Φωτογραφίζοντας νομάδες κτηνοτρόφους στην Πίνδο
Ο βραβευμένος φωτογράφος Δημήτρης Τοσίδης δίνει μία συνέντευξη εφ' όλης της ύλης στην Parallaxi.
Στους άγριους τόπους, στα βουνά της Ελλάδας, σε μέρη που δεν κατοικήθηκαν από ανθρώπους, εκεί που η φύση γεννάται και ζει η ζωή έχει τον δικό της ρυθμό, κυλά διαφορετικά από εκείνη της πόλης όμως αντιμετωπίζει την δική της δυσκολία και μοναχικότητα.
Ο Θεσσαλονικιός φωτογράφος και φωτορεπόρτερ Δημήτρης Τοσίδης αποτύπωσε με την κάμερα του, το Διάβα των μετακινούμενων, νομάδων, κτηνοτρόφων της Πίνδου, εκείνων που διανύουν δεκάδες χιλιόμετρα με τα ζώα τους και μέχρι σήμερα κρατούν την παράδοση χρόνων και οι ελάχιστοι που απέμειναν στην χώρα.
“Επέλεξα την Βόρεια Πίνδο, είναι ένα ορόσημο για την χώρα μας, όμως είναι και άσημη όπως είναι και ο ορεινός πολιτισμός της Ελλάδας. Τα βουνά μας έχουν έναν δυνατό πολιτισμό και μία βαθιά ιστορία που θεωρώ πως σιγά-σιγά θα τα ανακαλύψουμε, ωστόσο αν επιλέξουμε να τα γνωρίσουμε πρέπει να τα σεβαστούμε, πρόκειται για το σύμβολο της απομόνωσης και της φύσης, είναι απομονωμένα και αγνά, έχουν ευαίσθητα οικοσυστήματα. Ήρθα σε επαφή με ανθρώπους που μετακινούνται για χιλιόμετρα από μέρος σε μέρος με τα ζώα τους. Μία διαδρομή που θυμάμαι είχε αφετηρία τον Σμόλικα, το δεύτερο μεγαλύτερο βουνό της Ελλάδας και τέρμα την πεδιάδα της Θεσσαλίας. Ήθελα να δω πως ζουν αυτοί οι άνθρωποι και αν όλο αυτό φωτογραφίζεται.
Η αφορμή μου ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, έμαθα την ιστορία τους, ζούσαν σε ένα τσίγκινο Καλυβάκι, πάνω από το χωριό Πάδες, και διένυαν μία μεγάλη διαδρομή με τα ζώα τους το φθινόπωρο, ήθελα να δω πως αυτοί οι άνθρωποι το 2019 που τους ανακάλυψα ζούσαν κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήθελα να το βιώσω μαζί τους. Τα βουνά για εμένα είναι ένας οικείος τόπος, όμως οι νομάδες κτηνοτρόφοι και ο τρόπος ζωής τους ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι είναι πολλοί στην χώρα μας, οι περισσότεροι χρησιμοποιούν όχημα όμως, εκείνοι που κάνουν τις διαδρομές με τα πόδια είναι ελάχιστοι και κυρίως το κάνουν για λόγους ανάγκης. Είναι εκείνοι που έχουν μεγάλο αριθμό ζώων στα κοπάδια τους και είναι κοστοβόρο να τα μετακινήσουν με τα φορτηγά τους. Αυτοί οι άνθρωποι κοιμούνται, τρώνε και ζουν έξω, είναι ένα με την φύση, την εικόνα αυτήν πλέον την βλέπεις πολύ σπάνια.”
Αφιέρωσε χρόνο στο Διάβα και όπως λέει ήθελε να δοκιμάσει τα όρια του εαυτού του σε αυτού του είδους το φωτορεπορτάζ. Γνώρισε τους κτηνοτρόφους νομάδες και τελικά κατέληξε να γίνεται μέρος του συνόλου.
