Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: Με τη στόφα μιας σπουδαίας ηθοποιού
Μια από τις κεντρικές ηρωίδες της Ορέστειας που παίζεται και σήμερα στο θέατρο δάσους και μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς στην Ελλάδα του σήμερα.
Η συζήτηση ξεκίνησε το βραδάκι, εν μέσω υποχρεώσεων και συνεχών μετακινήσεων της ίδιας για την πολυσυζητημένη παράσταση «Ορέστεια», του Αισχύλου σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, για να ολοκληρωθεί αργά το βράδυ. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, μας μιλάει για το θέατρο, που αποτελεί τον κυρίαρχο πρωταγωνιστή στη ζωή της, τις παγίδες της κριτικής, την πίστη της στο σκηνοθετικό όραμα του κ. Χουβαρδά καθώς και για τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας μέσα από μια εντελώς διαφορετική οπτική από αυτή που είχαμε συνηθίσει. Ακατάπαυστη εργάτρια του θεάτρου, μεθοδική, συνεπής στις θεατρικές της επιλογές, με μια αδιάκοπη εξελικτική πορεία στο ελληνικό θέατρο, κοντά στους πιο σημαντικούς θεατρικούς σκηνοθέτες και ανθρώπους του θεάτρου, κουβαλάει αναμφίβολα τη σφραγίδα μιας σπουδαίας ηθοποιού.
«Μια ακαταμάχητη γυναίκα και μια πολύ καλή ηθοποιός». Αν αυτή είναι η προκατασκευασμένη εικόνα των άλλων για σας τι θα αλλάζατε ή θα προσθέτατε. «Αν αυτή είναι η εντύπωση των άλλων, τους ευχαριστώ πολύ, ακούγεται πολύ κολακευτικό. Το θέμα της ομορφιάς θεωρώ ότι είναι υποκειμενικό, σε κάποιους μπορεί να αρέσει κανείς, σε κάποιους άλλους, όμως, όχι. Οπότε, σε καμία περίπτωση, δεν θεωρώ τον εαυτό μου ακαταμάχητο. Αυτό που προσπαθώ να είμαι, είναι καλός άνθρωπος και συνεπής.»
Περιοδεία. «Είμαι εδώ και πολλά χρόνια σε περιοδείες, ειδικά από το 2003 και μετά, σχεδόν κάθε χρόνο το βιώνω. Με μια, ίσως, μοναδική εξαίρεση το 2014 που έκανα μόνο τέσσερις παραστάσεις εκτός Αθηνών. Υπάρχουν σεζόν, καλοκαίρια, που έχω κάνει 70 παραστάσεις, πολλά καλοκαίρια. Κι άλλα καλοκαίρια που έχω κάνει λιγότερες παραστάσεις, συνήθως με το Εθνικό. Φέτος, είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις, όπου οι παραστάσεις είναι μόνο 25. Έχω, λοιπόν, την ευκαιρία να κάνω 2-3 εβδομάδες διακοπές, πράγμα σπάνιο για μένα. Αυτό που με χαροποιεί είναι η επαφή που αποκτούμε με τον κόσμο της επαρχίας, που διψάει για θέατρο και κυρίως για καλό θέατρο. Δεν παραλείπουν να μας το λένε και αυτό αποτελεί για μας μια δικαίωση ότι κάνουμε κι εμείς κάτι γι’ αυτούς, βοηθάμε να φτάσει ο πολιτισμός και σε πιο απομακρυσμένες περιοχές. Αν έχεις μαζί σου και μια πολύ καλή παράσταση και έναν εξίσου καλό θίασο, όπως συμβαίνει φέτος, αυτό το αίσθημα γίνεται πιο έντονο. Έχουμε την ευκαιρία να δούμε την Ελλάδα, να ακούσουμε τους πολίτες και τα προβλήματά τους, ο κάθε τόπος έχει τη δική του ματιά πάνω στα πράγματα. Η περιοδεία είναι μια πολύ σπουδαία εμπειρία.»
