Κωνσταντίνος Γεράρδος: Δεν υπάρχει μέρα που να μη χορεύω
Ο σπουδαίος χορευτής και χορογράφος διηγείται τη ζωή του και μιλάει για την οικογένεια του και τη Θεσσαλονίκη
Την συζήτηση αυτή, την κλείσαμε ένα πρωινό που πήγα στις Φυλακές των Διαβατών για να παρακολουθήσω μία παράσταση χορού του Κωνσταντίνου Γεράρδου.
Η παράσταση, ήταν με κρατούμενους και το αποτέλεσμα της ήταν τόσο σπουδαίο, όσο και η συζήτηση που ακολούθησε με τους ερασιτέχνες χορευτές και τη δύναμη του χορού.
Την ίδια περίοδο, ο Κωνσταντίνος ετοίμαζε και την δική του παραγωγή με την ομάδα του Vis Motrix. Θυμάμαι ένα θέατρο Αυλαία γεμάτο και έναν «Νοσφεράτου» συγκλονιστικό, που μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας είχε σίγουρα ο διάσημος χορευτής και χορογράφος.
Ο καιρός πέρασε και όταν τελικά, βρήκαμε τους (ελεύθερους) χρόνους μας, μιλήσαμε για όλη την σπουδαία πορεία του, αλλά και για μία ζωή που αγαπάει, ονειρεύεται, νοιάζεται και αγωνιά.
Ο Κωνσταντίνος Γεράρδος διηγείται τη ζωή του και βάζει τελεία μόνο όταν μιλάει για την οικογένεια του. Για τα πέντε παιδιά του, την αγάπη για αυτά και τα όνειρα.
Τα πρώτα Χρόνια στη Χαλκίδα
Έχω γεννηθεί στη Χαλκίδα. Έχω ζήσει εκεί μέχρι τα δέκα μου. Θυμάμαι τις βόλτες μου εκεί με τη μαμά και τον μπαμπά, τα κανταϊφια που τρώγαμε εκεί, τα παιχνίδια στις αλάνες. Η πρώτη μου ανάμνηση από χορό είναι εκεί, γιατί η θεία μου τότε, ήταν 17 χρονών κι εγώ ήμουν οχτώ, με έπαιρνε μαζί της στις ντισκοτέκ της εποχής τότε και θυμάμαι ότι χορεύαμε ασταμάτητα. Ήμουν ο παρτενέρ της. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα να εκφράζομαι μέσα από την κίνηση. Ο χορός, όπως μου λέει η μαμά μου, μου άρεσε ακόμα από μωρό. Χόρευα συνέχεια…
Όταν ήμουν έντεκα χρονών, μετακομίσαμε στην Αθήνα και εκεί ξεκίνησε η διαδρομή μου στον χορό όταν η μαμά μου με πήγε και με έγραψε στην Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης (KSOT). Άκουσε μία διαφήμιση στο ραδιόφωνο που είχε κάνει η Κρατική Σχολή τότε, ότι ζητάει νέα παιδάκια για τη δημιουργία φυτωρίου. Τότε με ρώτησε αν θέλω να πάω να μάθω χορό και ήθελα.
Το μόνο αγόρι στη σχολή
Ξαφνικά, βρέθηκα σε μία αίθουσα με 25 κοριτσάκια, με το μόνο αγοράκι εγώ και μιλάμε για τη δεκαετία του ’80 που ήταν σχεδόν αδιανόητο ένα αγόρι να κάνει τότε χορό. Κάτι βέβαια που ακόμα και μέχρι σήμερα αν δούμε στις παιδικές σχολές χορού, παραμένει ταμπού ο χορός για αγόρια. Θυμάμαι ότι κάναμε μάθημα εμείς στην αίθουσα και ερχόντουσαν τα παιδιά από το Επαγγελματικό για να δούν το αγοράκι της Σχολής. Αυτό ήμουν, το αγοράκι της Σχολής…
Στην αρχή, με έκανε να νιώθω άβολα όλο αυτό. Φαντάσου ένα αγοράκι 10 χρονών με καλσονάκι μέσα σε 25 κοριτσάκια. Κάναμε μπαλέτο τότε κανονικά οπότε ήταν ανάλογο και το ντύσιμο. Ήταν άβολο αλλά επειδή μου άρεσε όλο αυτό, η άσκηση με το σώμα, το μπαλέτο. Εγώ πριν, χόρευα ντίσκο και ξαφνικά έπιασα τη μπάρα, έβαλα τα πόδια μου στη πρώτη position και είπα οκ, πάμε τώρα να δούμε τι είναι όλο αυτό. Αλλά μου άρεσε πάρα πολύ, έμεινα στα μαθήματα, ήμουν στο φυτώριο της Σχολής, πήγα από το ένα, στο φυτώριο δύο, στο τρία και μετά στο επαγγελματικό τμήμα, όταν τελείωσα πια και το λύκειο.
Η πορεία μου προέκυψε, δεν την είχα σκεφτεί. Στην αρχή ήμουν ένα παιδάκι όπως όλα τα παιδάκια που κάνουν χορό στον ελεύθερο τους χρόνο. Στη συνέχεια, στην ηλικία των δεκαπέντε ήταν που αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου, ότι θέλω να γίνω χορευτής. Από τότε ξεκίνησε η πιο ουσιαστική μου σχέση με αυτό που λέμε την τέχνη του χορού.
Ο ΧΟΡΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
Επειδή διδάσκω στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ, συναντιέμαι με νέους ανθρώπους, με νέες γενιές. Ρώτησα λοιπόν τα παιδιά του πρώτου έτους, ποια είναι η σχέση τους με τον χορό, αν χορεύουν στη ζωή τους. Διαπίστωσα ότι δεν είναι μέρος της ζωής τους ο χορός. Δηλαδή ακόμα και στα κλαμπ δεν αισθάνονται ότι χορεύουν τα νέα παιδιά, απλά πάνε και κουνιούνται. Αυτό είναι το μεγάλο δράμα που ζούμε ως ανθρωπότητα θεωρώ. Ο χορός δεν είναι πια μέρος της ζωής μας. Ενώ γεννιόμαστε καλλιτέχνες όλοι οι άνθρωποι.
Βλέπουμε πως είναι πιο συνηθισμένο οι γονείς να πηγαίνουν τα κορίτσια για χορό και τα αγόρια σε κάποιο άθλημα. Γιατί είναι πιο «αντρικό» να πάει το αγόρι για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ από το να επιλέξει να στείλει κάποιος το παιδί του να μάθει μπαλέτο ή σύγχρονο χορό. Είναι θέμα παιδείας καθαρά.
Όταν ήμουν 18, ήλπιζα ότι με τα χρόνια αλλάζουν αυτά αλλά βλέπω ότι δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει. Αν έμπαινε ο χορός μέσα σε όλα σχολεία και όχι μόνο στα καλλιτεχνικά, αν έμπαιναν οι τέχνες θα ήταν όλα καλύτερα. Εγώ θυμάμαι από τα νιάτα μου, ότι στη γυμναστική δεν κάναμε ποτέ τίποτα. Μας δίνανε μπάλες και μας στέλνανε να παίξουμε. Θέλω να πω ότι η σχέση με το σώμα δεν αναπτύσσεται στο σχολείο. Αναπτύσσονται άλλες σχέσεις. Από τη στιγμή που το παιδί πάει σχολείο, βίαια αποκόβεται η σχέση με το σώμα. Αυτό εγώ, το έχω δει στους γιους μου. Φυσικά τα παιδιά παίζουν το ποδόσφαιρο τους, αλλά τι κάνουν; Κάθονται σε ένα θρανίο πέντε ώρες και μαθαίνουν. Καμία σχέση το σώμα με όλη αυτή την εμπειρία της γνώσης. Που θα ήταν και πιο εύκολο αν με ρωτάς, να μάθουμε μέσα από τη συμμετοχή και του σώματος παρά μόνο από το να καθόμαστε και να έρχονται οι πληροφορίες από τα αυτιά και να τρελαίνουν το μυαλό μας. Είμαστε φύση κινητικά όντα, δεν είμαστε να καθόμαστε ακίνητοι. Οπότε ουσιαστικά ερχόμαστε σε κόντρα με τη φύση μας. Εμένα αυτό μου κάνει τρομερή εντύπωση. Χάνουμε στα χρόνια του σχολείου την αθωότητα μας, την παιδικότητα, την έννοια του παιχνιδιού.
