Πρόσωπα

«Κάθε μέρα είναι ένα σχολείο, κάθε στιγμή ένας δάσκαλος» – Ο Μιχάλης Στεφανίδης στα «Νέα Πρόσωπα»

Γνωρίζουμε καλύτερα τον ανερχόμενο ηθοποιό που είδαμε πρόσφατα στο «Λιωμένο Βούτυρο»

Γιώργος Σταυρακίδης
κάθε-μέρα-είναι-ένα-σχολείο-κάθε-στιγ-1328955
Γιώργος Σταυρακίδης

Τον είδα πρώτη φορά στο πλαίσιο της Ανοιχτής Σκηνής στο Θέατρο Άνετον, όταν πριν λίγο καιρό παρουσίασε μαζί με την, επίσης αξιόλογη νέα ηθοποιό, Ελίνα Αντωνίου μία ενδιαφέρουσα μεταφορά του θεατρικού έργου του Σάκη Σερέφα «Λιωμένο Βούτυρο» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαλάκου.

Και μπορεί όλα τα άλλα να ήταν εξίσου εξαιρετικά στη μεταφορά της ιστορίας του Τάσου και της Λούλας, η ερμηνεία των δύο ηθοποιών ήταν που εντυπωσίασε. Κάπως έτσι, θέλησα να μάθω καλύτερα τον έναν από τους δύο – για αρχή – ηθοποιούς λίγο πριν τις παραστάσεις τους στην Κύπρο, τον τόπο που γεννήθηκαν και οι δύο πρωταγωνιστές.

Ο Μιχάλης Στεφανίδης, μπορεί να μην είναι από τη Θεσσαλονίκη, ωστόσο σπούδασε στην πόλη και ζει ακόμα εδώ, αναζητώντας τον δικό του δρόμο ανάμεσα στο θέατρο και τη μουσική.

1. Αν έπρεπε να συστηθείς σε κάποιον, τι θα έπρεπε να ξέρει για σένα;

Είμαι ο Μιχάλης Στεφανίδης, Κύπριος ηθοποιός και μουσικός, και τα τελευταία χρόνια ζω στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα είμαι ένας άνθρωπος που δεν επαναπαύεται. Θέλω συνεχώς να κοινωνικοποιούμαι. Δεν ήμουν ποτέ μοναχικός ή εσωστρεφής άνθρωπος, και θεωρώ πως στη δουλειά μου η κοινωνικότητα και η «άντληση» ερεθισμάτων είναι απαραίτητη κάθε μέρα.

2. Ποια θα μπορούσε να είναι μία καθοριστική στιγμή στα παιδικά σου χρόνια, που να έλεγες πως καθόρισε τη συνέχεια σου ως ηθοποιό;

Δεν θα πρωτοτυπήσω, ήταν από μία σχολική θεατρική παράσταση, το «Ξύπνα Βασίλη» του Δ.Ψαθά, και όλο το σόι τότε, με παρότρυνε να γίνω ηθοποιός. Ε, δεν ήθελα και πολλά-πολλά. Γενικά είμαι πολύ τυχερός γιατί η οικογένειά μου πάντα με στήριζε και με στηρίζει στον δύσκολο δρόμο αυτού του επαγγέλματος. Μέχρι τα 18 μου, δεν ήμουν σίγουρος τί ήθελα να ακολουθήσω, τη μουσική ή το θέατρο. Πλέον, αφού τελείωσα τις θεατρικές μου σπουδές, νιώθω πολύ ευγνώμων που μπορώ επί σκηνής να συνδυάζω και τις δύο τέχνες παράλληλα, όπως στην παράσταση που παίζω τώρα, το «Λιωμένο Βούτυρο» σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαλάκου.

3. Ποια ήταν η πρώτη σου θεατρική δουλειά και πώς ένιωθες όταν τελείωσε;

Μιλώντας σε επαγγελματικό πλαίσιο, ήταν στην παράσταση «Μινέττι» του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία του Θανάση Γεωργίου, στο Θέατρο Δέντρο στην Κύπρο. Εκεί ήμουν μέλος του χορού. Για μένα ήταν κάτι αρκετά δύσκολο, γιατί ως μαθητής Λυκείου, κλήθηκα να σταθώ δίπλα σε καταξιωμένους ηθοποιούς και χορευτές. Πολλές φορές όμως, έπιανα τον εαυτό μου να πεισμώνει, πίστεψα ότι και εγώ μπορώ να τα καταφέρω και αυτό με βοήθησε αρκετά στα επόμενά μου βήματα. Γενικότερα, ήταν μια εμπειρία που λειτούργησε σαν σχολείο για μένα.

4. Τι σε ενθουσιάζει στη ζωή, στη δουλειά σου, στην πόλη που ζεις;

Με ενθουσιάζουν τα απρόβλεπτα. Αυτό που λες «Πάμε για μια βόλτα» και καταλήγεις να γυρίσεις στο σπίτι σου στις 8 το πρωί. Επίσης, με ενθουσιάζουν οι συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω μου, γνωστών και αγνώστων, το πόσο ενδιαφέρουσες είναι και πόσο απρόβλεπτες μπορούν να γίνουν. Στη δουλειά μας, η παρατηρητικότητα που αναπτύσσουμε, δεν είναι μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και στην καθημερινότητά μας. Γενικά, πιστεύω πως η περισσότερη δουλειά που κάνει ένας ηθοποιός είναι κάτω από τη σκηνή, γιατί εκεί έξω είμαστε πιο εκτεθειμένοι. Να βλέπουμε, να παρατηρούμε, να αφουγκραζόμαστε τον κόσμο που περνάει δίπλα μας, τον κόσμο που επικοινωνεί στους δρόμους, στα μπαρ, στις ταβέρνες. Και σαφώς να αγκαλιάζουμε τη φύση, τα όμορφα τοπία. Η Θεσσαλονίκη, είναι μια πόλη που συνδυάζει όλα αυτά . Αυτός είναι ο λόγος που με γοητεύει και την αγαπώ . Ότι μπορώ δηλαδή , να περπατήσω πέντε λεπτά στη Ρωμαϊκή Αγορά, και να πάρω δεκάδες ερεθίσματα.

5. Τι σε ενοχλεί ή σε φοβίζει;                                                                                            

Με ενοχλεί όταν σοβαρά κοινωνικά θέματα, όπως ο ρατσισμός, η ομοφοβία, τα εγκλήματα, οι δολοφονίες, τα Τέμπη, η Παλαιστίνη, χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο. Εξηγούμαι: Βλέπεις μια εκπομπή και η πρώτη θεματική είναι το τεράστιο θέμα των Τεμπών, και η ακριβώς επόμενη θεματική είναι το «πως μπορείς να χάσεις βάρος σε μόνο πέντε μέρες πίνοντας αυτό το προϊόν» ή «ΣΟΚ στο πανελλήνιο, το τάδε ζευγάρι διασκέδαζε στα τάδε μπουζούκια…». Προσωπικά αυτό με απογοητεύει. Δεν μπορώ να πιστέψω πως τέτοια μεγάλα θέματα που αποτελούν κοινωνικές πληγές, για κάποιους είναι απλώς νούμερα τηλεθέασης και θέματα του συρμού. Και αυτό είναι που με φοβίζει και με θλίβει. Νιώθω πως το θέατρο, τις περισσότερες φορές, δεν έχει πέσει σε αυτή την παγίδα και αυτό μου δίνει κάποιες ελπίδες.

6. Που θα ήθελες να φτάσεις;

Προς το παρόν, ξέρω πως θέλω να εξελίσσομαι καθημερινά και στον θεατρικό και στον μουσικό χώρο. Κάθε μέρα είναι ένα «σχολείο», κάθε στιγμή ένας «δάσκαλος». Στους δικούς μου πάντως, λέω πως μου αρέσει να παίζω θέατρο, μουσική και να τραγουδώ. Ελπίζω η πορεία μου να είναι καλοτάξιδη…

+1. Το «Λιωμένο βούτυρο» του Σάκη Σερέφα σε απασχολεί καιρό γνωρίζω, ωστόσο η τελευταία του εκδοχή σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαλάκου αγαπήθηκε από το κοινό και πάει μέχρι και στον τόπο σου την Κύπρο. Πώς νιώθεις για αυτό το έργο που είναι και αληθινή ιστορία και ουσιαστικά σε συστήνει στο κοινό;

Το τεράστιο ζήτημα των γυναικοκτονιών επανέρχεται με περισσότερη δημοσιότητα και ένταση, «κοχλάζει» στις μέρες μας. Ταυτόχρονα, είναι τρομακτικό να συνειδητοποιείς ότι το «Λιωμένο Βούτυρο», πραγματεύεται μια γυναικοκτονία του 1960. Ξεκινήσαμε διαβάζοντας το έργο, ερευνώντας, ψάχνοντας σε άρθρα και ρωτώντας κόσμο που κάποτε, κάτι είχε ακούσει για εκείνο το έγκλημα. Όμως αυτό που μας βοήθησε να ξεκαθαρίσουμε τα νοήματα ήταν οι συζητήσεις με τον Σάκη Σερέφα, τον συγγραφέα του έργου. Η παράστασή μας ξεκινάει με τους δύο αφηγητές, που λένε εξ αρχής πως μια κοπέλα δολοφονήθηκε από τον αρραβωνιαστικό της. Έτσι, δεν έχουμε να εξιχνιάσουμε κάποιο μυστήριο, το ζήτημα του έργου είναι ο κοινωνικός περίγυρος του ζευγαριού, φίλοι, γείτονες, ακόμη και άσχετος κόσμος που έτυχε να δει το ζευγάρι. Ο/η κάθε ένας/μια μάρτυρας είναι μια έντονη προσωπικότητα με τα χαρακτηρίστηκα και τα κουσούρια του, είναι δηλαδή ένα «statement». Συνεπώς, αυτό είναι που κάνει την παράσταση μας αστεία και ταυτόχρονα τραγική, και έτσι θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε μια «σκοτεινή κωμωδία». Είχα επίσης την ευχαρίστηση να επιμεληθώ και τη μουσική της παράστασης. Το έργο είναι τοποθετημένο σε μια δεκαετία «σταθμό» για το ελληνικό ρεπερτόριο, το 1960.Τα βασικά μας εργαλεία είναι η φωνή μας και ένα πιάνο και η μουσική είναι συν-πρωταγωνίστρια και όχι απλά ένα «χαλί» ή ένα «backround». Αυτό είναι κάτι που θεωρώ ότι κίνησε το ενδιαφέρον, και το κοινό της Θεσσαλονίκης το εκτίμησε.  Το «Βούτυρο» μας, ύστερα από το Θέατρο «Άνετον», έχει τη χαρά να «ταξιδέψει» στην Κύπρο για τρεις παραστάσεις στο Θέατρο «Δέντρο» στη Λευκωσία, στις 23, 25 και 26 Ιουνίου. Ακολούθως, θα το «ταξιδέψουμε» και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, και σαφώς ξανά στη Θεσσαλονίκη.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα