απόστολος-κίτσος-πότε-τα-πράγματα-ή-1051296

Μουσική

Απόστολος Κίτσος: “…Πότε τα πράγματα ήταν εύκολα σ’ αυτή τη χώρα;”

"Η δουλειά της Τέχνης, είναι να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων" - Ένας νέος άνθρωπος που μιλάει για τη χώρα που επέλεξε να ζει, τα όνειρα του και τη συνεργασία του με Νικολακοπούλου και Καρασούλο

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Τον γνώρισα την περίοδο της 4ης Ακρόασης της Μικρής Άρκτου, όταν ο Παρασκευάς Καρασούλος και οι συνεργάτες του σύστηναν μια ακόμα «φουρνιά» νέων καλλιτεχνών μετά τρεις προηγούμενες «Ακροάσεις» που έδωσαν πολλούς εξαιρετικούς ερμηνευτές και δημιουργούς.

Η περίπτωση του Απόστολου Κίτσου ωστόσο, από τότε έμοιαζε ξεχωριστή. Μία εξαιρετική φωνή, μία ερμηνευτική σοβαρότητα, μία συνέπεια στις επιλογές του που τον χαρακτήρισε τα επόμενα χρόνια, συνεργασίες που θα ζήλευαν άλλοι τραγουδιστές της γενιάς του και στην πορεία, ένα ντεμπούτο άλμπουμ με μελοποιημένα ποιήματα («Κάτι παράξενο» με τον Μιχάλη Καλογεράκη), ένα συγκλονιστικό αντιπολεμικό single («Μπάρμπαρα» από το ανερχόμενο άλμπουμ «Αναχώρη») και η συμμετοχή του στις συναυλίες με τραγούδια σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και του Παρασκευά Καρασούλου και την ηχογράφη τους, με γενικό τίτλο «Ανάσα μου κι αέρα».

Για πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού, δύο σημαντικοί στιχουργοί ενώνουν τους κόσμους τους μέσα από τις φωνές νέων ερμηνευτών, αναγνωρίζοντας την πολυτιμότητα του Μαζί, επιμελούνται και συνυπογράφουν μια μουσική παράσταση με άξονα το διάλογο των στίχων, των εικόνων, των τραγουδιών τους…

Ο Απόστολος Κίτσος, «πλέκει γλυκά» την ερμηνευτική του δεινότητα με αυτή του Θοδωρή Νικολάου και του Παναγιώτη Λάμπουρα και παρουσιάζουν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, ως συνέχεια γι’ αυτόν μίας διαδρομής που του δίνει την ευκαιρία να βρει μία δική του, μοναδική θέση στο ελληνικό τραγούδι.

Με αφορμή το «Ανάσα μου κι αέρα», η συζήτηση μαζί του ξεκινάει με τη συνεργασία του με τους δύο σπουδαίους στιχουργούς και καταλήγει… στα παιδικά του χρόνια. Έτσι, ανατρεπτικά όπως μοιάζει να είναι και η στάση του απέναντι στην ευκολία των ημερών.

Θα ξεκινήσω κάπως ανάποδα, μιλώντας αρχικά για το σήμερα και τη συνεργασία σου με δύο εξαιρετικούς ερμηνευτές και δύο σπουδαίους στιχουργούς. Τι σου αφήνει ως γεύση το «Ανάσα μου κι αέρα»;

Ήταν μια εξαιρετικά ευτυχής συγκυρία για την οποία νιώθω πολύ τυχερός. Είναι μεγάλη η συγκίνηση και η πραγμάτωση να ερμηνεύεις τραγούδια με τα όποια μεγάλωσες, ερωτεύτηκες, έζησες τη ζωή σου με την ευλογία αλλά και τη φυσική παρουσία των δημιουργών τους, της Λίνας Νικολακοπούλου και του Παρασκευά Καρασούλου. Από την άλλη, η συνεργασία και η σκηνική διάδραση με τους υπέροχους Παναγιώτη Λάμπουρα και Θοδωρή Νικολάου, νομίζω και στους τρεις μας μαθαίνει  πολλά πράγματα και μας κάνει να ξεπερνάμε συνεχώς τον εαυτό μας και να γινόμαστε καλύτεροι.

Δίνοντας μεγάλη σημασία στις λέξεις στην πορεία σου, τραγουδώντας κατά καιρούς ποίηση, θεωρείς πως στην Ελλάδα έχει τη θέση που της πρέπει ή στο πέρασμα των χρόνων χάθηκε η «επαφή» κοινού και ποιητών, ειδικά νεότερων;

Νομίζω πως η σχέση  του κοινού με την ποίηση είναι αυτή που πάντα ήταν. Οι άνθρωποι που διαβάζουν στην Ελλάδα δυστυχώς δεν αποτελούσαν κι ούτε αποτελούν πλειοψηφία κι η ποίηση απευθύνεται σ’ αυτούς. Αυτό που έχει χαθεί με τα χρόνια και θα πρέπει ίσως να επανεξετάσουμε είναι η σχέση του ποιητικού λόγου με το τραγούδι. Το τραγούδι είναι αυτό που έφερε στα χείλη του μεγάλου κοινού τα λόγια των ποιητών, κάτι που σήμερα συμβαίνει μόνο κατ’ εξαίρεση.

Αλήθεια, πόση σημασία όντως δίνεις στις λέξεις εσύ, στα τραγούδια σου αλλά και στις σχέσεις σου με τους άλλους ανθρώπους;

Είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα οι λέξεις στα τραγούδια με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε στη ζωή μας. Είναι δύο διαφορετικές γλώσσες. Οι λέξεις στα τραγούδια συμπυκνώνουν νοήματα και μεταφέρουν αισθήσεις με τρόπο ποιητικό και πολλές φόρες μεταφυσικό. Γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή δίνω τεράστια προσοχή στο τι λένε. Στη ζωή μας η ποιητική και η μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων, δηλαδή η ουσία, σπανίως βρίσκεται σ’ αυτά που λέμε, αλλά κυρίως σε εξωγλωσσικές ενέργειες.

Η συνύπαρξη με τον Παρασκευά Καρασούλο και την Λίνα Νικολακοπούλου σε ένα εξαιρετικό project που έγινε μέχρι και άλμπουμ, σε κάνει πιο απαιτητικό για το μέλλον σου καλλιτεχνικά;

Δε θα έλεγα πως είναι θέμα απαίτησης. Γενικά δε μου αρέσει να απαιτώ πράγματα ούτε στη ζωή μου, ούτε στη δουλειά. Όπως έχει πει ο Antonio Porchia «τα πράγματα οδηγούν το ένα στο άλλο, είναι σα δρόμοι, δρόμοι που οδηγούν μονάχα σε άλλους δρόμους». Οπότε δεν απαιτώ, πιο πολύ ανυπομονώ να δω τι θα φέρει το μετά, ποιος θα είναι ο επόμενος δρόμος. Νομίζω αν κανείς μείνει συντονισμένος με την εσωτερική του αλήθεια και επιθυμία -κι αυτό είναι το μόνο που προσπαθώ να κάνω- οι δρόμοι αυτοί θα τον βγάλουν κάπου καλά.

Δισκογραφικά σε βρίσκω πρώτη φορά στην 4η Ακρόαση της Μικρής Άρκτου με τον «Γλυκό Γενάρη». Τι όνειρα είχε τότε ο Απόστολος και τι όνειρα ή οράματα έχει ο Απόστολος σήμερα, δεδομένης και της αλλαγής της εποχής πια;

Κάθε εποχή έχει τις δικές της προκλήσεις και ευκολίες. Ήταν όντως μια πολύ διαφορετική εποχή τότε για τη δισκογραφία και τη μουσική. Οι μουσικές πλατφόρμες και τα social media έχουν αλλάξει πολύ τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τη μουσική και τους ανθρώπους που την παράγουν. Επικρατεί ένα συνεχόμενο scroll και μια καταναλωτική λύσσα και δε στεκόμαστε εύκολα στα πράγματα. Το attention span όλων μας έχει μειωθεί, σχεδόν ελαχιστοποιηθεί. Ωστόσο, το όραμά μου δεν νομίζω πως αλλάζει ποιοτικά. Ήταν και είναι να παραμείνω πιστός στην εσωτερική μου αλήθεια, όπως είπα και πριν, σ’ αυτό που με συγκινεί και σ’ αυτό που θέλω να πω. Απλά ίσως αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο κάποιος μπορεί να το πετύχει αυτό σε κάθε εποχή.

Πώς βιώνει ένας νέος άνθρωπος όλα αυτά τα άσχημα και περίεργα που γίνονται στη χώρα του; Τον τρομάζουν, τον πεισμώνουν ή τον κάνουν πιο σκληρό;

Νομίζω δεν έχει να κάνει με την ηλικία, αλλά με τον άνθρωπο. Προσωπικά, έχω επιλέξει συνειδητά να παραμείνω σ’ αυτή τη χώρα, οπότε δε μου επιτρέπεται να μεμψιμοιρώ. Συμβαίνουν πολλά ζοφερά πράγματα τον τελευταίο καιρό και νομίζω θα έρθουν και χειρότερα. Αλλά πότε τα πράγματα ήταν εύκολα σ’ αυτή τη χώρα; Είμαστε εδώ για να παλέψουμε μέσα από την τέχνη μας αλλά και μέσα από την καθημερινότητα και τη ζωή μας ενάντια στη βία, το ρατσισμό, την πατριαρχία, τη διαφθορά και γενικότερα την αμορφωσιά και την ασχήμια.