Η αρμονική σχέση μεταξύ των ηθοποιών σε μια παράσταση από τι εξαρτάται; «Από το ποιόν των ανθρώπων, όταν σχετίζεσαι με παιδιά που έχουν ωραίες προσωπικότητες, καλούς χαρακτήρες, υπάρχει μια αίσθηση του κοινού στόχου, όταν μιλάς την ίδια γλώσσα και σε αφορά να δίνεις κάθε βράδυ τον καλύτερο εαυτό σου και να έχεις το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα πολλές φορές ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες. Θέατρα που δε διαθέτουν καλή ακουστική, καλές υποδομές παρασκηνιακές, οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, είναι μερικά από τα πολλά προβλήματα που μπορεί να έρθουμε αντιμέτωποι. Όταν υπάρχει καλό κλίμα στο θίασο και με αρκετές δόσεις χιούμορ κάποιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται πιο εύκολα.»
Η σχέση ηθοποιού- σκηνοθέτη διακατέχεται από δημοκρατικότητα ή συγκεκριμένη ιεραρχία; «Σαφώς ιεραρχία. Ο ηθοποιός καλείται να υπηρετήσει το σκηνοθετικό όραμα. Αυτό που θα πει ο σκηνοθέτης είναι κανόνας. Δεν μπορεί ο ηθοποιός ακόμα κι αν διαφωνεί να πράξει κάτι διαφορετικό. Δεν επιτρέπεται. Αυτή είναι η δουλειά μας, να υπηρετούμε το σκηνοθετικό όραμα, να παραμένουμε πιστοί στην σκηνοθετική καθοδήγηση, με όση περισσότερη αλήθεια, εσωτερικότητα και πιεστικότητα γίνεται.»
Το επάγγελμα του ηθοποιού βρίσκεται σε μόνιμη κρίση; «Είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο επάγγελμα. Καλείται κανείς να συμβιβάσει πράγματα που μοιάζουν ασυμβίβαστα, όπως το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην τέχνη, καλύτερες επιλογές με το θέμα του βιοπορισμού. Στην Ελλάδα, όσο πιο πολύ προσπαθεί κανείς να υπηρετήσει την τέχνη, τόσο λιγότερο αμείβεται, όσο βάζει νερό στο κρασί του και επιλέγει πιο εμπορικά πράγματα, τότε οι αμοιβές του είναι καλύτερες. Εγώ, προσωπικά, που επιθυμώ να υπηρετώ την τέχνη, αντιμετώπισα πολλές φορές αμέτρητες δυσκολίες βιοποριστικού χαρακτήρα. Οι παραστάσεις πια της χειμερινής περιόδου παίζονται για πολύ λίγο, για δύο μήνες και είμαστε αναγκασμένοι να βιώνουμε ένα καθημερινό καθεστώς πρόβας- παράστασης, ετοιμαζόμαστε, δηλαδή, για την επόμενη παράσταση. Ενώ παλιά γινόταν δύο φορές το χρόνο, η αλλαγή παράστασης, τώρα γίνεται τέσσερις. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις ελεύθερο χρόνο, χρόνο για ξεκούραση, για προσωπική ζωή, επιβαρύνεται η υγεία και η ενέργειά σου. Βέβαια, το να έχει κανείς δουλειά, είναι και μια ευλογία. Πολλοί ηθοποιοί κάνουν και δευτερότριτα και παιδικές παραστάσεις, ειδικά όταν έχουν να συντηρήσουν και μια οικογένεια. Μια φορά δοκίμασα να διδάξω για 2 μήνες και κατάλαβα ότι δεν μπορώ να ανταπεξέλθω καθώς ο χρόνος μου ήταν μειωμένος.»
Οι περίοδοι της ελληνικής ιστορίας που επιλέγονται στα τρία δράματα της Ορέστειας. «Το πρώτο έργο, ο «Αγαμέμνων», διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’40, το δεύτερο έργο, οι « Χοηφόροι» μεταφέρεται σε μια ιστορική περίοδο μετά τον εμφύλιο και οι «Ευμενίδες», το τρίτο έργο, αφορούν σε έναν πιο αφηρημένο χωροχρόνο. Πρόκειται για μια επιλογή του κ. Χουβαρδά ακριβώς γιατί το πρόβλημα με το αρχαίο δράμα έγκειται στο γεγονός ότι ο σύγχρονος θεατής έχει μια απόσταση από αυτά τα έργα που βρίθουν από μυθολογικά στοιχεία, θρησκευτικές αναφορές που φαντάζουν ξένες και μακρινές στο σύγχρονο θεατή. Όταν επιλέγει ένας σκηνοθέτης να φέρει το έργο σε μια κοντινή μας δεκαετία, αμέσως ο σημερινός Έλληνας επικοινωνεί καλύτερα με το έργο. Αντιλαμβάνεται πιο εύκολα τις αντικειμενικές συνθήκες, τα δεδομένα, τις καταστάσεις. Το έργο μιλάει για έναν πόλεμο, μια εκστρατεία. Το να μιλήσεις για την Τροία, δεν έχει την ίδια βαρύτητα όπως το να μιλάς για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι μνήμες είναι νωπές και οι καταστάσεις έχουν εγγραφεί στο συλλογικό ιστορικό μας υποσυνείδητο. Αναγνωρίζει κανείς καταστάσεις και τις βιώνει με έναν πιο έντονο τρόπο, δημιουργείται μια απόσταση μεγάλης οικειότητας και βαθειάς συγκίνησης. Ο θεατής βλέπει την επιστροφή του στρατιώτη από το μέτωπο, ακούει γνώριμες μουσικές και τραγούδια της Βέμπο, κατακλύζεται από στοιχεία βαθειάς ελληνικότητας. Είναι σε θέση κάποιος να κατανοήσει καλύτερα το πλαίσιο. Οι Έριδες στο δεύτερο έργο, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ίδιους τους πολίτες, τα μίση, η μυστικότητα, οι χαμηλές φωνές, πράγματα και καταστάσεις που λάμβαναν χώρα εκείνη την περίοδο, επανέρχονται στο προσκήνιο στις μέρες μας. Η παράσταση, λοιπόν, ψηλαφεί αυτά τα στοιχεία, γι’ αυτό και ο θεατής μπορεί να επικοινωνήσει με τα υψηλά νοήματα του έργου.»
Ο Δημήτρης Δημητριάδης αναφέρθηκε σε μια συντομευμένη εκδοχή της ίδιας μετάφρασής του με περικοπές από τον κ. Χουβαρδά. «Αν τα έργα παίζονταν ολόκληρα θα διαρκούσαν πάνω από 6 ώρες, κάτι που φαντάζει ανέφικτο σε συνθήκες υπαίθριων θεάτρων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε ένα κλειστό θεατρικό χώρο όπου οι θεατές θα πήγαιναν αποφασισμένοι για μια παράσταση τόσο μεγάλης διάρκειας. Γι’ αυτό τον λόγο σπάνια ανεβαίνει και η Ορέστεια ολόκληρη. Οι περικοπές του κ. Χουβαρδά έγιναν με μεγάλη προσοχή καθώς αφαιρέθηκαν τα μυθολογικά στοιχεία και οι αναφορές που απέχουν πολύ από το σύγχρονο θεατή και διατηρήθηκε ολόκληρη η πλοκή, η ιστορία, τα νοήματα, οι προβληματισμοί, οι ιδέες και η ποίηση.»
