Η Δήμητρα άφησε πίσω της το «αμερικάνικο όνειρο» για να κυνηγήσει το ελληνικό στην Καλών Τεχνών
Η φοιτήτρια μιλά για την αγάπη της για τη ζωγραφική, την απόφαση να μετακομίσει από τη Βοστώνη στη Θεσσαλονίκη και τις διαφορές των πανεπιστήμιων στις δύο χώρες
Η Δήμητρα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, έχει μικρασιάτικες ρίζες και από μικρή είχε το μικρόβιο της ζωγραφικής στο αίμα της, έχοντας πάντα μολύβι και χαρτί στο χέρι.
Μεγάλωσε και έζησε στη Βοστώνη της Αμερικής, αλλά τα καλοκαιρία της τα περνούσε στις ελληνικές παραλίες. Στα 18 της, πήρε την απόφαση ζωής, να επιστρέψει μόνιμα στις Θεσσαλονικώτικες ρίζες της, να αφήσει πίσω της το «american dream», με στόχο να ακολουθήσει το όνειρό της και να σπουδάσει σε δημόσιο πανεπιστήμιο της Ελλάδας, στο εικαστικό τμήμα της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ.
Η Δήμητρα Ζυμάρη μένει πλέον μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, βρίσκεται στο τρίτο έτος της σχολής της και μιλά στην parallaxi για την ιστορία της ζωής της, την αγάπη της για τη ζωγραφική της, την επιλογή της να φύγει από την Αμερική και να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, μέχρι και τις διαφορές των πανεπιστημίων Ελλάδα – ΗΠΑ, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου, αλλά και το πώς βλέπει το καλλιτεχνικό της μέλλον στη χώρα.
Στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκε – εκτός από την ίδια – και ο έρωτας των γονιών της.
«Και οι δυο γονείς μου έχουν καταγωγή από Σμύρνη, η μητέρα μου έχει και από τη Προύσα. Ο παππούς του πατέρα μου έφυγε από Σμύρνη για να σπουδάσει στην Ιταλία, και στο τέλος κατέληξε στην Νέα Υόρκη οπού γνώρισε την Ιταλίδα προγιαγιά μου. Έτσι γεννήθηκε ο παππούς μου και ύστερα ο μπαμπάς μου στην Αμερική. Η μαμά του πατέρα μου ήταν από την Αθήνα και σπούδασε στην Καλών Τεχνών στο Παρίσι. Βρέθηκε και η γιαγιά μου στην Αμερική όπου γνώρισε τον παππού μου.
Οι γονείς μου ωστόσο γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου τελικά γεννηθήκαμε εγώ και τα αδέρφια μου. Το 2006, για επαγγελματικούς λόγους και όταν εγώ ήμουν μονάχα 2 χρονών, μετακομίσαμε στην Αμερική, όπου έμεινα μέχρι τα 18 μου, όταν και τέλειωσα το σχολείο».
Στον κόσμο της ζωγραφικής την μύησε ο πατέρας της από πολύ μικρή ηλικία.
«Ασχολούνταν και ο ίδιος με τη ζωγραφική και γενικότερα αυτή η πλευρά της οικογένειας είχε μία καλλιτεχνική φλέβα, η οποία πέρασε και σε εμένα. Και με αυτό το καλλιτεχνικό υπόβαθρο, το να ασχοληθώ και εγώ με τη ζωγραφική, δεν μου ήταν μία δύσκολη απόφαση να πάρω.
Μου αρέσει να ζωγραφίσω περισσότερο με μολύβι, έχω ιδιαίτερη αδυναμία στις προσωπογραφίες. Πρόσφατα πειραματίζομαι περισσότερο με το μελάνι σε χαρτί και με την ακουαρέλα. Τελευταία, προσπαθώ να βελτιωθώ στα χρώματα, με ακρυλικά και λάδι».
Τον τελευταίο χρόνο της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Βοστώνη, όπου όλοι έπρεπε να διαλέξουν σε ποια πανεπιστήμια θα στείλουν τις αιτήσεις τους, η Δήμητρα πήρε την απόφαση να μετακομίσει μόνιμα στην Ελλάδα και να δώσει Πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή της στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ.
Η απόφαση της δεν ήταν εύκολη και οι δυσκολίες ήταν αρκετές, όπως εξηγεί η ίδια:
«Κυρίαρχο ρόλο στην απόφασή μου έπαιξαν οι τιμές των διδάκτρων στα πανεπιστήμια της Αμερικής, τα οποία δυσκολεύουν το να σπουδάσει κάποιος εκεί. Το δημόσιο πανεπιστήμιο όπως υφίσταται στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν υφίσταται στην Αμερική.
Στο μυαλό μου γενικότερα υπήρχε το σενάριο να σπουδάσω στην Ευρώπη. Πάντα όμως στο νου μου είχα ψηλά την επιλογή της Ελλάδας, γιατί αγαπώ πολύ τη χώρα, λόγω των ριζών μου. Στην αρχή δίσταζα αρκετά, γιατί όπως και να έχει, ήταν μία δύσκολη απόφαση να πάρω.
Παρά την καλή επαφή που είχα με την Ελλάδα, αφού περνούσα τα καλοκαίρια μου εδώ, το επίπεδο μου στη γλώσσα δεν ήταν τέλειο και με κρατούσε πίσω. Για να νιώσω μάλιστα μια ασφάλεια, στην αρχή είχα κάνει αιτήσεις σε πανεπιστήμια της Αμερικής και είχα κάνει εγγραφή εκεί. Αλλά τελικά είπα να δοκιμάσω το διαφορετικό και όταν πέρασα στην Καλών Τεχνών εδώ, ξεγράφτηκα απευθείας και ξεκίνησα τα μαθήματα εδώ».
«Η πραγματική ευκαιρία είναι να σπουδάσω στην Ελλάδα, όχι στην Αμερική», τονίζει η Δήμητρα:
«Οι φίλοι μου φυσικά στεναχωρήθηκαν όταν τους ανακοίνωσα ότι αποφάσισα να φύγω αλλά καταλάβαιναν τους λόγους και με τελικά με υποστήριξαν.
Όταν ερχόμουν στην Ελλάδα και έλεγα ότι ήρθα από Αμερική με ρωτούσαν “Γιατί ήρθες εδώ ενώ έχεις την ευκαιρία να σπουδάσεις στην Αμερική;”.
Στην Αμερική από την άλλη μου έλεγαν “Καλά κάνεις και φεύγεις”, γιατί γνωρίζουν πώς είναι η κατάσταση με τα έξοδα των διδάκτρων. Η αλήθεια είναι ότι η πραγματική ευκαιρία είναι να σπουδάσω στην Ελλάδα».
Η διαδικασία για να μεταφερθεί ακαδημαϊκά από την Αμερική στην Ελλάδα, ήταν δύσκολη, χρονοβόρα και πολύ γραφειοκρατική, κάτι που τρόμαξε αρχικά τη Δήμητρα.
«Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο έχει πάρα πολλές διαφορές από αυτά τις Αμερικής, με βασική διαφορά τις Πανελλήνιες. Στην Αμερική για να μπεις σε οποιαδήποτε σχολή πρέπει να υποβάλλεις αίτηση. Για τη Σχολή Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, δεν δίνουμε καν Πανελλήνιες Εξετάσεις, έχουμε διαφορετική ειδική εξέταση σχεδίου, για να μπορέσουμε να εισαχθούμε.
Για να ξεκινήσω λοιπόν τη διαδικασία, έπρεπε να μεταφράσω στα ελληνικά όλα τα αρχεία μου από το αμερικάνικο σχολείο, να βρούμε τον μέσο όρο μου και να τον μετατρέψουμε στο ελληνικό σύστημα. Όλο αυτό έπρεπε επίσης να πιστοποιηθεί από δικηγόρο. Γενικά ήταν μια αρκετά χρονοβόρα και γραφειοκρατική διαδικασία, την οποία επωμίστηκε – ευτυχώς – περισσότερο η μαμά μου!
Ωστόσο η πραγματική διαδικασία ξεκίνησε τουλάχιστον ένα χρόνο πριν, καθώς έπρεπε να ξεκινήσω τα μαθήματα σε φροντιστήριο για να μπορέσω να μπω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Οπότε, το καλοκαίρι πριν από την 3η Λυκείου είχα έρθει στην Ελλάδα για να δω το φροντιστήριο, τους καθηγητές και να ξεκινήσω την προετοιμασία. Μετά ήρθε η καραντίνα της πανδημίας και ξεκίνησα τα μαθήματα μέσω zoom από την Αμερική.
Το επόμενο καλοκαίρι ήρθα πάλι στην Ελλάδα, έκανα μαθήματα δια ζώσης και μετά έπρεπε να ξαναγυρίσω Αμερική για να τελειώσω το Λύκειο. Φυσικά, για να δώσω τις εξετάσεις έπρεπε να ξαναέρθω στην Ελλάδα, όπου και μετακόμισα μόνιμα στη Θεσσαλονίκη όταν έμαθα ότι πέρασα με επιτυχία στη σχολή.
Ήταν μια διαδικασία που κράτησε τουλάχιστον ένα χρόνο, με αρκετά πέρα – δώθε».
Υπάρχουν τεράστιες διαφορές στο ακαδημαϊκό σύστημα μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής, από την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, μέχρι τα δίδακτρα, το επίπεδο μόρφωσης και την οργάνωση, σύμφωνα με τη Δήμητρα:
«Η μεγαλύτερη διαφορά από όλες είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχουν τα δημόσια πανεπιστήμια, που είναι δωρεάν, κάτι που στην Αμερική δεν υφίσταται. Στην Αμερική υπάρχουν τα δίδακτρα για όλα τα πανεπιστήμια. Ακόμα και στα δημόσια πανεπιστήμια, πρέπει να πληρώσεις δίδακτρα, δεν υπάρχει τσάμπα τριτοβάθμια εκπαίδευση πουθενά.
Στη Βοστώνη για παράδειγμα, όπου έμενα εγώ, υπήρχε το δημόσιο καλλιτεχνικό πανεπιστήμιο, στο οποίο για να σπουδάσεις, πληρώνεις 14.000 τον χρόνο και αυτό ήταν από τις… φθηνές επιλογές. Η μέση τιμή των πανεπιστημίων στην Αμερική, κυμαίνεται συνήθως στα 30.000 τον χρόνο.
Και μετά είναι και επιπρόσθετα έξοδα που πληρώνεις για την εστίαση και τη διαμονή στις εστίες, τα οποία δεν είναι υποχρεωτικά για όλους, καθώς αν κάποιος μένει σχετικά κοντά στη σχολή, έχει τη δυνατότητα να μην τα επιλέξει. Επίσης στην Αμερική αγοράζουν τα βιβλία τους σε κανονικές τιμές, κάτι που στα δημόσια πανεπιστήμια της Ελλάδας δεν υφίσταται.
Τα έξοδα για να σπουδάσεις εκεί είναι τεράστια και είναι αυτό που εκτίμησα στην Ελλάδα: τον δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου.
Το ακαδημαϊκό επίπεδο μόρφωσης είναι επίσης πολύ καλό στην Ελλάδα. Ακόμα και από το γεγονός ότι πρέπει να δώσεις εξετάσεις για να μπεις σε μία σχολή, θέτει μία καλή βάση. Στην Αμερική για να περάσεις σε μία σχολή, δεν δίνεις καν εξετάσεις.
Από την άλλη, δεν μπορώ να πω ότι δεν έχω εντοπίσει εδώ τεράστιες διαφορές στις οποίες υστερούμε σε σχέση με την Αμερική, όπως είναι η οργάνωση. Ειδικά όταν πρωτοήρθα, ως πρωτοετής, κάποια πράγματα μου φάνηκαν αρκετά… χύμα και χαοτικά».