Τραγουδάς το «Σίδερο» σε μία εποχή που χιλιάδες γυναίκες παλεύουν για τη ζωή και τα δικαίωμα τους, ενώ ακούμε καθημερινά για γυναικοκτονίες. Πόσο δύσκολο είναι να το τραγουδάς σε ένα κοινό που ανάμεσα τους μπορεί κάποιες ή κάποιοι να βιώνουν αυτό που λένε οι στίχοι;

Αυτή είναι η δουλειά της Τέχνης, να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων, να ταυτιστούν και να νιώσουν λιγότερο μόνοι, ότι κάποιος τους νιώθει και μάλιστα μιλάει για αυτούς. Οπότε δε μιλάμε για δυσκολία αλλά για ευλογία, αν μπορέσω να αγγίξω και να μαλακώσω έστω για λίγο, μέσα από τα λόγια αυτά της Λίνας, τον καημό μια τέτοιας γυναίκας ή ακόμα και να της ανοίξω έναν δρόμο απεγκλωβισμού και λύτρωσης. Εμένα το τραγούδι κατ’ εξοχήν έχει παίξει τέτοιο ρόλο στη ζωή μου και ο λόγος που τραγουδάω είναι ακριβώς αυτός, μπας και καταφέρω να προσφέρω αυτό το δώρο και σε άλλους ανθρώπους.

Επειδή σου είπα ότι θα το πάω αντίστροφα, θέλω για το τέλος να σε πάω στη Θήβα, στα παιδικά σου χρόνια και να μου περιγράψεις μία ωραία σου στιγμή που μπορεί να σου «κόλλησε» το μικρόβιο με τη μουσική. Κάτι που πιστεύεις πως μπορεί να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία σου…

Σίγουρα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η μουσική ήταν κάτι που με ερέθιζε και μου προξενούσε περιέργεια. Ίσως τη φλόγα αυτή να την άναψε πιο αποφασιστικά η καθηγήτρια μουσικής που είχα στο Γυμνάσιο, η Γεωργία Ζαφειροπούλου, η οποία με έχρισε «βοηθό» της και με έριξε να κολυμπήσω σ’ αυτή τη θάλασσα, με αγάπη, φροντίδα και απεριόριστη ελευθερία. Την ευχαριστώ πολύ!

Ποιον στίχο της Λίνας και ποιον του Παρασκευά ξεχωρίζεις;

Πραγματικά δύσκολο να διαλέξει κανείς, οπότε θα απαντήσω με βάση το τι ξεχωρίζω, τι μου έχει κολλήσει αυτό το διάστημα ας πούμε. Της Λίνας θα έλεγα το «Δε θα σε βάλω εγώ ποτέ να μαγειρέψεις/θα ‘μαι κοντά σου μοναχά σαν με γυρέψεις/μετά θα φεύγω πάλι, να μ’ επιθυμείς», γιατί αποτυπώνει την πιο αγνή και ανιδιοτελή έκφανση του έρωτα, και του Παρασκευά το «Δεν έχω άλλη περιουσία απ’ την ψυχή μου, ούτε και θέλω» γιατί αποτελεί μια δήλωση χειμαρρώδους γενναιότητας και νηφαλιότητας μέσα στην καρδιά του όψιμου καπιταλισμού.

Ο Απόστολος Κίτσος, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Θήβα, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα πιάνου, κλασικού τραγουδιού και ανωτέρων θεωρητικών στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και αργότερα, μαθήματα τραγουδιού στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας με καθηγήτρια την Έλλη Πασπαλά.

Το 2011-12 συνεργάστηκε ως τραγουδιστής με ένα αγγλόφωνο συγκρότημα, ενώ το 2013-14 διακρίθηκε ως ερμηνευτής στην 4η Ακρόαση της «Μικρής Άρκτου», με τα τραγούδια «Γλυκός Γενάρης» και «Βήμα εκτός» σε στίχους και μουσική του Σπύρου Παρασκευάκου, ενώ συμμετείχε σε σειρά συναυλιών και αφιερωμάτων. Συνεργάστηκε με την Έλλη Πασπαλά και τη συμφωνική ορχήστρα νέων “Underground Youth Orchestra” του Κώστα Ηλιάδη από το 2013 έως το 2016 και με το Γιάννη Μαρκόπουλο και την ορχήστρα «Παλίντονος Αρμονία» το 2015.

Το Δεκέμβρη του 2017 κυκλοφόρησε η πρώτη του προσωπική δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Κάτι Παράξενο» από τις Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, ένας κύκλος μελοποιημένων ποιημάτων σε συνεργασία με τον τραγουδοποιό Μιχάλη Καλογεράκη, ενώ τον Σεπτέμβρη του 2022 κυκλοφόρησε το αντιπολεμικό single “Μπάρμπαρα” σε ποίηση του Jacques Prévert, μετάφραση του Γιώργου Καραβασίλη, μουσική του Μιχάλη Καλογεράκη και δική του ενορχήστρωση.

Το άλμπουμ “Ανάσα μου κι αέρα” κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2023 και αποτελεί την τελευταία δισκογραφική κυκλοφορία του Απόστολου μέχρι τώρα. Ανυπομονούμε όμως, για τα επόμενα…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα