθεριάδου
Η Μαρία είναι 19 ετών έχει ολοκληρώσει την βασική εκπαίδευση και το όνειρο της είναι να σπουδάσει και να μπει στην αστυνομία. Μετά το Δημοτικό οι γονείς της την προέτρεψαν να σταματήσει το σχολείο και να αφοσιωθεί στο ρόλο που πρέπει να έχει μια γυναίκα τσιγγάνα.
«Κατάλαβαν ότι το ήθελα πάρα πολύ και δεν θα έκανα πίσω και με άφησαν να συνεχίσω το Γυμνάσιο και το Λύκειο χωρίς όμως ουσιαστικά να έχω κάποια στήριξη. Ως τα 16 ζούσαμε στην Χαλκιδική και μετά στην Θεσσαλονίκη. Χρειαζόμουν ησυχία για να διαβάζω και στο σπίτι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Διαμόρφωσα μια αποθήκη της οικοδομής σε δωμάτιο για να απομονώνομαι. Όταν την χρειάστηκε ο ιδιοκτήτης έφυγα και πήγα να μείνω μόνη, δίπλα στον παππού μου.
Ξεκίνησα να επισκέπτομαι τον «Φάρο του κόσμου» και σταδιακά όσο η σχέση μας γινόταν πιο στενή αποφάσισα να πηγαίνω συχνότερα. Εκεί βρήκα όλη την υποστήριξη που δεν είχα από την οικογένεια μου».
Η Μαρία από πολύ μικρή έχει ως στόχο να γίνει αστυνομικός γιατί δεν της άρεσε η αδικία. Πιστεύει πως ο δικός της τρόπος να κάνει καλύτερο τον κόσμο είναι να γίνει μια δίκαιη αστυνομικός και να βοηθήσει άλλες γυναίκες να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση και να κυνηγήσουν τα όνειρα τους, να γίνει πρότυπο και να στηρίξει άλλα κορίτσια, γιατί όπως μας λέει «όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ στο τέλος θα τα καταφέρεις γιατί οι άνθρωποι μπορεί να είναι άδικοι αλλά η ζωή θα σου φερθεί δίκαια.
Η ζωή της τσιγγάνας είναι δύσκολη. Ενώ για την κοινωνία η γυναίκα υποτίθεται πως είναι ίση με τον άντρα η τσιγγάνα δεν υποτίθεται κάν ότι είναι ίση, θεωρείται δεδομένο πως δεν είναι. Δεν έχει ορατότητα, δεν έχει δικαιώματα δεν είναι ανεξάρτητη» μας λέει η Μαρία.
Χριστίνα Κοκκώνη, διαμεσολαβήτρια, φοιτήτρια στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Μέλος της ΑΜΚΕ REVMA
Η Χριστίνα γεννήθηκε και μεγάλωσε στους Άγιους Ανάργυρους σε μια περιοχή που οι Ρομά οικογένειες ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού και ήταν συγγενείς μεταξύ τους, ενώ αργότερα μετακόμισε στο Ίλιον Αττικής.
Όταν τελείωσε το δημοτικό ο πατέρας της αποφάσισε πως δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει την εκπαίδευση από το φόβο πως ίσως και να παρασυρθεί από τις παρέες του σχολείου. Με την βοήθεια της μεγάλης της αδελφής κατάφερε να συνεχίσει για λίγους μήνες αλλά σύντομα χωρίς να υπάρχει στήριξη και λόγο απουσιών, εγκατέλειψε το σχολείο. Η ανάγκη της να είναι οικονομικά ανεξάρτητη την οδήγησε στην εργασία από μικρή ηλικία.
Στα 14 ξεκίνησε να μοιράζει φυλλάδια και στα 16 δούλευε σε βιοτεχνία ρούχων. Η δουλειά ήταν προτεραιότητα για την οικογένεια, όλοι εργάζονταν και το θεωρούσαν ως κάτι απαραίτητο. Η Χριστίνα παρ όλα αυτά ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω για την ζωή της.
«Στα 18 αποφάσισα να φύγω από το σπίτι και να μείνω μόνη. Το πίστεψα και το ήθελα πολύ και έτσι την επόμενη κιόλας ημέρα αν και απόφοιτη δημοτικού έπιασα δουλειά σε αλυσίδα εστίασης στην Νέα Φιλαδέλφεια. Δούλεψα επτά χρόνια σε διάφορα εστιατόρια και κατάφερα από σερβιτόρα να φτάσω να γίνω προϊσταμένη. Κοντεύοντας την ηλικία των τριάντα άρχισα να αναρωτιέμαι για τον εαυτό μου, την ζωή μου και τι θα ήθελα πραγματικά να κάνω. Πήρα την απόφαση να συνεχίσω το Γυμνάσιο, ολοκλήρωσα το Λύκειο με ειδικότητα νοσηλευτικής, πήγα και μια επιπλέον χρονιά για την ειδικότητα της βρεφονηπιοκόμου. Είχα την τύχη να εκπαιδευτώ ως φροντιστής και να κάνω την πρακτική μου με ΑΜΕΑ και ανθρώπους με ψυχικές ασθένειες ενώ τώρα παρακολουθώ στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο το τμήμα Δημόσιας Διοίκησης».
Οι ανησυχίες και οι ευαισθησίες της Χριστίνας την ώθησαν να ασχοληθεί και με την κοινότητα της. Παρακολούθησε σεμινάρια, ημερίδες και εκπαιδεύσεις γύρω από τα ζητήματα της Ρομά κοινότητας ενώ συμμετείχε στο «Just Rom» και στο «I do». Εκεί είχε την τύχη να γνωρίσει μια παρέα από άλλες τσιγγάνες γυναίκες με τις οποίες αποφάσισαν να δημιουργήσουν κάτι από κοινού.
«Η ΑΜΚΕ REVMA ήταν μια ιδέα της Γεωργίας και της Ελένης Καλπατζίδου στην οποία συμμετέχει και η Ειρήνη Ράπου και μου προτάθηκε και εμένα να γίνω μέρος της ομάδας. Η Γεωργία ως εκπαιδευτικός ήθελε να ασχοληθεί με την σχολική διαρροή και την ενδυνάμωση και έτσι δημιουργήθηκε πριν από δυο χρόνια το REVMA με στόχο την ενδυνάμωση των οικογενειών και ειδικά της μητέρας και την καταπολέμηση της σχολικής διαρροής μέσα από το παραμύθι, την αφήγηση, το παιχνίδι, την χρήση της διγλωσσίας για την ευκολότερη κατανόηση της ελληνικής γλώσσας. Συνεργαζόμαστε με την εκπαιδευτική κοινότητα, με γονείς και με παιδιά δημοτικού σχολείου και προσπαθούμε να αναδείξουμε την αξία της εκπαίδευσης στην ζωή του ανθρώπου»
Για την Χριστίνα η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η επίλυση των προβλημάτων της τσιγγάνας γυναίκας και η ενδυνάμωση της για να μπορέσουν οι μελλοντικές γενιές να απολαύσουν τα πρώτα οφέλη της αλλαγής.
«Η τσιγγάνα δεν έχει καμία ουσιαστική υποστήριξη και βοήθεια ώστε να μπορέσει να ξεφύγει από τις πολλαπλές διακρίσεις που υφίσταται, στην κοινότητα, στην οικογένεια, από τον άντρα, από τα πεθερικά , από το σχολείο, από την κοινωνία. Το κατά πόσο γκετοποιημένος είναι ο τόπος που ζει αν είναι μακριά από υπηρεσίες, χωρίς παροχές, αν η ίδια ζει σε κακή οικονομική κατάσταση, απόλυτα εξαρτημένη από τους άλλους, όλα αυτά δυσχεραίνουν την ζωή της και ενισχύουν την περιθωριοποίηση. Είναι δύσκολο να πούμε πως κάτι μπορεί να αλλάξει θεαματικά, με γρήγορους ρυθμούς και άμεσα.
Πολλές μπορεί να είναι οι γενιές που θα χαθούν για να γλυτώσουν οι επόμενες. Αυτό μπορεί να γίνει με την κατανόηση της αξίας της εκπαίδευσης στην ζωή μας και από τα πρόσωπα αναφοράς. Δεν χρειάζεται πάντα να λέμε η να κάνουμε πολλά πράγματα. Μια γυναίκα που έχει καταφέρει να αλλάξει την ζωή της μπορεί να αποτελεί πρότυπο και μόνο με την παρουσία της. Ένα καλό πρότυπο για μια γυναίκα τσιγγάνα είναι και τα παιδιά της. Οι περισσότερες καμαρώνουν με τις επιτυχίες των παιδιών τους στο σχολείο και σε δράσεις μη τυπικής εκπαίδευσης και αυτό μπορεί να δώσει και στις ίδιες κίνητρα να συνεχίσουν το σχολείο, να κυνηγήσουν να όνειρά τους να καταφέρουν να εργαστούν. Χαίρομαι πραγματικά αν μέσα από την διαδικασία αμφισβήτησης των γονέων, της κοινότητας, του ίδιου μου του εαυτού και με αυτά που κατάφερα μπορώ και εγώ να αποτελώ ένα πρότυπο, την έμπνευση για να πάρει μια γυναίκα αποφάσεις για την δική της ζωή».
Ειρήνη Ράπου διαμεσολαβήτρια στο Κέντρο Κοινότητας με παράρτημα Ρομά του Δήμου Παύλου Μελά – Μέλος της ΑΜΚΕ REVMA
Η Ειρήνη Ράπου είναι η διαμεσολαβήτρια του κέντρου κοινότητας με παράρτημα Ρομά στο Δήμο Παύλου Μελά και μέλος της ΑΜΚΕ REVMA. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Φλώρινα στην κοινότητα των «Νεοφώτιστων». Την ονομασία την οφείλουν στον πατέρα Αυγουστίνο, ο οποίος το 1968 τους βάφτισε ομαδικά στο ποτάμι, τους εγκατέστησε στον συνοικισμό και τους ονόμασε «Νεοφώτιστους». Οι τσιγγάνοι της Φλώρινας διατηρούν πολλές αναχρονιστικές συνήθειες και έτσι η Ειρήνη από πολύ μικρή ηλικία έμαθε πως οι γυναίκες έχουν λιγότερα δικαιώματα και περισσότερες υποχρεώσεις.
«Δεν μπορούσαμε να κάνουμε ότι και τα αγόρια. Δεν ήμασταν ελεύθερες να κάνουμε ποδήλατο, να παίξουμε, να φωνάξουμε, βγούμε μόνες μας για καφέ. Έπρεπε από την ηλικία του δημοτικού να μάθουμε να κάνουμε δουλειές του σπιτιού, να ακούμε τα αδέλφια μας, τα μεγαλύτερα ξαδέλφια και να τα σεβόμαστε. Και όλα αυτά για να γίνουμε τα καλά κορίτσια που θα είναι έτοιμα για γάμο. Στα 5 μου αρραβωνιάστηκα. Έγινε μια γιορτή που την θυμάμαι κάπως αμυδρά και αυτός στον οποίο με έδιναν θα ήταν ο άντρας που θα παντρευόμουν όταν μεγαλώσω. Μαζευόμασταν σε γιορτές, τρώγαμε όλοι μαζί, πηγαίναμε σε γάμους και χόρευα μαζί τους, ήμουν η νύφη, ήταν προδιαγεγραμμένο το μέλλον μου το οποίο ευτυχώς σε πείσμα δικό μου και με την υποστήριξη της οικογένειας επρόκειτο να αλλάξει».
Η Ειρήνη συνέχισε το σχολείο και ολοκλήρωσε το Γυμνάσιο όπως και όλα της τα αδέλφια τα οποία κατάφεραν και σπουδάσανε. Οι μη Ρομά φίλοι συμβούλευαν τους γονείς της να μην σταματήσουν τα παιδιά από το σχολείο και να μην τα παντρέψουν σε μικρή ηλικία και οι δάσκαλοι τόνιζαν τις πολύ καλές επιδόσεις τους στο σχολείο.
«Αν δεν ήταν η μητέρα μου δεν ξέρω ποια θα ήταν η κατάληξη μου. Θα ήμουν παντρεμένη με παιδιά, μπορεί να είχα και εγγόνια. Μετά το Γυμνάσιο η οικογένεια του γαμπρού ήρθε και είπε ότι αρκετά πήγα σχολείο, πρέπει να σταματήσω και να παντρευτώ γιατί κάνανε πολύ υπομονή να με περιμένουνε. Εγώ δεν ήθελα να σταματήσω το σχολείο, έπεισα τους γονείς μου παρ όλο που οι συγγενείς εναντιώθηκαν.
Χαλάσαμε τον αρραβώνα και ήμουν η στιγματισμένη. Η πρώτη που χάλασε προξενιό στον οικισμό μας για να συνεχίσει το σχολείο. Οι περισσότερες κοπέλες δεν έχουν το υποστηρικτικό περιβάλλον που είχα εγώ οπότε πολλές μπορεί να θέλουν να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους και να μην μπορούνε».
Τώρα που η Ειρήνη ολοκλήρωσε τις σπουδές της και εργάζεται, την θαυμάζουν για ότι έχει καταφέρει και δίνουν συγχαρητήρια στους γονείς της. Παρ όλα αυτά οι επιλογές της την έχουν κατά κάποιο τρόπο αποξενώσει. Όπως μας λέει η ίδια, όταν πηγαίνει στον οικισμό για να δει τους γονείς της ενώ όλοι μιλάνε μεταξύ τους στη Ρομανές, την γλώσσα των τσιγγάνων, σ αυτήν θα απευθυνθούν στα Ελληνικά, σαν να είναι ξένη και δεν μπορεί να καταλάβει την γλώσσα. Τα αδέλφια της παρ όλο που πιέστηκαν και αναγκάστηκαν να παντρευτούν στα 16 δεν σταμάτησαν το σχολείο. Ο μεγάλος της αδελφός έδωσε πανελλήνιες και πέρασε στην αστυνομία, ενώ ο μικρός τελείωσε γεωπονία. Η αδελφή της παρ όλο που της δόθηκε η ευκαιρία επέλεξε να διακόψει τη φοίτηση της. Η Ειρήνη ολοκλήρωσε το Τμήμα Δημοτικής εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού στο Α.Π.Θ .
«Ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια των σπουδών μου. Οι γονείς μου έπρεπε να στερηθούν πολλά για να με σπουδάσουν. Η μητέρα μου πούλησε όλα της τα χρυσαφικά για να καταφέρω να τελειώσω το πανεπιστήμιο. Τώρα αισθάνονται δικαιωμένοι και είναι πολύ περήφανοι για εμάς γιατί επένδυσαν στην μόρφωση μας. Η μητέρα μου ήταν πολύ δυναμική, κοινωνική και αγαπητή στον κόσμο. Παρ όλο που δεν πήγε σχολείο προσπαθούσε σαν μάνα να μας βοηθήσει στη γραμματική ακόμα και στα Αγγλικά συλλαβίζοντας και προσπαθώντας να καταλάβει ότι μπορεί από αυτά που διάβαζε στα βιβλία».
Η Ειρήνη δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη ως προς τις αλλαγές διότι αυτές συμβαίνουν αργά και με μεγάλη καθυστέρηση. Οι γυναίκες Ρομά είναι άβουλες και δεν διεκδικούν τα δικαιώματα και τα όνειρα τους. Πρέπει να γίνουν ανεξάρτητες και χειραφετημένες
«Θα πρέπει οι νέοι γονείς, ειδικά οι νέες μητέρες να στηρίξουν τα παιδιά τους. Θα πρέπει οι μάνες να μάθουν στα αγόρια τους να σέβονται τις γυναίκες. Θα πρέπει να ενδυναμώνουν τα κορίτσια. Να τους συμπεριφέρονται με ισότητα. Θα πρέπει να μεγαλώσει σωστά το αγόρι της και να στηρίξει και την κόρη της. Αν τα κορίτσια δεν πηγαίνουν συστηματικά σχολείο δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Θα πρέπει να ξεφύγουν από το στενό κλοιό του οικισμού, του γκέτο για να αποκτήσουν άλλα βιώματα και προσλαμβάνουσες. Μην λέμε ψέματα είναι σε πολλές περιπτώσεις πάρα πολύ δύσκολο να γίνει. Υπάρχουν και αυτές που δεν μπορούν. Σκέφτομαι τους οικισμούς στους οποίους δεν υπάρχει καμία υποδομή. Τα κορίτσια εκεί έχουν όνειρα και φιλοδοξίες θέλουν να σπουδάσουν και να δουλέψουν. Εγώ τις παρατηρώ πολλές φορές και σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να καταφέρουν κάποια πράγματα κάτω από αυτές τις συνθήκες. Δεν μπορώ να τα χρεώσω όλα στους Ρομά δεν φταίνε για την φτώχια τους. Θέλω οι γυναίκες Ρομά να είναι δυναμικές και περήφανες. Ακόμα και εγώ που φαίνεται ότι ξέφυγα, ότι τα κατάφερα πρέπει συνέχεια να αποδεικνύω ότι είμαι ικανή, ότι αξίζω, για να δικαιώσω τις επιλογές μου και η ανισότητα για εμένα είναι διπλή και γιατί είμαι γυναίκα και γιατί είμαι τσιγγάνα».
Μαρία Τζαμπάζη Πολιτικός – Στέλεχος του τμήματος κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, υποψήφια Βουλευτής Νομού Ξάνθης
H Μαρία Τζαμπάζη ασχολείται ενεργά με την πολιτική τα τελευταία χρόνια. Ήταν υποψήφια Ευρωβουλευτής, είναι στέλεχος του τμήματος κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, υποψήφια Βουλευτής του Νομού Ξάνθης. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ξάνθη αν και μέχρι τα επτά της χρόνια είχε επισκεφθεί διάφορες περιοχές της Β Ελλάδος λόγο των μετακινήσεων των γονέων της που δραστηριοποιούνταν στο λιανικό εποχικό εμπόριο. Μετά την ηλικία των 7 παρέμεινε στην Ξάνθη όπου ζει μέχρι σήμερα.
Βίωσε όπως οι περισσότερες το στίγμα του να είσαι και τσιγγάνα και γυναίκα
«Πάντα ήμουν «το τσιγγανάκι που προσπαθεί να ξεφύγει» ή «η τσιγγάνα συμμαθήτρια». Ωστόσο πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν οι ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις ανθρώπων που αντιμετωπίζουν το διαφορετικό ως ίσο οπότε και δίνεται η ώθηση για να προχωρήσεις. Η τσιγγάνα γυναίκα γίνεται δέκτης πολλαπλών διακρίσεων δυστυχώς. Όχι μόνο από την ευρύτερη κοινωνία αλλά και από το ίδιο το περιβάλλον της. Βέβαια οι σεξιστικές συμπεριφορές και γενικότερα η διάκριση φύλου δεν είναι κάτι που το αντιμετωπίζουν μόνο οι ρομα γυναίκες ωστόσο αντιμετωπίζουμε το εξής παράδοξο: όσο μια γυναίκα προσπαθεί να ενδυναμωθεί, να μορφωθεί, να γίνει αποδεκτή από την ευρύτερη κοινωνία(αν φυσικά έχει την δυνατότητα να το κάνει) τόσο το οικείο περιβάλλον της την απορρίπτει, την «αδειάζει», την αποβάλει. Οπότε αναπόφευκτα θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε μία πατριαρχική κοινωνία που την θέλει κόρη, σύζυγο και μητέρα και μια άλλη που θα είναι για πάντα η τσιγγάνα που προσπαθεί να αλλάξει αλλά ποτέ μία ίση».
Η Μαρία ήταν πάντα το παράδειγμα της γενναίας εργαζόμενης μητέρας που μεγάλωσε μόνη της ένα παιδί και δεν το έβαλε κάτω.
Αποφάσισε πως ήθελε να προσφέρει στην κοινωνία και ασχολήθηκε με την πολιτική. Ο δρόμος όμως γ αυτήν την απόφαση δεν ήταν εύκολος.
«Η ελληνική κοινωνία πάντα ήταν σκληρή με την γυναίκα μονογονέα. Εξίσου σκληρή είναι και η κοινωνία των Ρομα. Η ενασχόληση μου με την πολιτική δεν ήταν κάτι εύκολα αποδεκτό και μάλιστα τον πρώτο καιρό έγινε και αντικείμενο αρνητικών σχολίων. Όμως με σκληρή δουλειά, σύνεση και σταθερότητα αυτό έχει αλλάξει πλέον. Άλλωστε σε κάθε περιβάλλον πρέπει ο καθένας και η καθεμία από εμάς να δίνει τα διαπιστευτήρια. Πόσο δε μάλλον στην ενασχόληση με τα κοινά. Ως μητέρα ενός αγοριού στο σχολείο, το 2012 αποφάσισα να ασχοληθώ με την εκπαίδευση των παιδιών Ρομα και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Έτσι ξεκίνησε για μένα η κοινωνική διαμεσολάβηση μέσω της εκπαίδευσης μου από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκα αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης διαμεσολαβητών Ρομα.
Μετά την ίδρυση της «Ειδικής Γραμματείας για την Κοινωνική Ένταξη των Ρομά» το 2016 και την στενή μου συνεργασία με αυτήν, η ενασχόληση με την πολιτική άρχισε να γίνεται αναπόφευκτη. Όταν μου έγινε η πρόταση για υποψηφιότητα στις ευρωεκλογές του 2019 από τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα δε μπορούσα παρά να την αποδεχτώ με χαρά αλλά και με αίσθημα ευθύνης. Άλλωστε είχαν ήδη προηγηθεί 7 χρόνια εργασιακής εμπειρίας σε προγράμματα του Συμβουλίου της Ευρώπης που ομάδες στόχου ήταν Ρομα γυναίκες, πράγμα που με έκανε ιδιαίτερα ευαίσθητη στα συγκεκριμένα θέματα. Είμαι στέλεχος του τμήματος κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία και στόχος είναι να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε μια τέτοια πολιτική που θα βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, θα μειώνει σταδιακά τις αντιθέσεις ,θα εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση σε υπηρεσίες και αγαθά, θα δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την προώθηση των παιδιών στην εκπαίδευση και θα βάλει τα θεμέλια για μια κοινωνία αποδοχής , χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις. Αυτό που χαρακτηρίζει την πολιτική μας είναι η ολιστική προσέγγιση των παρεμβάσεων μας καθώς τα προβλήματα των Ρομά είναι πολυεπιπεδα και αλληλένδετα, με προτεραιότητά μας βέβαια να παραμένει η στέγαση και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης».
Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την γυναίκα Ρομά είναι η διακοπή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η δυσκολία να ολοκληρώσουν όχι μόνο το σχολείο αλλά και να σπουδάσουν να εξειδικευτούν σε ένα επάγγελμα και να καταφέρουν να βγουν στην αγορά εργασίας ανεξάρτητες χωρίς να υποχρεούνται σε έναν πρόωρο γάμο και στο μεγάλωμα παιδιών.
«Ένας από τους λόγους που δεν βλέπουμε αρκετές γυναίκες Ρομά να ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση αλλά και να προχωρούν περαιτέρω είναι το στενότερο περιβάλλον της οικογένειας που τις περισσότερες φορές κάθε άλλο παρά υποστηρικτικό είναι. Σαφώς βεβαία ευθύνεται και αυτή η ετεροχρονισμένη και ιδιαίτερα αργή ανάπτυξη της κοινωνίας των Ρομα. Αν δηλαδή ανατρέξουμε στην Ελλάδα του 1950-1960 θα δούμε ότι τα ποσοστά ολοκληρωμένης εκπαίδευσης των γυναικών ήταν αναλόγως χαμηλά. Εκεί προκύπτει ξανά η ευθύνη της πολιτείας η οποία υποχρεούται να λύσει πρωταρχικά τα βασικά ζητήματα αξιοπρεπούς διαβίωσης των Ρομα ώστε να καταφέρουν να εναρμονιστούν κάποτε με τους ρυθμούς ανάπτυξης της υπόλοιπης χώρας και οι Ρομα κοινωνίες.
Ρωτώντας την Μαρία ποιο μήνυμα θέλει να περάσει για την σημερινή ημέρα απάντησε
«Μέσα σε μία κοινωνία γεμάτη διακρίσεις, στις 8 του Μάρτη και κάθε μέρα, αγωνιζόμαστε η καθεμία με τον προσωπικό της ρόλο και όλες μαζί, για να καταφέρουμε να σπάσουμε τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις και να δημιουργήσουμε μία κοινωνία στην οποία το φύλο και κάθε διαφορετικότητα θα είναι σεβαστή».