Σκέψου ότι μέχρι εκείνη την ηλικία μαθαίνουμε τα πάντα μέσα από το παιχνίδι ή μέσα από το τραγούδι. Εγώ τραγουδάω στη κόρη μου την άλφαβητα και την μαθαίνει τραγουδώντας. Δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό στα σχολεία; Δε θα μαθαίναμε πιο εύκολα έτσι; Δε θα κρατιόντουσαν όλα αυτά τα πράγματα μέσα μας εμπειρικά και πιο ουσιαστικά μέσα από τη δόνηση της φωνής; Θα μου πεις βέβαια, τι θα κάναμε, φυσική τραγουδώντας; Όχι, αλλά θα βρίσκαμε έναν άλλον τρόπο και όχι αυτόν τον παραδοσιακό. Θα μπορούσαν ας πούμε μαθήματα όπως Βιολογία ή Ιστορία να γίνονται έξω ή σε έναν κήπο. Να σκάβουν, να σπέρνουν τα παιδιά. Να υπάρχει συμμετοχή του σώματος. Αυτά δεν τα ξεχνάς. Είναι εμπειρίες, δεν είναι απλά λέξεις που έρχονται και μπαίνουν στο μυαλό. Κι ό,τι έχει εμπειρία, έχω την αίσθηση ότι είναι ζωή, είναι αναπνοή.
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Χορό ξεκινάω στην Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης στην Αθήνα. Τελειώνω εκεί το πρώτο έτος και έρχομαι μετά Θεσσαλονίκη γιατί ουσιαστικά, μετά από οντισιόν, προσλαμβάνομαι στο Χοροθέατρο τότε του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Έτσι, παίρνω την απόφαση να μετακομίσω από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Εκείνα τα χρόνια ήταν μαγικά! Ήμουν κοντά 19 χρονών και είναι ό,τι ονειρεύεται κάθε χορευτής. Είμαι σε μία ομάδα που με πληρώνει, μου παρέχει όλο το πλαίσιο χοροπρόβας και χοροπαράστασης, με χορογράφους και φωτιστές, ώστε μου δίνει τη δυνατότητα εγώ να δημιουργήσω. Ήταν μία φοβερή εμπειρία όλα αυτά τα χρόνια που ήμουν στο Κρατικό. Με τα καλά και τα κακά του, όπως κάθε κρατικός οργανισμός. Στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν ομάδες χορού τότε, υπήρχε μόνο το Κρατικό. Μετά από κάποια χρόνια άρχισαν να δημιουργούνται και οι πρώτες ομάδες…
Υπήρξε μία άνθιση της τέχνης μας από το 1998 περίπου μέχρι το 2004. Ανέλαβε το Χοροθέατρο ο Κωνσταντίνος ο Ρήγος. Εκείνη την περίοδο οι παραστάσεις του Χοροθεάτρου ήταν γεγονός στην πόλη. Δηλαδή, το περίμενε όλη η Θεσσαλονίκη. Ήταν υψηλού επιπέδου οι παραστάσεις, τόσο που βγαίναμε και έξω, σε φεστιβάλ του εξωτερικού.
