διονύσης-σαββόπουλος-προσπάθησα-να-δ-1218990

Συνέντευξη

Διονύσης Σαββόπουλος: Προσπάθησα να δώσω νόημα στα χρόνια που μου χαρίστηκαν

Ο εμβληματικός Έλληνας τραγουδοποιός με αφορμή την τίμηση του από το δημοτικό συμβούλιο της πατρίδας του Θεσσαλονίκης, μιλά στην parallaxi

Γιώργος Τούλας
Γιώργος Τούλας

Την Πρωταπριλιά του 1983 έζησα μια από τις στιγμές της ζωής μου που με καθόρισαν. Στο Παλέ Ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης μια επιτροπή προσωπικοτήτων της γενιάς του 114 και του 15% για την Παιδεία οργανώνει μια σειρά εκδηλώσεις για τα είκοσι χρόνια από τον αγώνα τους. Καλεσμένος στην έναρξη των εκδηλώσεων ο Διονύσης Σαββόπουλος. Η μητέρα του αγαπημένου μου φίλου, του γιατρού Θανάση Τριαρίδη, η σπουδαία κυρία Όλγα, είναι από τους πρωτεργάτες εκείνων των εκδηλώσεων. Την πείθουμε να μας πάρει μαζί της στο Παλέ, να ζήσουμε τη συναυλία από τα παρασκήνια.

Έχουν μόλις κυκλοφορήσει τα ”Τραπεζάκια έξω”. Περνάμε τη νύχτα σε ένα πυρετό, σε μια έξαψη. Τραγουδάμε χοροπηδώντας το ”είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα Λύκεια”. Είμαστε 17 χρόνων, έντονα πολιτικοποιημένοι, ο Διονύσης ανήκει στους ήρωες μας. Ξέρουμε από έξω κάθε στίχο τραγουδιού του. Εκείνη τη νύχτα δεν την ξέχασα ποτέ. Λίγα χρόνια αργότερα εργαζόμενος σαν δημοσιογράφος, στην παρουσίαση του Κουρέματος στη Θεσσαλονίκη ένιωσα θυμό, μια προδοσία για όσα πρέσβευε παλιά.

Ο Σαββόπουλος είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις των ανθρώπων του Ελληνικού Πολιτισμού που η τόσο πληθωρική περσόνα του συγκρούστηκε στο χρόνο με την εικόνα που ο καθένας έχει πλάσει για κείνον, κυρίως μέσα από το έργο του, άπειρες φορές. Στο συλλογικό φαντασιακό είναι ενδεδυμένος με το κοστούμι που ο καθένας από μας που τον παρακολουθήσαμε στενά στο πέρασμα του χρόνου, θελήσαμε να του φορέσουμε. Εκείνος φρόντιζε με διάφορους τρόπους να το αφαιρέσει. Καλούς και κακούς. Οι χαρακτηρισμοί περίσσεψαν, αγωνιστικός και ακτιβιστής, ενωτικός και πανέλληνας, εθνικός ή ελιτιστής κατά περίσταση, συμβιβασμένος κατ΄άλλους και καιροσκόπος, ανατρεπτικός και ανανεωτής και πάντως πάντα ενδιαφέρων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Εκατοντάδες αναλύσεις γράφτηκαν για κείνον στα χρόνια. Δραματικές λέξεις χρησιμοποιήθηκαν για να τον αποθεώσουν ή να τον αποκαθηλώσουν, κατά περίσταση. Κοιτάζοντας πίσω με ψυχραιμία αυτά τις επτά δεκαετίες θα βρεις άνθη και αγκάθια. Και για ποιον δεν θα έβρισκες άλλωστε. Στο κλείσιμο όμως ενός τόσο τεράστιου κύκλου, προτιμώ να παραμείνω στο συναίσθημα εκείνης της νύχτας της εφηβείας μου στο Παλέ. Που τον καμάρωνα πίσω από τη σκηνή μούσκεμα στον ιδρώτα με τις τιράντες του να φωνάζει: Τιι τρέεεεχει, τα πλήθη ουρλιάζουν στις κερκίδες…

Τον ευχαριστώ για αυτή την κουβέντα.