Για τη σχολή Καλών Τεχνών που τόσο πολύ αγαπά η Δήμητρα, έχει πολλά θετικά στοιχεία να περιγράψει και ειδικότερα για τους καθηγητές της:
«Η σχολή μου είναι σχετικά μικρή και αυτό που μου αρέσει είναι το κλίμα που επικρατεί όχι μόνο μεταξύ των φοιτητών, αλλά και φοιτητών – καθηγητών. Επειδή είναι και η Θεσσαλονίκη σχετικά μικρή – τουλάχιστον, αν τη συγκρίνω με τα δεδομένα της Αμερικής!- βοηθάει στο να μπορούμε να δούμε ευκολότερα πράγματα, όσον αφορά το αντικείμενο της σχολής, όπως για παράδειγμα εκθέσεις και γκαλερί.
Ειδικά σε αυτό το κομμάτι, επειδή υπάρχει αμεσότητα και αρκετά καλή επικοινωνία μεταξύ καθηγητών και φοιτητών, μας δίνουν πολλές ευκαιρίες και μας καθοδηγούν πολύ στον καλλιτεχνικό κόσμο της πόλης
Έχω κρατήσει αρκετά θετικά στοιχεία από τους καθηγητές στην Ελλάδα, αλλά το πιο σημαντικό από όλα είναι αυτό το αίσθημα αμεσότητας που υπάρχει μαζί τους. Οι φοιτητές μπορούν πολύ πιο εύκολα να μιλήσουν μαζί τους, να τους πούνε τους προβληματισμούς τους και να επικοινωνήσουν με ευκολία. Λόγω της φύσης της σχολής μας, εμείς βρισκόμαστε μαζί τους και σε εκθέσεις και γκαλερί, έξω από τις ώρες της σχολής και μπορεί ακόμα να πιούμε και μία μπύρα μαζί τους, όταν τελειώσει το event. Ένα τέτοιοι σενάριο δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση στην Αμερική!».
Στην Αμερική βέβαια, όπως θα περίμενε κανείς, τα πράγματα είναι πολύ πιο εξελιγμένα από άποψη υποδομών και εξοπλισμού, σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Η Δήμητρα εξηγεί ότι τα κτίριά τους είναι καλύτερα και μεγαλύτερα, ο εξοπλισμός τους είναι πιο σύγχρονος, τα βιβλία είναι πολλά περισσότερα και υπάρχει μία γενικότερη καλύτερη οργάνωση:
«Εκεί υστερούμε πολύ σε σχέση με το εξωτερικό και ειδικά με την Αμερική. Ειδικά αν μιλήσουμε για την Καλών Τεχνών, η οποία… καταρρέει.
Στο εικαστικό τμήμα έχουμε το κτήριο Thomas, το οποίο νοικιάζει το ΑΠΘ, ένα κτίριο στη Θέρμη και ένα ακόμα στη Σταυρούπολη. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ότι στη Σχολή Καλών Τεχνών, όλα τα τμήματα είναι σε διαφορετικές περιοχές και κτίρια. Όλο αυτό νιώθω ότι μας στερεί από το να συνεργαζόμαστε, θα μπορούσαμε να κάνουμε πολύ ωραία πράγματα, εάν ήμασταν όλα τα τμήματα μαζί.
Για να πάμε από το ένα μέρος στο άλλο συνήθως χρειάζεται να μετακινηθούμε με λεωφορεία, τουλάχιστον όσοι δεν έχουμε μέσα μεταφοράς, κάτι το οποίο δεν αποτελεί ιδανική συνθήκη, μιας και τα συγκεκριμένα λεωφορεία του ΟΑΣΘ, γεμίζουν πάρα πολύ εύκολα, με παιδιά του δικού μας τμήματος αλλά και άλλων και δεν είναι λίγες οι φορές που θα αργήσουμε στο μάθημα. Το θετικό σε αυτό είναι οι καθηγητές γνωρίζουν τη συνθήκη και είναι κατανοητικοί.
Γενικά υπάρχουν πολλά προβλήματα υποδομών στη δική μας σχολή συγκεκριμένα, ξεκινώντας από το γεγονός ότι είναι χτισμένη πάνω από ρέμα, οπότε υπάρχουν πολλές καθιζήσεις. Υπάρχουν δέντρα και θάμνοι που δεν κόβονται. Ένα από αυτά είναι το βρωμόδεντρο ή αλλιώς η βρωμοκαρυδιά, το οποίο είναι ένα δέντρο με πολύ ισχυρές ρίζες. Για να φύγουν αυτά τα δέντρα πρέπει να κοπεί από πολύ νωρίς και κάθε χρόνο απλά το κόβουνε, με τις ρίζες τους δυστυχώς να παραμένουν στο μέρος και να χαλάνε θεμέλια και σωλήνες. Υπάρχουν επίσης φοιτητές που κάνουν μάθημα σε υπόγεια, που δεν έχουν τον σωστό εξαερισμό για τα υλικά που χρησιμοποιούν (όπως το νέφτι), κάτι που μπορεί να είναι επιβλαβές για την υγεία ή και αίθουσες που μένουν κλειστές επειδή έχει εντοπιστεί μαύρη μούχλα.
Πέρσι, ο Δήμος Θέρμης μας έκοψε τη θέρμανση γιατί εντοπίστηκε διαρροή φυσικού αερίου και ακόμα δεν έχουμε ενημερωθεί τι έχει συμβεί για αυτό».
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες που μπορεί να συναντά, η Δήμητρα θέλει να συνεχίσει να δίνει την καλλιτεχνική της μάχη στην Ελλάδα, χωρίς να έχει σκοπό να γυρίσει πίσω στην Αμερική.
«Δεν νομίζω να ξαναγυρίσω μόνιμα στην Αμερική. Μπορεί ίσως για άλλες σπουδές ή κάτι προσωρινό αλλά μόνιμα σε καμία περίπτωση.
Πιστεύω ότι το λεγόμενο “αμερικάνικο όνειρο” έχει αρχίσει και καταρρέει.
Στην Ελλάδα θέλω να το προσπαθήσω. Η χώρα αυτή έχει ελπίδες για το μέλλον, τουλάχιστον μέσα από τα δικά μου μάτια».
Όσο για τον καλλιτεχνικό χώρο στην Ελλάδα, η Δήμητρα τον βλέπει ανοιχτό και έτοιμο να υποδεχτεί και να απορροφήσει το νέο αίμα.
«Πιστεύω ότι ο καλλιτεχνικός χώρος στην Ελλάδα έχει αρχίσει και ανοίγει. Η σχολή μας δίνει πολλές ευκαιρίες για να συνδεθούμε και να αποκτήσουμε επαφές με τον καλλιτεχνικό κόσμο της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μας υποδέχεται πάντα ευχάριστα και είναι έτοιμος να συμπεριλάβει το νέο αίμα.
Έχουμε μπει με τα εργαστήριά μας σε εκθέσεις στο Goethe-Institut και στο MOMus, μέσα από τα οποία γνωρίζουμε σημαντικούς ανθρώπους στον χώρο της τέχνης, από γκαλερίστες μέχρι σπουδαίους καθηγητές, που μας δίνουν μεγάλες ευκαιρίες.
Προσωπικά, αν δεν ακολουθήσω τον παραδοσιακό δρόμο το να ανοίξω μία δικιά μου γκαλερί, ίσως ασχοληθώ με την εκμάθηση παιδιών και συγκεκριμένα με προσφυγόπουλα. Μου αρέσει γιατί νιώθω ότι προσφέρω κάτι, δεν είναι μόνο ότι κάνω κάτι απλά για να ακολουθήσω το μονοπάτι της καριέρας μου, ταυτόχρονα βοηθάω και παιδιά μέσα από την τέχνη, που το έχουν ανάγκη».