Εν μία νυκτί όμως, καταργήθηκε το Χοροθέατρο και επιστρέψαμε δυστυχώς πάλι εκεί που ξεκίνησαν τα πράγματα.
Το 2022 σε μία πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, με αυτή την εμβέλεια που έχει στα Βαλκάνια, που μπορεί να έχει στην Ευρώπη, που μπορεί να έχει σε όλο τον κόσμο, να μην έχει μία ομάδα χορού, η οποία να υπόκειται σε έναν κρατικό οργανισμό, είτε αυτός λέγεται ΚΘΒΕ είτε μία ομάδα που θα έχει κρατική υποστήριξη, όπως είναι η ομάδα της Λυρικής, θεωρώ πως είναι έγκλημα. Ειδικά αν σκεφτείς πως υπάρχει και δυναμικό στην πόλη. Υπάρχει και φεύγουν όλοι στην Αθήνα και από εκεί φεύγουν στο εξωτερικό. Για ποιο λόγο να γίνεται αυτό;
Υπάρχουν ομάδες στη πόλη, σαν και τη Vis Motrix, τη δική μου. Υπάρχουν άλλες δύο ή τρεις ακόμα, που προσπαθούν με το τίποτα να δημιουργήσουν. Θα πάρεις δηλαδή μία επιχορήγηση της τάξεως των 20 χιλιάδων ευρώ ας πούμε που δε φτάνει ούτε για τα ένσημα. Για να δημιουργήσεις μία παράσταση τον χρόνο. Αυτό δεν θα το έλεγα ούτε καν συντήρηση της τέχνης. Είναι μία υποβάθμιση. Κι όχι μόνο στον χορό… Και στη μουσική αλλά ακόμα και στο θέατρο που υπάρχει το Κρατικό σαν ένας κεντρικός άξονας ας πούμε, ελπίζω με τον καινούριο Καλλιτεχνικό Διευθυντή να ανέβουν λίγο τα πράγματα και να βελτιωθούν.
Το Κρατικό θεωρώ πως είναι ένας οργανισμός που οφείλει όχι μόνο απέναντι στο θέατρο αλλά απέναντι και στο χορό να έχει μία στάση εξίσου δημιουργική. Αυτό πρέπει να είναι στα πλάνα κάθε Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Δεν είναι ο χορός μία δεύτερη τέχνη, υπό του θεάτρου. Όχι πια. Και υπάρχει και κοινό για τον χορό, που περιμένει να του δώσεις. Κι όταν τα λέω αυτά, δε μιλάω για μία παράσταση τον χρόνο. Πρέπει να υπάρξει πρόγραμμα. Να ξέρει ο κόσμος ότι αυτόν τον μήνα υπάρχει στην πόλη η δυνατότητα να δω την τάδε παράσταση χορού, τον άλλον μήνα υπάρχει η δυνατότητα να δω μία άλλη παράσταση χορού. Να βάλει ο κόσμος τον χορό στη ζωή του. Να μπει ο χορός στη ζωή μας πάλι…
VIS MOTRIX
Αυτός ήταν και ο βασικότερος λόγος που δημιούργησα την ομάδα μου, Vis Motrix. Ήθελα να φτιάξω το δικό μου πλαίσιο μέσα στο οποίο θα δημιουργήσω εγώ ως χορογράφος. Ήθελα να δοκιμάσω και να ερευνήσω την τέχνη μου. Μέχρι τότε ήμουνα χορευτής. Το εκτελεστικό όργανο του χορογράφου. Ήθελα με αυτόν τον τρόπο να μπω στην άλλη πλευρά. Να δω πώς στήνεται μία παράσταση, τι χρειάζεται. Ήταν αυτό το επόμενο βήμα μου.
