Είναι ωραίο να συναντάς τον Κωνσταντίνο Βήτα!
Εικόνες: Γιάννης Μητρούδης Είναι ωραίο να συναντάς τον Κωνσταντίνο Βήτα σε διάφορες δημιουργικές του περιόδους. Εισχωρείς στον τρόπο σκέψης του, στη συναισθηματική του κατάσταση, σ’ αυτά που θέλει να εκφράσει. Την τελευταία φορά μου είχε πει, «Το είδος αυτό της ηλεκτρονικής μουσικής που συνδυάζεται με την ποίηση κατά κάποιο τρόπο ήταν και είναι πάντα περιθωριακό. […]
Εικόνες: Γιάννης Μητρούδης
Είναι ωραίο να συναντάς τον Κωνσταντίνο Βήτα σε διάφορες δημιουργικές του περιόδους. Εισχωρείς στον τρόπο σκέψης του, στη συναισθηματική του κατάσταση, σ’ αυτά που θέλει να εκφράσει. Την τελευταία φορά μου είχε πει, «Το είδος αυτό της ηλεκτρονικής μουσικής που συνδυάζεται με την ποίηση κατά κάποιο τρόπο ήταν και είναι πάντα περιθωριακό. Είναι σαν τα βιβλία ποίησης που τα μεγάλα βιβλιοπωλεία τα έβαζαν στο υπόγειο. Κάποιες φορές το υπόγειο έχει κίνηση και άλλες λιγότερη.» Τώρα, μας προσκαλεί σε μια συναυλία που αναβιώνει τη διαχρονικότητα του ρεμπέτικου τραγουδιού μέσα από το πρίσμα της ηλεκτρονικής μουσικής. «Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενορχήστρωσης στη «Σάλα Σάλα» ένιωθα την παρουσία του πατέρα μου, θα έλεγα πως είναι ένα έργο γι’ αυτόν. Προσπάθησα να διαχειριστώ την ουσία των τραγουδιών αυτών, κάποια από τα βαθιά και κρυμμένα συστατικά τους. Πήρα την ουσία αυτή και την τοποθέτησα σε ένα ξένο περιβάλλον, σαν να βάζεις μια παλιά καρδιά σε ένα νέο άνθρωπο, σαν μια μεταμόσχευση κατά κάποιο τρόπο.»
Θεωρείται ακόμα και σήμερα η ηλεκτρονική μουσική περιθωριακή με ειδικό κοινό;
Ηλεκτρονικά είναι τα πάντα σήμερα, ο κόσμος ζει σε μια ψηφιακή ηλεκτρονική εποχή, έχει ψηφιακές ανάγκες. Όπως όλα τα είδη στην μουσική έτσι και η ηλεκτρονική έχει περάσει σε μια άλλη εκδοχή ίσως, σε μια άλλη φάση. Υπάρχει ακόμα ηλεκτρονική μουσική που είναι για πιο ειδικό κοινό αλλά αυτό συμβαίνει και στην τζαζ και στην σύγχρονη μουσική και στην φόλκ. Το πλατύ κοινό άκουγε και συνεχίζει να ακούει την εμπορική μουσική. Όλα έχουν αλλάξει αλλά και όλα είναι ίδια με έναν περίεργο τρόπο σε ότι αφορά το εμπορικό και το εναλλακτικό.
Γράψατε το άλμπουμ, «Αντήχηση» το πρώτο καλοκαίρι της κρίσης. Τώρα μας προσκαλείτε σε ένα ρεμπέτικο άσμα υπό νέα ανάγνωση. Πώς προέκυψε;
Η πρόταση ήλθε από την Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και συγκεκριμένα από την Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Μού ζήτησε να φτιάξω κάτι για το πρώιμο ρεμπέτικο δηλ. την εποχή 1922 και 1947 που θεωρείται η δεύτερη περίοδος. Έκανα μια μεγάλη έρευνα πάνω στο τραγούδι και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και κατέληξα σε αυτά τα δύο πρόσωπα επειδή ακριβώς ήταν δύο αντίθετες μορφές που έζησαν και σε δύο διαφορετικές πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και η Αθήνα και κάπως έτσι βρήκα πως αυτό από μόνο του περιέχει κάτι μουσικό. Η Παπαγκίκα τραγούδησε κυρίως παραδοσιακά και τα ηχογράφησε στην Νέα Υόρκη εκείνη την περίοδο ενώ στο σβήσιμο της Παπαγκίκα αναδύεται στο μουσικό στερέωμα της Αθήνας η Μπέλλου. Η Μπέλλου είναι μια φωνή που σηματοδότησε την περίοδο εκείνη και όχι μόνο. Οι δύο γυναίκες αυτές ήταν η αφορμή για να φτιάξω μια ιστορία και μέσα από τα τραγούδια τους να διηγηθώ αυτό που είχα σκεφτεί. Μου έδινε μια παραπάνω ελευθερία επίσης στο να προσεγγίσω τα τραγούδια. Αυτή η περίοδος είναι ένας τεράστιος θησαυρός και μέσα από αυτές τις δύο γυναίκες ήταν λίγο πιο εύκολο να συγκεντρωθώ κάπως. Κάπως έτσι όμως ξεκίνησε όλο αυτό.
Η ταμπέλα, «ο σημαντικότερος έλληνας δημιουργός της ηλεκτρονικής μουσικής», είναι προϊόν της επιβίωσής σας στο χώρο ή ταυτίζεται με την αξία σας ως μουσικός;
Αυτοί οι τίτλοι γράφονται κυρίως από τους ανθρώπους των media. Κάθε φορά που ξεκινώ να γράψω ένα τραγούδι ή ένα κομμάτι μουσικής δεν σκέφτομαι ποιος είμαι, απλά αφήνομαι στην μουσική, τη στιγμή που δημιουργώ δεν είναι απαραίτητο να απευθύνομαι κάπου, είναι μια στιγμή σύλληψης που έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία του κάθε μουσικού. Ο κάθε άνθρωπος έχει επίπεδα συνείδησης και μέσα από αυτά έτσι και ο μουσικός αντιλαμβάνεται το ίδιο πράγμα κάθε φορά από μια διαφορετική γωνία. Η σύνθεση είναι μια μορφή αντίληψης. Δεν προσδιορίζομαι από την ηλεκτρονική μουσική αλλά από την χωρητικότητα μου , από το εύρος της συνείδησής μου απέναντι στη φύση.
Ένας χρόνος έρευνας πάνω στη ρεμπέτικη μουσική. Τι ανακαλύψατε, πού ταξιδέψατε;
Θα έλεγα πως βρήκα κοινά σημεία στο τότε και το σήμερα. Κρίση , φθορά, καταπίεση, πόνος, πόλεμος, διαφθορά, λογοκρισία, ουσίες, οτιδήποτε συμβολίζει την παρακμή συνεχίζει ακόμα να υπάρχει. Σήμερα είναι ίσως πιο καταπιεσμένοι οι άνθρωποι απλά έχουν την εντύπωση πως αφού έχουν περισσότερα πράγματα είναι και πιο ελεύθεροι. Από τις έρευνες αλλά και τα τραγούδια τα ίδια προκύπτει πως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν περισσότερο αυτοσεβασμό , αξιοπρέπεια ακόμα και αν είχαν κατρακυλήσει, είχαν μια εσωτερική λεβεντιά και ίσως περισσότερο ήθος. Μέσα από τα τραγούδια που επέλεξα προσπάθησα να πω μια ιστορία. Ξεκίνησα από το περιεχόμενο των τραγουδιών, από το νόημα που ενέπνεαν , από την αίσθηση που έπαιρνα διαβάζοντας τα. Γρήγορα πέρασα στους ήρωες των τραγουδιών , στις καταστάσεις τους , σε αυτό που περνούσαν , στους πόθους τους και προσπάθησα να βρω αντίστοιχα που υπάρχω εγώ μέσα σε αυτά τα τραγούδια, προσπάθησα να εντοπίσω κοινά βιώματα που είχα και βρήκα ότι είχα πολλά κοινά. Προσπάθησα να τα ενστερνιστώ και μέσα από αυτό πέρασα στο επόμενο στάδιο που ήταν ή διασκευή , η σύνθεση , η νέα ανάγνωση αυτού του κόσμου.