Ο ρόλος της Κλυταιμνήστρας από μια άλλη οπτική. «Η Κλυταιμνήστρα αντιμετωπίζεται συνήθως ως μια αρχετυπική ηρωίδα μια γυναίκα με στοιχεία αρρενωπής προσωπικότητας, ανδρόβουλη τη χαρακτηρίζει ο Αισχύλος και έτσι ερμηνεύεται. Κι εγώ την έχω ερμηνεύσει κατά αυτόν τον τρόπο το 2013. Στην παράστασή μας, εδώ, ο κ. Χουβαρδάς μού ζήτησε και αυτό μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη δεκαετία και τα δεδομένα εκείνης της εποχής, να αποδώσω μια γυναίκα πολύ χαμηλών τόνων. Οι γυναίκες τότε ακόμα κι αν ήταν στην εξουσία έπρεπε να είναι υποταγμένες και αφοσιωμένες στον άνδρα, καθώς δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για το στοιχείο της φεμινιστικής ισότητας. Η παράσταση πραγματοποιεί μέσω της Κλυταιμνήστρας ένα σχόλιο πάνω στη στρατηγική των δημόσιων προσώπων που φέρουν αυτό το προσωπείο, μια μάσκα, καθώς ο δημόσιος λόγος τους δεν είναι αληθινός. Τα πολιτικά πρόσωπα δεν αφήνουν να διαφανούν στον κόσμο τα αληθινά τους συναισθήματα. Τα παιχνίδια της εξουσίας είναι διαχρονικά και πλήρως αναγνωρίσιμα. Η Κλυταιμνήστρα υποδέχεται τον άνδρα σας ως υπόδειγμα αγάπης, γλυκύτητας, τρυφερότητας και μετά το φόνο διαγράφεται η ρωγμή που έχει μέσα της, αποκαλύπτονται οι λόγοι για τους οποίους έκανε αυτήν την επιλογή που δεν οδηγούν στην θριαμβεύτρια λέαινα που έχουμε στο μυαλό μας. Είναι μια γυναίκα που έχει τσακιστεί από το βάρος της πράξης της και γνωρίζει καλά τη μοίρας της, έχει τοποθετήσει αυτομάτως τον εαυτό της στη θέση του θύματος. Στις «Ευμενίδες», σε ένα έργο που πρώτη φορά συμμετέχω, η Κλυταιμνήστρα είναι μια γυναίκα που έχει βαρύνει, έχει γεράσει, είναι άυπνη, ζει με εφιάλτες. Βλέπουμε μια Κλυταιμνήστρα γερασμένη και η σκηνή με το γιο της είναι για μένα άκρως αποκαλυπτική και ενδιαφέρουσα. Σα μητέρα, έρχεται αντιμέτωπη με ένα τέρας που έχει δημιουργήσει μέσα από τις πράξεις της, ένα δυστυχισμένο πλάσμα που δεν έχει άλλη επιλογή παρά να τη σκοτώσει. Οι σκηνές αυτές, στο δεύτερο έργο, έχουν μια έντονη ψυχαναλυτική ερμηνεία. Στο τρίτο έργο, το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας που κανονικά στο γραπτό κείμενο εμφανίζεται μόνο στην αρχή του έργου, στην παράστασή μας είναι συνεχώς παρούσα. Δίνει μια άλλη διάσταση στα πράγματα, είναι αυτό που κουβαλάει ο Ορέστης μέσα στο μυαλό του. Είναι το έντονο βλέμμα της μητέρας που έχει μέσα στην ψυχή και στη συνείδησή και που παρά την αθώωσή του μέσα από τη θεσμοθετημένη ένορκη δικαιοσύνη, τελικά αποδεικνύεται ότι δεν τελειώνουμε με το υποσυνείδητό μας, τις ενοχές μας. Είναι ένα σχόλιο της παράστασης. Ο σύγχρονος κόσμος πώς θεραπεύει τις ενοχές του; Με τα χάπια και την ψυχανάλυση; Με τη συνείδηση δεν ξεμπερδεύεις εύκολα.»
Η σχέση σας με την ενθουσιώδη ή απορριπτική κριτική. «Προσπαθώ να είμαι ψύχραιμη. Σαφώς, όπως και όλοι καλλιτέχνες, όταν δέχομαι μια καλή κριτική χαίρομαι και στενοχωριέμαι στην περίπτωση μια αρνητικής κριτικής, είτε προσωπικά είτε ως παράσταση. Ξέρετε, δε διαχωρίζω τον εαυτό μου από το παραστασιακό γεγονός αλλά μ’ ενδιαφέρει η παράσταση ως όλον.»
Συλλογισμοί πάνω στην Κριτική. «Οι σκέψεις που κάνω για την Κριτική τόσα χρόνια πια στο θέατρο, είναι ότι ο κριτικός δεν μπορεί να είναι καθόλα αντικειμενικός. Είναι άνθρωπος και μπορεί να επηρεαστεί από τα αισθήματα που τρέφει για κάποιο δημιουργό. Από την άλλη μεριά, η γνώμη ενός κριτικού δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως αυθεντία γιατί πρόκειται για μια υποκειμενική γνώμη ενός θεατή. Ο δημιουργός έχει σκύψει πάνω στο έργο πάρα πολύ καιρό. Ειδικά στην περίπτωση του κ. Χουβαρδά το έχω βιώσει, όχι μόνο στην Ορέστεια, αλλά σε άλλες μας συνεργασίες, ξέρω πόσο μόχθος κρύβεται από πίσω, επιμονή στη λεπτομέρεια, χρόνος και βαθειά μελέτη. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλα σχετίζονται με μια ιδέα, σύλληψη, την οποία η παράσταση υπηρετεί με συνέπεια και ακρίβεια. Είναι τόσο καλοκουρδισμένο αυτό το πράγμα που κανείς ακόμα και αν διαφωνεί με τη σύλληψη δεν μπορεί να μην το αναγνωρίσει. Η οποιαδήποτε γνώμη είναι πάντα σεβαστή αλλά μ’ ενοχλεί το γεγονός ότι στην περίπτωση του κριτικού αντιμετωπίζεται ως να είναι αυτός αυθεντία. Το γεγονός ότι μεσολαβεί από ένα βήμα, έντυπο ή site, ανάμεσα στο δημιουργό και στο φυσικό αποδέκτη, δημιουργώντας εκ των προτέρων μια άποψη θετική ή αρνητική και δεν αφήνει τα πράγματα να λειτουργήσουν όπως θα έπρεπε, δημιουργός- θεατής, ότι προκαταλαμβάνονται κάποια άνθρωποι διαβάζοντας μια κριτική, θεωρώ ότι είναι άδικο. Δεν λέω, σε καμία περίπτωση, να μην υπάρχει κριτική αλλά όσο διαβασμένος κι αν είναι κάποιος κριτικός δεν παύει να εκφράζει μια υποκειμενική γνώμη. Αν ένας κριτικός εμποτίζεται από συντηρητικές απόψεις και παρακολουθεί μια παράσταση avant grande, πειραματική, όσο καλή κι αν είναι αυτή η παράσταση δεν θα καταφέρει να του αρέσει. Άλλα πράγματα θα ήθελε να δει. Από την ανάποδη, αν επρόκειτο για έναν κριτικό που ενδιαφέρεται για το καινούργιο στην τέχνη και δει μια παραδοσιακή παράσταση, δεν θα του αρέσει. Ποιος έχει δίκιο; Που βρίσκεται η αλήθεια και η αντικειμενικότητα στην τέχνη;»
Ανατρεπτικό, αντισυμβατικό, όρια της ελευθερίας, έννοιες που θα έπρεπε να περικλείει το θέατρο. «Εγώ θα ήθελα να τους περικλείει γιατί επιθυμώ το θέατρο το οποίο υπηρετώ να έχει μια φρέσκια ματιά, να προτείνει καινούργια πράγματα. Ωστόσο, και παραστάσεις που μπορεί να είναι πιο «ήσυχες» μπορεί να είναι εξαιρετικές και να δημιουργούν μια εξαιρετική συγκίνηση ανάμεσα στο παραστασιακό γεγονός και στους θεατές. Τα πράγματα στην τέχνη πρέπει να διακατέχονται από μια ευρύτητα για να χωρέσουν τα πάντα. Οποιαδήποτε δρόμο κι αν ακολουθήσει κανείς, αυτό που θα κάνει να είναι φτιαγμένο με αγάπη, πίστη, μεράκι και να έχει βαθειά αλήθεια για να ακουμπήσει στο κοινό του. Κάποιες παραστάσεις έχουν ένα άλφα κοινό κάποιες άλλες ένα βήτα κοινό. Δεν μπορούμε όλοι να επικοινωνούμε με όλους. Κι αν αυτό συνέβαινε θα ήταν και λίγο ύποπτο.»
Κουβαλάτε τους ρόλους σας; «Στη ζωή μου, όχι. Δεν πιστεύω σε αυτού του είδους τις ταυτίσεις που καταργούν την ιδιαιτερότητα και προσωπικότητα του ερμηνευτή. Άλλο το να προσπαθείς να προσεγγίσεις αυτό το πρόσωπο με όσο γίνεται μεγαλύτερη αλήθεια βάζοντας και προσωπικά στοιχεία, να μπορέσεις να το καταλάβεις, γιατί πολλές φορές ερμηνεύουμε ρόλους εκ διαμέτρου αντίθετους με μας. Εγώ διαφωνώ με το να σκοτώνεις ανθρώπους, με το να εκδικείσαι. Αν τελειώνοντας την παράσταση και μετά την υπόκλιση εξακολουθείς να είσαι ο ρόλος, αυτό είναι ψυχιατρική περίπτωση. Χρόνο με το χρόνο αυτά τα μεγάλα έργα μας βοηθούν να δουλέψουμε τον ψυχισμό μας, την κοσμοθεωρία μας, να αποκτήσουμε μια πλατύτερη αντίληψη για τον κόσμο και τα πράγματα.»
Λέτε στον εαυτό σας, «μεγαλώνω» ή «μεγάλωσα»; «Είναι μια φυσική διαδικασία που όλοι οι άνθρωποι την περνούν. Θα ήταν πολύ λάθος να προσκολληθεί κανείς σε μια νεανική ηλικία και να εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σαν αυτό που δεν είναι πια. Αυτό που μπορεί να κάνει κανείς είναι να βιώνει την κάθε ηλικία όσο πιο γλυκά αλλά και έντονα γίνεται. Να μην το φέρει ως πλήγμα αλλά ως μια κατάκτηση στην ωριμότητα και τη γνώση. Να μεγαλώνει όμορφα. Όλες οι εμπειρίες να έχουν γράψει πάνω του με τρόπο πολύτιμο για να μπορεί να το μετατρέπει σε σοφία. Να μην κουβαλάει το «μεγάλωσα» ως τραύμα γιατί αυτό αναμφίβολα δημιουργεί παθογένειες. Δόξα τω Θεώ να λέμε, όταν έχουμε την υγεία μας και την καλή ψυχική μας υγεία για να μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί και πολύτιμοι στην κοινωνία. Ό, τι έχει περάσει ο καθένας μας να γίνεται παρηγορία και για τους συνομηλίκους μας και για τις επόμενες γενιές.»
Τι σας συνδέει με την πόλη της Θεσσαλονίκης; «Όλη μου η εφηβεία και τα νεανικά μου σκιρτήματα. Πήγαινα στο 1ο Γυμνάσιο Θηλέων στη Βασιλίσσης Όλγας. Οι φίλοι μου, οι συμμαθήτριές μου με πολλές από τις οποίες διατηρώ ακόμα σχέσεις, οι δάσκαλοί μου, η απόφασή μου να γίνω ηθοποιός. Φοίτησα τα πρώτα τρία χρόνια ως Πολιτικός Μηχανικός παράλληλα με τη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ αλλά μετά τα παράτησα γιατί ήθελα να αφοσιωθώ στην τέχνη. Οι καλοί μαθητές και γω ανάμεσά τους καθώς υπήρξα σημαιοφόρος έπρεπε να κατευθυνθούν προς επαγγέλματα που θεωρούνταν «δύσκολα» και ήταν θετικής κατεύθυνσης. Στη Θεσσαλονίκη, είδα τον Ντέρεκ Τζάκομπι να παίζει Άμλετ στο Θέατρο Δάσους. Ήμουν μαθήτρια και έχουν χαραχθεί στη μνήμη μου περιστατικά του Πολυτεχνείου, η αναστάτωση, η απαγόρευση της κυκλοφορίας και μετά οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί. Θυμάμαι το σεισμό της Θεσσαλονίκης το ’78, το σπίτι το οποίο μέναμε τότε καταστράφηκε κατά το ήμισυ μπροστά στα μάτια μου και πήρε κίτρινη καρτέλα οπότε αναγκαστήκαμε να φύγουμε στο χωριό μου. Η Δραματική Σχολή μου, η Πειραματική Σκηνή Τέχνης, το Θεατρικό Εργαστήρι. Η Άνω Πόλη, τα σινεμά που πηγαίναμε ως μαθητές και αργότερα σπουδαστές στη Δραματική Σχολή, οι ταινίες ιταλικού νεορεαλισμού, οι γιαπωνέζικες, σε κινηματογράφους τέχνης όπως ο Αίας, αν θυμάμαι καλά. Κάθε γωνιά της πόλης συνδέεται με περιστατικά της ζωής μου εκείνη την περίοδο.»
Αν μπαίναμε στον ιδιωτικό σας χώρο, ποιο βιβλίο θα βρίσκαμε ανοιχτό; «Αυτή τη στιγμή διαβάζω ένα βιβλίο που λέγεται «Εκτός Ελέγχου» του Τζέημς Γκράχαμ Μπάλαρντ από τις εκδόσεις Επιλογή και πολύ συχνά ανατρέχω σε αγαπημένους ποιητές όπως τον Καρούζο, Σαχτούρη, τον Τάσο Λειβαδίτη, όπου κάναμε και ένα δίσκο με το Γιώργο Χρονά και φυσικά και σε άλλους πολλούς.»