“Με την κάθε οικογένεια πέρασα σχεδόν 10-15 ημέρες. Ανακάλυψα τέσσερις οικογένειες, εκ των οποίων οι τρεις είχαν νέα παιδιά. Οι νέοι συνεχίζουν το έργο των γονιών με μία αίσθηση κληρονομιάς και σεβασμού. Για τους κτηνοτρόφους δεν υπάρχουν γεωγραφικά όρια, οριακά δεν βλέπουν καν τα σύνορα, ήμουν μάρτυρας σε πολλά περιστατικά που το επιβεβαιώνουν αυτό. Γνώρισα την γλώσσα των βουνών, οι τσομπάνηδες από την Σαμαρίνα μπορούν να συνεννοηθούν με εκείνους από την Αλβανία ή την Ρουμανία σε μία δική τους διάλεκτο, κάτι ανάμεσα σε βλάχικα, ελληνικά και αλβανικά. Η αγαπημένη μου στιγμή του project είναι το ξύπνημα του βοσκού, είχα φανταστεί την σκηνή πριν την φωτογραφίσω, τα ζώα είχαν κάνει έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τον βοσκό κι εκείνος ήταν τυλιγμένος με την βελέντζα του. Ήταν πολύ δύσκολο να ξυπνήσω πριν τον κτηνοτρόφο, έβαζα ξυπνητήρια με δόνηση και το κινητό πάνω μου, για να μην τον ξυπνήσω, είχα ρυθμισμένες τις μηχανές.
Τα ξημερώματα στο βουνό είναι μαγικά ειδικά για κάποιον φωτογράφο. Γνώρισα επίσης τον “άρχοντα του Σμόλικα” όπως τον φωνάζουν, τον κτηνοτρόφο Γιώργο Ανθούλη, ο οποίος μιλούσε για το βουνό του και δάκρυζε. Δυο μέρες πριν ξεκινήσει τη διάβα του από τον Σμόλικα στην πεδιάδα Θεσσαλίας, συνειδητοποίησε πως του έλειπε μία προβατίνα από τα χιλιάδες που έχει. Ρώτησε άλλους τσομπάνηδες της περιοχής και κάποιος του ψέλλισε ότι κάπου είδε κάτι να ασπρίζει. Με πήρε και πήγαμε στο σημείο με το αγροτικό, όντως κάτι άσπριζε στο βάθος, αφήσαμε το αμάξι και προσεγγίσαμε το σημείο με τα πόδια. Είδαμε το μαλλί του πρόβατου, ανακατεμένο με αίμα και χώμα. Ο Γιώργος έσκυψε και έπιασε το μαλλί και μου είπε πως ήταν λύκος. Μου εξήγησε πως αυτό είναι γούρι “πληρώσαμε τα διόδια στην φύση, καλός οιονός και αυτοί πρέπει να φάνε.” Οι άνθρωποι αυτοί είναι συναισθηματικά δεμένοι με αυτό που κάνουν, σπάνια το βλέπεις αυτό σε άλλα επαγγέλματα.”
Το ηλικιωμένο ζευγάρι, η κ. Ελένη και ο κ. Νάσος, το οποίο ήταν και η αφορμή να ξεκινήσει το project “Διάβα” τους φωτογράφιζε από το 2019 μέχρι το 2021. Ο σύζυγος αντιμετώπιζε κάποια θέματα υγείας, ήταν στα πρόθυρα της άνοιας, οπότε το κοπάδι το συντηρούσε η κ. Ελένη και ο γιός τους.
“Από τον Μάιο έως τον Οκτώβρη ήταν στο βουνό. Μιλώντας με την κ. Ελένη αντιλήφθηκα πως το 2021, ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που περνούν εκεί, έξω από το μαντρί τους, είχαν φτιάξει ένα αυτοσχέδιο εκκλησάκι. Η κ. Ελένη άναβε το καντήλι της εκεί κάθε μέρα, για εμένα αυτό ήταν συμβολικό, αν έφευγαν εκείνοι από εκεί θα έσβηνε και το μέρος αλλά θα έκλεινε και ένα τεράστιο κεφάλαιο αυτού του είδους της κτηνοτροφίας και ζωής. Μία μέρα πριν ξεκινήσουν τη διάβα τους, τέλος Οκτώβρη, την αποτύπωσα να ανάβει το καντηλάκι της, ήταν η τελευταία φορά που το άναψε στο συγκεκριμένο μέρος, μετά από λίγους μήνες πέθανε ο κ. Νάσος.
Oι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι είχαν αυτόν τον τρόπο ζωής και πλέον, είναι οι μόνοι που το συνεχίζουν. Εγώ συνάντησα κτηνοτρόφους από την Σαμαρίνα Γρεβενών, το Περιβόλι, τους Πάδες και άλλα χωριά της Ηπείρου, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν τα χειμαδιά τους [τους τόπους που καταλήγει το διάβα] σε χωριά του Θεσσαλικού κάμπου. Τα βουνά αυτά ακόμη κι αν πάρουν φωτιά δύσκολα επεκτείνεται και ευτυχώς αντιμετωπίζουν λιγότερους κινδύνους όσον αφορά αυτό το κομμάτι. Η κλιματική αλλαγή ωστόσο, είναι εμφανής, η σεζόν στα βουνά έχει επιμηκυνθεί, παλιά τέλος Σεπτέμβρη είχαν φύγει από τα βουνά, ενώ τα τελευταία χρόνια μέχρι τέλος του Οκτώβρη ο καιρός είναι καλός. Ο Γιώργος Ανθούλης μου είπε: “είναι σαν το βουνό να μην μας αφήνει να φύγουμε”.”
O Δημήτρης υπηρετεί τον χώρο του φωτορεπορτάζ αρκετά χρόνια.
“Η ψυχή και η αποστολή του φωτορεπορτάζ είναι να αφήνει εικόνες οποιασδήποτε σημασίας. Την τελευταία δεκαετία, η σύγχρονη ιστορία γράφτηκε στα αστικά κέντρα και οι εικόνες βοήθησαν σε αυτό. Υπήρξαν στιγμές που δεν πάτησα το “κλικ” και το μετάνιωσα. Στην προσφυγική κρίση του 2020, στον Έβρο, γυρνούσαμε από το Πραγκί στην Ορεστιάδα, με το αυτοκίνητο με δύο συναδέλφισσες από το ΑΠΕ, στον δρόμο είχε σκοτάδι, ξαφνικά βλέπουμε ένα φως, είχε σταματήσει ένα αυτοκίνητο με κάποιους μαυροφορεμένους με όπλα πάνω από μία ομάδα μεταναστών οι οποίοι ήταν ξαπλωμένοι μπρούμυτα, στον δρόμο με τα χέρια στο σβέρκο.
Υπάρχουν όρια στο που σηκώνεις την κάμερα, πρόκειται για άγραφους κανόνες που βάζει ο καθένας. Το φωτορεπορτάζ είναι η ηθική του καθενός, δεν είναι όλες οι στιγμές φωτογραφίσιμες, πολύ απλά γιατί η εικόνα αποτυπώνει κάτι για πάντα. Είναι αρκετές οι φορές που δεν έχω σηκώσει την κάμερα. Θυμάμαι στην Ειδομένη, συναντήσαμε έναν μετανάστη στα τρένα ο οποίος μόλις είχε πάθει ηλεκτροπληξία, πρώτη φορά το αντίκρισα αυτό. Εκείνη την στιγμή το φωτογράφισα αλλά, προσπαθούσα να μην βλέπω. Αποφασίσαμε και με άλλους συναδέλφους να μην δώσουμε τις εικόνες στην δημοσιότητα. Ακόμη και στο Διάβα ήρθα αντιμέτωπος με εικόνες που είναι λεπτές, π.χ. σφαγή ζώων, ακόμη κι αυτό με έβαλε σε σκέψεις για το πως να το αποτυπώσω.”
Στην εποχή των social media οι εικόνες των φωτογράφων αναρτώνται χωρίς να δίνονται τα πνευματικά δικαίωματα.
“Οποιοδήποτε έργο οφείλει και πρέπει να συνοδεύεται από ένα όνομα, όχι για την προσωπική μας φιλοδοξία και δόξα αλλά γιατί η ταυτότητα δίνει δύναμη, είναι η σφραγίδα γνησιότητας, ειδικά στο φωτορεπορτάζ. H κάθε φωτογραφία έχει αξία, είναι ένα ντοκουμέντο για το μέλλον που κάποτε θα έχει ιστορική αξία, οπότε οφείλει οποιαδήποτε φωτογραφία να συνοδεύεται από τον δημιουργό της. Είναι ωραία η ανάπτυξη του citizen journalism, αλλά από την άλλη είναι εύκολο να αλλοιωθεί μία είδηση. Αυτό που διαχωρίζει τις λήψεις του κινητού με της κάμερας είναι η ποιότητα, οι φωτορεπόρτερ αποτυπώνουν γεγονότα με μία συγκεκριμένη οπτική.
Στο φωτορεπορτάζ εγώ κατέληξα διά της ατόπου απαγωγής, ποτέ δεν με είχα φανταστεί ως φωτορεπόρτερ. Μου άρεσε πολύ η ιστορία, η πολιτική και η κοινωνία, διάβαζα εφημερίδες, δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω, οι πανελλήνιες με έβγαλαν στην Σχολή Κινηματογράφου του ΑΠΘ γιατί πίστευα πως το ντοκιμαντέρ μου ταιριάζει και εκείνη την εποχή αυτός ο τομέας ήταν στα πάνω του. Ήθελα να συνδυάσω το βίντεο με την είδηση ή με την έρευνα. Πολύ γρήγορα κατάλαβα πως δεν είναι αυτό που μου ταιριάζει γιατί, δεν μπορώ εύκολα να συνεργαστώ με πολλούς ανθρώπους, είμαι πιο μοναχικός. Βρισκόμενος στην Παλαιστίνη για την πτυχιακή μου εργασία το 2009, την ίδια περίοδο τυχαία στην Αίγυπτο έσκασε η Αραβική Άνοιξη, βρέθηκα εκεί και ξεκίνησα να φωτογραφίζω χωρίς σκοπό απλά και μόνο επειδή αισθάνθηκα πως “συμμετέχω” σε μία ιστορική στιγμή, εκεί ανακάλυψα το φωτορεπορτάζ.”
Ξεχωρίζει την εικόνα του Κωνσταντίνου Τσακαλίδη, με την κ. Παναγιώτα στην καμένη Εύβοια και όπως λέει είναι σημείο αναφοράς στην κλιματική αλλαγή του πλανήτη. Η δουλειά του έχει βραβευτεί αν μπορούσε να ξεχωρίσει κάποιες εικόνες θα ήταν οι εξής.
“Την εποχή με τις μεγάλες εντάσεις στο Αριστοτέλειο, είχα φωτογραφίσει την προσαγωγή ενός διαδηλωτή που τον έσερναν οι αστυνομική πιάνοντας τον από τον λαιμό, αυτή η συμπεριφορά δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο. Η εικόνα δεν έφερε κάποια αλλαγή, όμως φωτογράφισα την ωμή βία μέσα σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, την εποχή που οι φοιτητές ξεκίνησαν να διεκδικούν τα βασικά. Υπερίσχυσε η ανάγκη να αποτυπώσω την βία που έδειξαν αρχές και κράτος πάνω στον συγκεκριμένο άνθρωπο.
Με στιγμάτισαν επίσης οι εικόνες που έβγαλα το επόμενο πρωί της δολοφονίας του Άλκη Καμπανού. Με επηρέασε πολύ η δολοφονία, δούλευα για την ομάδα του Άρη ως φωτογράφος πολλά χρόνια, ως φίλαθλος στην ηλικία του, άραζα στα ίδια μέρη. Όταν έσκασε λοιπόν αυτό το περιστατικό λειτούργησε ως καμπανάκι. Φωτογράφισα το αίμα του στο πεζούλι, δεν μπορούσα να διανοηθώ τι έχει συμβεί, μία δολοφονία για ομάδες ενός νέου ανθρώπου, σε μία πόλη που τα τελευταία χρόνια μετρά περισσότερες σκοτεινές ημέρες παρά φωτεινές.
Αγαπώ πολύ την πόλη μου, νοιώθω τυχερός που γεννήθηκα, μεγάλωσα και έζησα εδώ, όμως τα τελευταία χρόνια έχει βουλιάξει, είδαμε ακραίες, φασιστικές συμπεριφορές στο μακεδονικό, μετά αντιμετωπίσαμε την αστυνομική βία, τον τρόπο ζωής που άλλαξε ακραία στο κέντρο της πόλης, ήταν πολλά μαζεμένα περιστατικά τα οποία έσκασαν μέσα μου όταν αντίκρισα το αίμα του Άλκη. Η φάση αυτή λειτούργησε μέσα μου σαν τίτλοι τέλους, σταμάτησα να πηγαίνω στα γήπεδα όπως πήγαινα τότε, δεν ξέρω αν έκανα το σωστό αλλά δεν βρίσκω τον εαυτό μου πια μέσα σε όλο αυτό. Είναι λυπηρό να βλέπεις ότι δεν αλλάζει κάτι. Από την άλλη πλευρά, βλέπω πολλούς νέους που έρχονται με φόρα στο επάγγελμα και χαίρομαι πολύ, η Θεσσαλονίκη ήταν μία πόλη που έβγαζε πάντα ανθρώπους ορκισμένους με το φωτορεπορτάζ. Μέσα από την δουλειά μου, γνώρισα πολλούς ανθρώπους που μετέπειτα έγιναν φίλοι μου, όπως ο Κωνσταντίνος Τσακαλίδης, ο Αλέξανδρος Αβραμίδης, ο Γιώργος Παπανίκος και ο Αχιλλέας Χήρας.”
Πλέον, μένει στην επαρχία και μέχρι σήμερα θεωρεί πως η ανθρώπινη ιστορία και η ανθρώπινη περιπέτεια έχει βάθος και αξίζει να αποτυπώνεται με σεβασμό και χρόνο.