Πάντα σκεφτόμουν και το ενδεχόμενο να φύγω από τη Θεσσαλονίκη. Υπήρχαν και προτάσεις από έξω και μάλιστα ιδιαίτερα δελεαστικές. Υπήρχαν δηλαδή προτάσεις από την Αγγλία, από το London City Ballet, υπήρχε πρόταση από την Ισπανία. Υπήρχαν προτάσεις, αλλά εγώ ταυτόχρονα με την καριέρα μου δημιούργησα και μία οικογένεια, η οποία αυτή τη στιγμή έχει πέντε τέκνα, τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι. Οπότε μου ήταν δύσκολο να φύγω αν και όλα μία απόφαση είναι, αλλά σίγουρα μία πιο δύσκολη απόφαση. Από την άλλη, από τη πρώτη μέρα που ήρθα στη Θεσσαλονίκη, την ερωτεύτηκα. Αυτό το άνοιγμα που έχει στη θάλασσα, το άνοιγμα που έχει απέναντι στον Όλυμπο. Άλλη τη λένε ερωτική, εγώ τη λέω άκρως καλλιτεχνική, άσχετα αν κλαιγόμαστε. Στο χέρι μας είναι να κάνουμε κάτι. Έτσι λοιπόν, είπα πως θα κάτσω στη πόλη και θα βρω την άκρη εδώ. Ήθελα να δημιουργήσω εδώ, να πάρω ανθρώπους από την πόλη, χορευτές και ηθοποιούς που θα δουλέψουμε μαζί. Δε θα σου κρύψω ότι υπάρχουν στιγμές που λέω μέσα μου γιατί δεν έφυγα, αλλά στη Θεσσαλονίκη νιώθω πως μεγάλωσα, ωρίμασα, βρήκα τον τρόπο και τον χώρο μου. Σαν μια μάνα είναι αυτή η πόλη για μένα. Δεν έχω ακόμα απογαλακτιστεί.
Υπάρχουν νέοι άνθρωποι με όρεξη και ταλέντο. Εγώ στους μαθητές μου λέω πάντα «κάντε αυτό που ονειρεύεστε και όταν δεν το βρίσκετε δημιουργήστε το εσείς». Με αυτό θα πάμε παρακάτω. Να μη φοβούνται, να κάνουν λάθη, να δοκιμάσουν. Είναι το μέλλον της χώρας και πρέπει να το πάρουν αυτό, όχι ως ευθύνη αλλά ως μία συνέχεια της πορείας. Να το πάνε παρακάτω, όπου το ονειρεύονται αυτοί. Να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα και να είμαστε δίπλα τους να τους στηρίζουμε.
ΧΟΡΟΣ Ή ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Το να χορεύω ή να διδάσκω, είναι εξίσου ερωτικά και τα δύο για μένα. Δε μπορώ να πω ότι προτιμώ το ένα ή το άλλο, αν και μπορώ να πω ότι το σώμα όσο περνάν τα χρόνια, όσο κι αν το φροντίσεις σιγά σιγά χαλαρώνει. Είναι το ίδιο σημαντικά όμως και τα δύο για μένα. Αυτό που λέω και στους μαθητές μου, είναι ότι ο θάνατος θέλω να με βρει να χορεύω και όχι στο κρεβάτι, οπότε δουλεύω για αυτό.
Δεν είναι μόνο ότι ζω από αυτή την τέχνη, αλλά με ζει κιόλας. Με τρέφει. Όχι με την οικονομική έννοια, αλλά με τρέφει σαν άνθρωπο, με μεγαλώνει. Δεν υπάρχει μέρα που να περάσει χωρίς να χορέψω. Μα θα είναι με την κόρη μου, μα θα είναι με τους μαθητές μου, μα θα είναι με τα άλλα μου παιδιά, δεν υπάρχει μέρα να μη χορεύω. Είναι βασικό συστατικό της ζωής μου. Τα παιδιά χορεύουν με τον μπαμπά. Στο σπίτι υπάρχει μουσική, υπάρχει και χορός.
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΔΙΑΒΑΤΩΝ
Σπουδαίος είναι ο άνθρωπος. Είτε είναι στη φυλακή, είτε εκτός, είτε είναι εγκληματίας, είναι είναι Πακιστανός, είτε Έλληνας. Και είμαστε φτιαγμένοι για να φτιάχνουμε σπουδαία πράγματα. Όχι μόνο οι καλλιτέχνες, όλοι μας. Το ζήτημα στην περίπτωση των Διαβατών, ήταν πώς θα επαναφέρω στη μνήμη αυτών των ανθρώπων αυτή την παιχνιδιάρικη παιδική διάθεση. Ήταν άνθρωποι που είχαν χάσει την παιδικότητα τους από πολύ μικρή ηλικία, επειδή έπρεπε να δουλέψουν, επειδή ζούσαν σε χωριά που το σχολείο ήταν ταμπού, επειδή ήταν της μόδας να είσαι αλήτης. Υπήρχε άνθρωπος που μου είπε πως «αυτό εγώ δεν το έκανα ποτέ στη ζωή μου, για μένα ήταν κάτι που δε ζούσα πουθενά αλλού». Όλη τη δουλειά, την κάναμε μαζί με την Ιωάννα Μήτσικα που ήταν και πιο έμπειρη επειδή είναι χρόνια εκεί. Ήθελα να κάνω παράσταση τις φυλακές που έχουμε όλοι μέσα μας και κινηθήκαμε σε αυτόν τον δρόμο και συναντηθήκαμε και δουλέψαμε πάνω σε αυτό.
Αν βάζαμε την τέχνη στη ζωή μας, θεωρώ πως θα είχαμε μία άλλη κοινωνία. Θα ήμασταν σίγουρα πιο ήρεμοι. Θα τα εκφράζαμε όλα μέσα από τον χορό, τη μουσική, τη ζωγραφική μας. Όλα αυτά τώρα έρχονται και πνίγονται μέσα μας. Αυτή η εμπειρία με έβαλε σε αυτή τη διαδικασία, να τους το θυμίσω. Τα σώματα της φυλακής, είναι πολύ ιδιαίτερα σώματα. Πρέπει να δείχνουν δυνατά και κάνουν γυμναστικές ώστε να δείχνουν άτρωτοι. Αποτέλεσμα αυτού, είναι οι αρθρώσεις τους να δυσκολεύονται να κινηθούν. Οπότε έπρεπε να απελευθερώσουμε το σώμα κινητικά. Όταν όμως απελευθερώνεται το σώμα κινητικά, απελευθερώνονται και εσωτερικά πράγματα. Για μένα ήταν από τις καλύτερες παραστάσεις που θα κρατήσω στη ζωή μου. Ίσως μία ας πούμε από τις δύο που θα κρατούσα.
Η άλλη, ίσως να ήταν ο «Κυανοπωγων» με τον Κωνσταντίνο Ρήγο, όπου βραβεύτηκα με το βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου για την ερμηνεία μου. Ήταν για μένα μία αποκάλυψη. Με τον Κωνσταντίνο, ξεχωρίζω και την «Ωραία Κοιμωμένη»
ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ
Εγώ μεγάλωσα με τις ταινίες του Δράκουλα. Με έλκυε από πιτσιρικά. Έβλεπα πόσο ελκυστικός είναι ο φόβος. Αυτό που βάζεις τα χέρια μπροστά αλλά κρυφοκοιτάς. Πάντα λοιπόν, εγώ ήθελα να κάνω παράσταση τον Δράκουλα. Τα δύο τρία τελευταία χρόνια που φάγαμε φόβο, με έκαναν λοιπόν να το σκεφτώ για να το κάνω. Ήθελα να δείξω όλο αυτόν τον τρόμο που βιώνουμε. Πίσω όμως από όλα αυτά, πιστεύω πραγματικά ότι κρύβεται η αγάπη. Πίσω από την ανθρωποφαγία, κρύβεται ο φόβος να αγαπήσουμε, να δοθούμε ολοκληρωτικά.
Είχα μία κουβέντα χθες με τον γιο μου και μιλούσαμε για την αγάπη. Αυτήν που δε ζητάει αντάλλαγμα. Αυτή την αγάπη που ίσως μπορεί να σου προσφέρει μόνο ένα ζώο, ο σκύλος. Δυστυχώς εμείς ως όντα ζητάμε μία ανταπόδοση στην αγάπη, κι όταν δεν έρχεται η αγάπη γίνεται μίσος. Κι ό,τι φέρνει. Να σκεφτούμε ότι η πιο σπουδαία ανταλλαγή στην αγάπη, είναι ακριβώς αυτό που νιώθουμε μέσα μας.
Ο Νοσφεράτου είναι κάποιος που ψάχνει την αγάπη έτσι κι αλλιώς.
Με αυτό το έργο ήθελα να πω και στοπ στη βία σε όλες της τις μορφές. Που για μένα είναι βία και το ότι παίρνω την κόρη μου από το χεράκι της και την τραβολογάω επειδή έχω δουλειά και αυτό αποτυπώνεται. Μεγαλώνουμε μέσα από τη βία. Πρέπει να σου πω ότι εγώ πια, περιμένω. Δεν οδηγώ εγώ τη βόλτα, δεν οδηγώ εγώ τα ψώνια. Θα πάω μία ώρα πριν για να βάλω τον χρόνο της μικρής, όχι τον δικό μου. Μιλώντας μέσα από τη βία, ήθελα σε αυτό το έργο να πω όχι άλλο στη βία. Μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο χωρίς βία αλλά με βάση την αγάπη. Είναι μέσα μας αυτό απλά πρέπει να επιστρέψουμε στον άνθρωπο. Να μην είμαστε άλλο μηχανάκια. Να μην είμαστε όλη την ώρα με ένα κινητό στο χέρι, που όταν δεν το έχουμε να νιώθουμε τίποτα. Δες τα νέα παιδιά, νιώθουν ότι είναι ένα τίποτα χωρίς το κινητό.
Αν κοιτάξουμε γύρω μας, δούμε τα δέντρα, δούμε τη θάλασσα, τα βουνά και πάμε προς τα εκεί, θα βρούμε ένα μέτρο. Δεν είμαι κατά της τεχνολογίας αλλά να βρούμε το μέτρο. Να είμαστε ο άνθρωπος και η τεχνολογία και όχι το αντίθετο.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ
Έρχεται η ζωή καμιά φορά και σου λέει «ώπα ρε φίλε, καλός ο χορός, καλές οι χορογραφίες, αλλά είναι και η ζωή εδώ» και σου δίνει κάτι χαστουκάκια καλά. Επειδή περνάω τώρα ένα προσωπικό δράμα με ένα από τα παιδιά μου, που αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα υγείας αλλά είναι αναστρέψιμο ευτυχώς, αυτό που ονειρεύομαι μόνο, είναι να είμαστε καλά. Από τη μια στιγμή στην άλλη, μπορεί να χαθείς, μπορεί να πεθάνεις. Είναι πολλά… Το ένα μου όνειρο λοιπόν, είναι να πάνε όλα καλά και θα πάνε, είμαι σίγουρος, επειδή είναι δυνατό παιδί. Το άλλο μου όνειρο είναι να συνεχίσω να επιτρέπω στον εαυτό μου να συνεχίσει να ονειρεύεται. Να μπορεί ο 16χρονος που έχω μέσα μου να ονειρεύεται το μέλλον, όποιο κι αν είναι αυτό.
Λέει ο Δημήτρης Δημητριάδης στα κείμενα του «Αναγνωρίζω πάρα πολύ καλά το μέγεθος της ασημαντότητας μου». Αυτό το νιώθω πολύ καλά τώρα και πορεύομαι με αυτό ακριβώς το μέγεθος.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