Ένα παιδί με ρεμπέτικα ακούσματα , στην ενήλικη ζωή του επιστρέφει σε αυτά με το δικό του τρόπο. Είναι και μια ανάγκη επαναπροσδιορισμού;
Λίγο πριν ξεκινήσω να φτιάχνω την «Σάλα Σάλα» είχα ήδη χάσει τον πατέρα μου. Θα έλεγα πως ήταν αυτός που με μύησε στο λαϊκό τραγούδι. Όταν ήμουν έφηβος πήγαινα στο μαγαζί που είχαμε και τον βοηθούσα. Ήταν επιπλοποιός και ξυλουργός και μου είχε μάθει την τέχνη αυτή από παιδί. Εκεί ακούγαμε λαϊκά τραγούδια συνέχεια. Μου άρεσε πολύ ο Ζαμπέτας, ο Καλδάρας, ο Γ. Παπαϊωάννου , ο Τσιτσάνης και πολλοί άλλοι. Παράλληλα άκουγα και άλλες μουσικές αλλά πολλά λαϊκά τα ήξερα απ έξω. Είχα δει την Μπέλλου , τον Τσιτσάνη, τον Ζαμπέτα, την Μοσχολιού , τον Μπιθικώτση αρκετές φορές στα κέντρα που έπαιζαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενορχήστρωσης στη «Σάλα Σάλα» ένιωθα την παρουσία του πατέρα μου, θα έλεγα πως είναι ένα έργο γι’ αυτόν. Προσπάθησα να διαχειριστώ την ουσία των τραγουδιών αυτών, κάποια από τα βαθιά και κρυμμένα συστατικά τους. Πήρα την ουσία αυτή και την τοποθέτησα σε ένα ξένο περιβάλλον, σαν να βάζεις μια παλιά καρδιά σε ένα νέο άνθρωπο, σαν μια μεταμόσχευση κατά κάποιο τρόπο. Σαν άνθρωπος δεν προσδιορίζομαι μέσα από την μουσική αλλά από τον τρόπο που κάνω διαχείριση στη ζωή μου. Η ζωή μου και η δουλειά μου είναι ένα.
Υπάρχουν αταίριαστες μουσικές και μουσικά χαρακώματα;
Η σύνθεση περιλαμβάνει τα πάντα, ενώνει τη φωτιά και τον αέρα, το μπλε και το κόκκινο για να δημιουργήσει την αυγή. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ενώσει μέσα του τον άνθρωπο και να αποδεχτεί τον άνθρωπο δίπλα του ισότιμα πάντα θα ζει σε χαρακώματα και σε συνθήκες που θα τον απομονώνουν από τη ζωή.
Πολλοί νέοι φεύγουν στο εξωτερικό αναζητώντας μια άλλη ζωή. Θα επιστρέφατε στη Μελβούρνη;
Το τι κάνει ο καθένας είναι η επιλογή του και είναι σεβαστή. Προσωπικά δεν θα επέστρεφα στην Μελβούρνη. Μου αρέσει να ζω στην Ελλάδα. Θέλω να ζω εδώ , να αναπνέω εδώ , να μιλώ ελληνικά και να κάνω το καλύτερο που μπορώ για τον τόπο μου.
Βλέποντας τον κόσμο σήμερα. Τι σας τρομάζει περισσότερο;
Δεν με τρομάζει κάτι. Ο φόβος είναι προϊόν του ίδιου του ανθρώπου γιατί δεν μπορεί να συλλάβει μέσα του την έννοια του θανάτου. Αυτό συμβαίνει επειδή δημιουργούμε και έχουμε ανάγκη από πρότυπα , στερεότυπα που είναι πάνω από το κανονικό. Απ’ αυτή τη ζωή είμαι περαστικός, θα ζήσω την εποχή μου και θα φύγω απ’ τη γη, πολύ απλά.
Υπήρχε άγχος πριν της έναρξη της συναυλίας σας στη Στέγη, αν το κοινό θα αποδεχτεί τη ρεμπέτικη αναφορά;
Δεν θα έλεγα ότι είχα ιδιαίτερο άγχος , ένα μικρό τρακ αλλά όχι γι αυτόν το λόγο. Από τη στιγμή που είμαι σίγουρος για αυτό που κάνω δεν με ενδιαφέρει αν ο κόσμος δεν θα αποδεχτεί τον τρόπο που διάβασα το ρεμπέτικο. Ο κάθε άνθρωπος έχει το γούστο του και δικαίωμα του. Αν του αρέσει καλώς και αν δεν του αρέσει πάλι καλώς. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι μουσικοί μου κι εγώ να αποδώσουμε το έργο αυτό που ενορχήστρωσα με τον καλύτερο τρόπο. Όπως στην Στέγη έτσι και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης θα δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας όλοι.
Πού μπορούμε να σας συναντήσουμε τυχαία ή επί τούτου στην Αθήνα;
Κάπου στο κέντρο , κάνοντας κάποιο διάλειμμα απ’ τη δουλειά.
**Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016, Μέγαρο Μουσικής, ΑΙΘΟΥΣΑ ΦΙΛΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Μ1, Ώρα: 21:00, τηλ. 2310 895 800. Μάθετε περισσότερα για τη συναυλία εδώ