Ανδρωθήκατε σε μια δεκαετία όπου όντως όπως αποδείχτηκε τα πάντα ήταν δυνατόν να συμβούν. Στη Θεσσαλονίκη του εξήντα οι ορίζοντες ήταν ανοιχτοί;

Εντελώς ανοιχτοί. Οι νέοι εκείνης της εποχής υπήρξαμε τυχεροί. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και της κλεισούρας, τα χειρότερα είχαν περάσει και ο δρόμος ήταν ανοιχτός μπροστά μας. Καινούργια μαγαζιά, καινούργια φώτα στην Τσιμισκή. Στο σπίτι ήρθε ηλεκτρικό ψυγείο και τηλέφωνο, και ραδιο-πικάπ έπιπλο. Το μισό έπιπλο είχε θήκες για τους δίσκους και το άλλο μισό καθρέφτη μπακλαβαδωτό με μπουκάλια βερμούτ και άλλα έγχρωμα ποτά. Στο σινεμά είδαμε για πρώτη φορά Αντονιόνι, Φελίνι, Μπέργκμαν, γαλλικό νέο κύμα. Έγινε η πλαζ του ΕΟΤ στην Αγία Τριάδα με όλα τα κομφόρ. Στα πάρτι είχαμε τις καλύτερες μουσικές. Σουξέ όχι μόνο αμερικάνικα αλλά και πολλά ιταλικά και γαλλικά. Η “Μακεδονική Εταιρεία Τέχνης” στην Κομνηνών ήταν στα καλύτερα της. Πήγαινες και απολάμβανες τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τους καλύτερους ποιητές και πεζογράφους μας. Το ΑΠΘ ήταν πολύ δυνατό. Στην νομική είχαμε σπουδαίους δασκάλους. Τον Μάνεση, τον Πανταζόπουλο, τον Ευρυγέννη…’Ηταν μεγάλες προσωπικότητες, άνθρωποι ευρύτερης μορφώσεως. Το φοιτητικό κίνημα ήταν τελείως ανεξάρτητο. Δεν έπαιρνε γραμμή από τα κόμματα αλλά τα κόμματα παίρνανε γραμμή από το φοιτητικό κίνημα. Ήταν βέβαια κάτι καινούριο και γι΄αυτά, μέχρι το ΄65 που τα κόμματα πήραν τον έλεγχο και τελείωσε η ανεξαρτησία του κινήματος.

Εννοείται ότι υπήρχαν και εμπόδια. Οι γονείς μας είχανε δει πολλά πτώματα στην ζωή τους και φοβόντουσαν ακόμη και όταν δεν υπήρχε πια λόγος να φοβούνται. Και «τι ώρα είναι αυτή που γυρνάς;» και «ποια είναι αυτή που σου τηλεφωνεί όλη την ώρα». Δηλαδή υπήρχε μεν η θαλπωρή της οικογένειας, της γειτονιάς κτλ, υπήρχε όμως και μια ισχυρή ανάγκη εξόδου από όλα αυτά.

-Λειτουργούσαν τα πράγματα ομαδικά; Έχω ακούσει μια ιστορία που λέει ότι ήσασταν μερικοί φίλοι και θέλατε να πάτε σινεμά και επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για να βγάλετε εισιτήρια όλοι, πήγατε εσείς και τους διηγηθήκατε την ταινία, στην παρέα ήταν και ο Νίκος Παπάζογλου. Ισχύει;

Όχι αυτό ήταν ένα καλαμπούρι του αξέχαστου Νίκου. Μικρά παιδιά ήμασταν. Απλώς φαίνεται ότι τα έλεγα νόστιμα, καθόντουσαν στα σκαλιά και εγώ όρθιος μπροστά τους διηγόμουν όλο το έργο που έτυχε να δω. Ναι, ομαδικά λειτουργούσαν τα πράγματα. Υπήρχαν εκατό παρέες ας πούμε σε όλη την Θεσσαλονίκη, 10-12 άτομα η καθεμιά που κάποιες στιγμές όταν χρειαζόταν, αυτές οι παρέες ενώνονταν και δημιουργούσαν μια μεγάλη παρέα χιλίων ατόμων.

-Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της πόλης την εποχή του 5ου και της Νομικής ποιο ήταν; Τι σας γοήτευε στη δική σας Σαλονίκη;

Ο μοντερνισμός της. Ο προπολεμικός κοσμοπολιτισμός της επανέρχονταν μετά από τόσα χρόνια. Το 5ο ήτανε θαυμάσιο σχολείο. Ήταν ακριβώς πάνω στην θάλασσα. Μετά την μπαζώσανε. Η Νομική ήταν στο κτίριο της παλιάς Φιλοσοφικής, υπέροχο κτίριο. Τα κορίτσια ήταν πάρα πολύ ωραία. Μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου είναι η πρώτη φορά που έκανα έρωτα. Ήμουν τόσο χαρούμενος και συγκινημένος που γελούσα ξάπλα δίπλα στο κορίτσι.

-Η Θεσσαλονίκη ανέκαθεν γεννούσε ταλέντα που τα εξήγαγε στην Αθήνα. Ήταν νομοτελειακό αυτό;

Δεν ξέρω, έτσι ήταν πάντα. Δεν μπορούσε η Θεσσαλονίκη να μετατρέψει το δικό της πολιτιστικό γεγονός σε πανελλήνιο. Αλλά αυτό συμβαίνει με όλες τις πόλεις της Ελλάδος. Ούτε η Κρήτη, ούτε η Λάρισα, ούτε η Πάτρα… Ο,τι μπορούσε ο καθένας μόνος του. Μοιραία θα πας στην Αθήνα.

-Παρότι λείπετε πολλές δεκαετίες αρνείστε να μεταφέρετε το δικαίωμα του δημότη στην Αθήνα. Γιατί;

Δε μου πάει το χέρι. Ανεβαίνω εξάλλου και για να σας δω. Τα τελευταία χρόνια όμως που άρχισαν να με δυσκολεύουν τα ταξίδια, μας επιτρέπουν ευτυχώς να ψηφίζουμε από την Αθήνα ως ετεροδημότες.

-Την παρακολουθείτε τη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα του χρόνου; Έχετε την αίσθηση που έχουν οι κάτοικοι της περί παρακμής της πόλης, ειδικά μετά τις αρχές του ενενήντα και τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας;

Κάπως. Είναι πιο έντονη τώρα στο δημόσιο χώρο η παρουσία των συμπαθών ποντιακών σωματείων και των κατηχητικών. Απ΄την άλλη μεριά όμως, δείτε τους επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης πόσο ενδιαφέρον δείχνουν για τα πολιτιστικά της πόλης. Δεν υπάρχει αλλού αυτό. Είναι μοναδικό. Κοτζάμ Ανδρεάδης πληρώνει ανθρώπους να σβήνουν τα συνθήματα απ΄τις προσόψεις των εμβληματικών κτιρίων. Υπάρχουν ποιητές, υπάρχουν μουσικοί, πεζογράφοι και στοχαστές. Ο Τάκης Σιμώτας γράφει τώρα το καινούριο του βιβλίο. Κανείς δεν τον ξέρει ακόμα στην Αθήνα ενώ γράφει τόσα χρόνια. Είναι σημαντικός ο Σιμώτας.

-Τι σας αρέσει και τι όχι σήμερα στην πόλη, όταν την επισκέπτεστε;

Μ΄αρέσει το κέντρο της. Εβδομήντα τοις εκατό δεν έχει αλλάξει από τότε που’ μουν παιδί. Ίδιο είναι. Στο κέντρο σουλατσάρει όλο το φοιτηταριό˙ αν δεν ξέρεις κι έρθεις για πρώτη φορά νομίζεις ότι σ΄αυτή τη πόλη κατοικούν κυρίως ωραία νεαρά πλάσματα. Στη Νίκης είναι όλο καφετέριες που παίζουν μουσική. Περνάς απέξω και νομίζεις ότι είσαι διακοπές σε νησί. Αλλά έχει γίνει πολύ τσιφτετελού η Θεσσαλονίκη. Πολύ μαζικό πράγμα.

Βέβαια η Θεσσαλονίκη για όλους τους Έλληνες παίζει το ρόλο της αγαπημένης θείας όταν χάσουμε τη μητέρα μας. Μητέρα μας ήταν η Κωνσταντινούπολη. Μας απομένει η αγαπημένη της αδερφή, διότι μόνον εκεί θα δεις το ίδιο σεμέν πάνω στην τηλεόραση, τα ίδια φαγητά, τις ίδιες γεύσεις. Εκεί θ΄ακούσεις πάλι να σε λένε «Ήρθες τζιέρι μου; Ήρθες πασά μου;». Ωραία είναι όλα αυτά, ωραίο και το τσιφτετέλι, αλλά δε μας αρκεί. Πατάμε τη κόρνα «μπιπ! Μπιπ!» για να προχωρήσουμε, είμαστε μποτιλιαρισμένοι, θέλουμε ν΄ανοίξει ο δρόμος σαν σύγχρονοι άνθρωποι.

-Έχετε πει πως η Θεσσαλονίκη σας ”παρακολουθεί αποκαθιστώντας τη χαμένη ενότητα του βίου μου και το σκορποχώρι της ψυχής μου”. Πώς καταφέρνει μια πόλη που τη ζωή της δεν βιώνετε τακτικά να το κάνει αυτό;

Με την πνευματικότητά της που με έχει διαποτίσει από γεννησιμιού μου μέχρι τα 18 κι ακόμα παραπέρα με τα διαβάσματά μου. Σ΄εμένα η μνήμη δεν είναι νοσταλγία, είναι αυτογνωσία. Σου λέει κάθε φορά ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, τι σημασία έχουν οι πράξεις σου, σε συναρμολογεί.

-Πολλά από τα πρόσωπα που αναφέρονται στα τραγούδια ή τις διηγήσεις σας δεν είναι πια εδώ. Πώς διαχειρίζεστε τις απώλειες;

Για μένα ζούνε. Ιδίως όταν στήνω ένα πρόγραμμα ή γράφω κάτι, τους ρωτάω και το συζητάμε αμίλητοι. Εγώ: -Είναι εντάξει αυτό Τάσο; Φαληρέας: -Δε θα το καταλάβουνε ρε Σάββο, θα το παρεξηγήσουν. Μη μας ανάψεις καμιά φωτιά πάλι. Μερικές φορές η αόρατη παρουσία των πεθαμένων μου, είναι πιο έντονη στη ζωή μου απ’ ότι των ζωντανών.

-Έχετε απωθημένα; Κάνατε όσα επιθυμήσατε ή έστω τα περισσότερα;

Όλα μου τα παιδικά όνειρα έγιναν πραγματικότης.

-Πως θα θέλατε να σας θυμούνται οι άνθρωποι στο μέλλον;

Σαν ένα Σαλονικιό καλλιτέχνη που προσπάθησε να δώσει νόημα στα χρόνια που μας χαρίστηκαν. Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα…

-Πόσο εύκολα είναι τα ταμεία στο τέλος των διαδρομών και φυσικά αν είναι απαραίτητα;

Ο απολογισμός είναι ωραίο πράγμα διότι βλέπεις τη ζωή σου σαν ένα έργο. Το κάνω συχνά. Όταν έκλεισα τα πρώτα δέκα μου χρόνια στη δουλειά έβγαλα το «Δέκα χρόνια κομμάτια». Όταν έκλεισα τα είκοσι έβγαλα το «Είκοσι χρόνια δρόμος». Όταν έκλεισα τα πενήντα έβγαλα την «Αναδρομή». Και το 2000, κοντά στα εξήντα μου, τον «Χρονοποιό».

-Θεωρείτε πώς η Ελλάδα σε μια στιγμή ρευστότητας, μεταβλητότητας και παγκόσμιων αναταράξεων έχει αντοχές ή μοιάζει με καριδότσουφλο σε τρικυμισμένη θάλασσα;

Έχει περάσει από τέτοια η Ελλάδα πολλές φορές. Αντέχει, δεν είναι τυχαία χώρα. Μου φαίνεται αδιανόητο να χαθεί η Ελλάδα, μου φαίνεται αδιανόητο να χαθεί η ελληνοφωνία. Εξαρτάται βέβαια κι από μας, καλό είναι να’χουμε το νου μας.

-Το Σάββατο, στον αύλειο χώρο του καινούριου Δημαρχείου της Θεσσαλονίκης, σας τιμά ο Δήμος της γενέτειρας πόλης σας. Πώς αισθάνεστε για αυτό; 

Ανυπομονώ. Μετράω τις μέρες. Είναι μεγάλη τιμή για μένα. Μαθαίνω οτι θα έρθει η Φιλαρμονική του Δήμου να παιανίσει τραγούδια μου. Και η Μικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης θα μας τραγουδήσει και αυτή. Μεγαλεία. Χίλια ευχαριστώ.

*Με το αργυρό μετάλλιο της πόλης πρόκειται να τιμήσουν ο δήμος και το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης τον τραγουδοποιό, στιχουργό και συνθέτη Διονύση Σαββόπουλο. Η απονομή της τιμητικής διάκρισης γίνεται για τη σημαντική προσφορά του Διονύση Σαββόπουλου στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, για την ιδιαίτερη συμβολή του στην προβολή της πόλης μέσα από τα τραγούδια και τις δημόσιες παρεμβάσεις του αλλά και για τη γενικότερη συμμετοχή του σε κοινωνικούς αγώνες. Η εκδήλωση για την απονομή του αργυρού μεταλλίου της πόλης στον Διονύση Σαββόπουλο θα γίνει στο πλαίσιο τιμητικής συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης. Η συνεδρίαση αυτή θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου, στις επτά το απόγευμα, στο προαύλιο του Δημαρχείου. Συμμετέχουν με κομμάτια του η μικτή χορωδία του δήμου Θεσσαλονίκης, ενώ θα τον υποδεχθεί και θα τον αποχαιρετήσει πανηγυρικά, όπως του αρέσει, η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Δήμου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα