Η δυτική Θεσσαλονίκη του Τελτζίδη, ήταν ο δρόμος για το δικό του σινεμά
Ο Γιώργος Τελτζίδης μιλάει για τον κινηματογράφο, το σενάριο του στην βραβευμένη ταινία στις Κάννες με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Μαζωνάκη και τη συνεργασία του με τη Στέγη Ωνάση.
Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και από εκεί σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν που χωράει κάθε ιστορία που μπορεί να δημιουργήσει.
Ο Γιώργος Τελτζίδης, κάνει κινηματογράφο για να αφηγηθεί ιστορίες και να καταλάβει τον εαυτό του. Αυτό λέει στη συζήτηση μας που ξεκινάει με την πρόσφατη βράβευση στις Κάννες.
Μετά τη πρεμιέρα της στην Εβδομάδα Κριτικής, η ταινία μικρού μήκους «Στον Θρόνο του Ξέρξη» σε σκηνοθεσία της Εύης Καλογηροπούλου και σενάριο του Γιώργου Τελτζίδη, με τον Γιώργο Μαζωνάκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, σε ανάθεση και παραγωγή του Onassis Culture, κερδίζει το σημαντικό Canal + Award for short film.
Αυτό από μόνο του, είναι ένα σπουδαίο γεγονός!
Όταν μάλιστα συνοδεύεται και από ανθρώπους που αγαπούν τη δουλειά τους και το σινεμά τους είναι στόχος, τότε έχουμε να κάνουμε σίγουρα με μία σημαντική στιγμή που στέκεται αφορμή για να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας
«Είναι κάποια φεστιβάλ και κάποιες βραβεύσεις που έχουν πάντα μια μεγαλύτερη βαρύτητα και ένα μεγαλύτερο νόημα από κάποια άλλα. Οι Κάννες είναι ένα από αυτά τα μεγέθη που σαν σημείο αναφοράς στην ζωή ενός κινηματογραφιστή, τον βοηθούν να καταλάβει την απόσταση που έχει διανύσει στην μέχρι τώρα πορεία του, άλλα μέχρι εκεί. Την επόμενη μέρα πάλι είσαι αντιμέτωπος με μια λευκή κόλλα και έναν κέρσορα να αναβοσβήνει επίμονα.» αναφέρει ο Γιώργος, ενώ θυμάται την γνωριμία του με την Εύη Καλογεροπούλου, δύο χρόνια πριν στην Δράμα
«Με την Εύη γνωριστήκαμε τον Σεπτέμβριο του 2020 στο Φεστιβάλ Δράμας. Εγώ βρισκόμουν εκεί έχοντας γράψει το σενάριο της ταινίας “Βούτα”, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ζάχου, η Εύη ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής. Η “Βούτα” είναι η πιο αυτοβιογραφική ιστορία που έχω γράψει. Τελικά η ταινία εκείνη την χρονιά πήρε τρία βραβεία, μεταξύ αυτών και το βραβείο σεναρίου. Κατά σύμπτωση το βραβείο μου το παρέδωσε η Εύη, λέγοντας μου πόσο βαθιά τη συγκίνησε η ιστορία. Έτσι καταλάβαμε πως πέρα από κοινές κινηματογραφικές αναφορές, μοιραζόμαστε και ένα αντίστοιχο βίωμα και ένα ενδιαφέρον για συγκεκριμένους χαρακτήρες. Έτσι, το καλοκαίρι του 2021 με προσέγγισε με αφορμή μια ανάθεση του φεστιβάλ “You and AI: Through the Algorithmic Lens”, που οργάνωσε η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στο Πεδίον του Άρεως και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε.»
Πώς είναι να γράφεις μία ιστορία και να πρέπει αυτή να ταξιδέψει αργότερα σε ένα σωρό ανθρώπους. Από έναν σκηνοθέτη και τους τεχνικούς μέχρι τον θεατή ως τελικό αποδέκτη;
Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν αυτό που έγραψες θα καταφέρει να γίνει ταινία, πόσο μάλλον να ταξιδέψει σε φεστιβάλ και να συγκινήσει το κοινό, αλλά εσύ το κάνεις έτσι και αλλιώς. Σαν τζογαδόρος που δεν σε νοιάζει τόσο αν θα χάσεις ή θα κερδίσεις, όσο το να δεις την μπίλια να γυρίζει. Η κατασκευή μιας ταινίας παίρνει συνήθως πολύ χρόνο, τόσο πολύ που μέχρι να την τελειώσεις είσαι ένας άλλος άνθρωπος, αλλά παραμένει μια ηχηρή υπενθύμιση γι’ αυτό που ήσουν κάποτε και για τον τρόπο που έβλεπες τον κόσμο. Έτσι και αλλιώς μια ταινία όταν πια τελειώσει, δεν ανήκει ούτε στον σκηνοθέτη, ούτε στον παραγωγό, ούτε και στον σεναριογράφο που έφτιαξε τον μύθο. Ανήκει στο κοινό. Ανήκει στα torrents, στα φεστιβάλ, στα σινεμά. Ανήκει στις συζητήσεις των nerds, ανήκει στα πρώτα ραντεβού και στις κουβέντες περί σινεμά για να σπάσει ο πάγος, ανήκει στον πιτσιρικά που θα κρεμάσει την αφίσα της ταινίας που είδε στο δωμάτιο του.
Τα φεστιβάλ και οι βραβεύσεις μπορούν να αποπροσανατολίσουν κάποιον που κάνει τέχνη; Το έχεις σκεφτεί ή ίσως, το έχεις νιώσει κάποτε, κάπου να σου συμβαίνει;
Ναι μπορούν. Το έχω δει να συμβαίνει και σε άλλους, αλλά και σε μένα. Όμως σημασία έχει πάντα να γυρνάς στην αρχή. Για παράδειγμα, όταν γράφεις ένα σενάριο και κολλάς, υπάρχει μια τεχνική που λέει «γύρνα στην αρχή», γύρνα στην αρχική απόφαση που σε έκανε να θες να γράψεις την συγκεκριμένη ιστορία και έτσι θα ξεκλειδώσει το μετά. Ετσι και στην πραγματική ζωή, όσες φορές ένιωσα να χάνω τον εαυτό μου μέσα σε ένα κόσμο γεμάτο από φεστιβάλ, βραβεία, script labs, sales agents, κινηματογραφικά trends και αυτό που ονομάζουμε καριέρα και κυνήγι της επιτυχίας, προσπαθώ να θυμάμαι το πραγματικό λόγο που θέλησα να κάνω σινεμά. Απλά να αφηγούμαι ιστορίες.
Υπάρχει κάποιο κινηματογραφικό όνειρο σου που θέλεις σαν τρελός να πραγματοποιήσεις σύντομα;
Woof. Αυτός είναι o τίτλος της πρώτης μου μεγάλου μήκους ταινίας που βρίσκεται στο στάδιο του development και έχει ήδη λάβει την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Αφορά στην ιστορία ενός οικοδόμου, που αποφασίζει να γίνει ηγέτης μιας ακτιβιστικής ομάδας διάσωσης κακοποιημένων σκύλων, στην δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Είναι μια ιστορία αναμεσά στο δράμα και την κωμωδία που την δουλεύω τα τελευταία 3 χρόνια και ενσωματώνει πολλά από τα κινηματογραφικά είδη που αγαπώ.
Να σε γυρίσω στα χρόνια στη Θεσσαλονίκη λοιπόν. Ποιες αναμνήσεις σου έρχονται μόλις ακούς την πόλη σου;
Λεωφορείο 27, κέντρο.
-Δυτικά, από δυτικά είμαι. Σταυρούπολη αν έχεις ακουστά.
-Α, δεν έτυχε να πάω ποτέ.
Καλοκαίρια, 90s, Παγκόσμια κύπελλα ποδοσφαίρου, μπλούζες εθνικών ομάδων. Ιταλία, Βραζιλία, Γαλλία. Οι φτηνές, αγορασμένες από την αμερικανική αγορά στο Βαρδάρη. Honda Cub 90cc, με αερογραφία ενός λύκου να ουρλιάζει στην πανσέληνο.
-Μην πας από Εγνατία, θα έχει μπλόκο.
Θερινό σινεμά «Σταυρουπόλ». Τούρκικα ασπρόμαυρα μελοδράματα, Ψαλιδοχέρης, Boyz n the Hood, Jurassic Park.
Μαύρη τηλεόραση 14 ιντσών, ακουμπισμένη πάνω σε ασημί βίντεο. Κασέτες.
Ο Φώντας ποτέ δεν προλάβαινε τους υποτίτλους και έπρεπε να τους του διαβάζεις φωναχτά . O Παναγιώτης έκανε δεύτερη τρυπά στο αυτί και τατουάζ στο μπράτσο.
Κόκκινα και άσπρα φορτηγάκια, πρωινά ξυπνήματα, φόρτωμα, ξεφόρτωμα.
-Πολλή σκόνη.
-Κάνε υπομονή, μια μέρα θα πάμε κάπου καλύτερα.
Αν κάνεις μία μέρα μία ταινία για τη Θεσσαλονίκη, ποια στοιχεία θα είχε μέσα; Πώς θα ξεκίναγε και πώς θα τέλειωσε το σενάριο;
Σαραντάρης σεκιουριτάς φυλάει εμπορικό που βρίσκεται επί της Γιαννιτσών. Ζει ακόμη στο πατρικό του, ονειρεύεται μια μέρα να γίνει κανονικός μπάτσος. Οδηγεί στρογγυλοφάναρο παπάκι. Όταν του περισσεύουν, πηγαίνει στο Παλέ να δει τον Άρη και φοράει ακόμη το δαχτυλίδι για το reunion στο Λευκό Πύργο, που είχαν φτιάξει στην τρίτη γυμνάσιου. Μερικά απογεύματα, όταν διασχίζει την μεγάλη αερογέφυρα στην Μενεμένη, έχει το αστυνομικό μέγαρο στα αριστερά του και τις γραμμές του τραίνου στα δεξιά, με τον ήλιο να χάνεται αναμεσά. Όσο τα πενήντα κυβικά αγκομαχούν μουγκρίζοντας να βγάλουν την ανηφόρα και κάνει στην άκρη, σχεδόν σύριζα με το κράσπεδο, για να μην τον θερίσει καμιά νταλίκα, του αρέσει να θυμάται τα καλοκαιριά της εφηβείας του. Τότε που εκείνος και η Κατερίνα, με το ίδιο παπί , ανεβαίναν με δυο διαλλείματα, για να μην καεί η μηχανή, την ανηφόρα της Καρδίας προς Χαλκιδική.
Η απόφαση σου να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο πότε και πώς ξεκίνησε;
Η αλήθεια είναι πως και εγώ καμιά φορά αναρωτιέμαι πως βρήκα το κουράγιο ή μάλλον το θράσος να ασχοληθώ με το σινεμά. Θέλω να πω δεν είχα κάποια ιδιαίτερη προσλαμβάνουσα από τον περίγυρο μου όσο μεγάλωνα. Ήταν ένα περιβάλλον που τα περισσότερα παιδιά έπρεπε νωρίς να πάρουν μια κατεύθυνση που θα τους έφερνε χρήματα. Ο συνηθισμένος δρόμος ήταν το τεχνικό λύκειο επί της Λαγκαδά ή η σχολή του ΟΑΕΔ στο Ωραιόκαστρο. Πέρασα από όλα και κατέληξα στο νυχτερινό λύκειο οπού και φοίτησα, δουλεύοντας τα πρωϊνά με τον πατέρα μου. Τελειώνοντας ένιωθα πως ήθελα κάτι παραπάνω από αυτό. Χωρίς να το γνωρίζω τότε, τα χρόνια μου στην δυτική Θεσσαλονίκη, οι άνθρωποι που γνώρισα, ότι έζησα και ότι ιστορίες άκουσα, δημιούργησαν έναν αφηγηματικό κεφάλαιο και το σινεμά έμοιαζε ο μονός λογικός δρόμος για να το εκταμιεύσω.
Τον τελευταίο χρόνο έχεις κάνει σημαντικές δουλειές με την Στέγη. Τι σου προσφέρει καλλιτεχνικά αυτή η συνεργασία;
Η συνεργασία μου με την Στέγη μου έδωσε την δυνατότητα να ανοίξω τους καλλιτεχνικούς μου ορίζοντες. Συνέβη σε μια εποχή που είχα ανάγκη να το κάνω, κλείνοντας ένα κεφάλαιο που κράτησε μια δεκαετία και αφορούσε μόνο σινεμά. Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου και ο Χρήστος Σαρρής μου έδωσαν την ευκαιρία και μου εμπιστευθήκαν σημαντικά projects είτε σε συγγραφή, είτε σε σκηνοθεσία, δίνοντας μου ταυτόχρονα την δυνατότητα, να εντάξω και την δική μου καλλιτεχνική φωνή σε αυτά. Ταυτόχρονα την περίοδο εκείνη βρισκόμουν στην μέση ενός ερευνητικού έργου σε χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού, που αφορούσε την κινηματογραφική μεταφορά μια θεατρικής παράστασης, σε ένα αυτόνομο ψηφιακό έργο. Πολλά από τα συμπεράσματα του ερευνητικού διαμορφωθήκαν με δουλειές που έκανα στην Στέγη.
Από όλα αυτά που κάνεις, ποια απολαμβάνεις περισσότερο και έχουν πλέον και μία παραπάνω ευκολία για σένα να τα κάνεις;
Όταν περνάω μεγάλα διαστήματα που αφορούν μόνο γράψιμο, είτε για για μένα, είτε για άλλους, νιώθω να μου λείπει το γύρισμα, όταν συμβαίνει το αντίθετο, νιώθω να μου λείπει το γράψιμο. Πολλές φορές στην ερώτηση αν είμαι σεναριογράφος ή σκηνοθέτης, δυσκολεύομαι να απαντήσω. Τα αγαπώ και τα δυο εξίσου. Αγαπώ τον πόλεμο και την μάχη της σκηνοθεσίας, όσο αγαπώ και την εσωστρέφεια της συγγραφής, ειδικά για άλλους σκηνοθέτες.
Ποια είναι η δική σου άποψη για τον ελληνικό κινηματογράφο των τελευταίων χρόνων, τον κινηματογράφο δηλαδή της δικής σου γενιάς;
Πιστεύω πως η γενιά μου θα αλλάξει τον τρόπο που το κοινό αντιλαμβάνεται το ελληνικό σινεμά και κάπως θα γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει. Η μόνη μου ανησυχία είναι οι αντοχές που θα δείξει απέναντι στο φόβο της απραξίας και των γραφειοκρατικών μηχανισμών που μπορούν να εξοντώσουν το όραμα μιας ταινίας. Αν στηριχθεί σωστά και με μέθοδο, θα δούμε σπουδαίες ταινίες.
Νιώθω πάντως πως θέλεις να διηγείσαι τις ιστορίες ανθρώπων μέσα από τις ιστορίες σου και μάλιστα, σε όσα είδα, θέλεις να μας συστήνεις αυτούς τους ανθρώπους. Να τους γνωρίζουμε.
Μάλλον είναι μια ανάγκη να καταλάβω τον εαυτό μου, μέσα από τις ιστορίες που γράφω. Θυμάμαι κάτι που έχει πει ένας πολύ πετυχημένος παράγωγος του χώρου, πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από το να κάνεις επιτυχία με μια ταινία που δεν έχει μέσα τον εαυτό σου, που είναι ένα ξένο κατασκεύασμα. Συνεχίζοντας το, θα πω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά και ανακούφιση από το να βρίσκει ανταπόκριση και να συγκινεί ένα δικό σου βίωμα. Είναι σαν κάποιος να διαβάζει ένα κομμάτι από το ημερολόγιο σου, να σε κοιτάει και να λέει καταλαβαίνω, έχω νιώσει ακριβώς έτσι κάποια στιγμή στην ζωή μου. Κάπου εκεί ανάμεσα δημιουργείται ένας χώρος που συναντιέσαι ουσιαστικά με το κοινό και για λίγο όλοι νιώθουμε λιγότερο μόνοι.
Η Ελλάδα του σήμερα πόσο μπορεί και βοηθάει τους νέους ανθρώπους να εξελίξουν τις ικανότητες τους και να εξελιχθούν μένοντας στη χώρα;
Το σινεμά στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο από άτομα που είναι διατεθειμένα να κάνουν την ταινία τους με κάθε τρόπο και με κάθε προσωπικό κόστος. Δεν ξέρω αν έξω είναι καλύτερα ή όχι, αλλά εδώ ξέρω πως για να εξελιχθείς ουσιαστικά μέσα από την δουλειά σου, θα πρέπει πολλές φορές να πληρώσεις ένα βαρύ τίμημα.
Θα τελειώσω πάλι με τον «Θρόνο του Ξέρξη» και με το πόσο ήταν πρόκληση να γράψεις ένα σενάριο για την αποξένωση. Το ναυπηγείο Περάματος δείχνει τι γίνεται σε μία ολόκληρη κοινωνία. Είναι έτσι η ζωή μας και αν μοιάζει, τι να κάνουμε για να την αλλάξουμε;
Κάθε σενάριο έχει την δική του πρόκληση. Στον Ξέρξη μπόρεσα άμεσα να ταυτιστώ με το βίωμα των εργατών και την ματαίωση που νιώθουν για μια ζωή που δείχνει να μην παγαίνει πουθενά και μια ρουτίνα που ακυρώνει κάθε όνειρο. Στην ταινία υπάρχει μια σύμβαση, οι άνθρωποι απαγορεύεται να αγγίζονται. Μοιάζει κάτι μεγεθυμένο δραματουργικά, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.
Ο κόσμος μας είναι γεμάτο συμβάσεις και περιορισμούς που αν το καλοσκεφτείς είναι το ίδιο ζοφεροί. Όπως για παράδειγμα οι χιλιάδες εγκλωβισμένοι μετανάστες που τους αρνείται επί δεκαετίες η ελληνική ιθαγένεια, ή η απαγόρευση γάμου και τεκνοθεσίας στα ομόφυλα ζευγάρια. Περιορισμοί που απλά συνηθίσαμε να ζούμε με αυτούς, σαν να είναι κάτι φυσιολογικό.
*Φωτογραφίες: Αντώνης Χρήστου
[ Ο Γιώργος Τελτζίδης σπούδασε κινηματογράφο και ευρωπαϊκό πολιτισμό και είναι συνιδρυτής της εταιρείας παράγωγης Long Shot Films. Έχει κερδίσει δυο φορές βραβεία σεναρίου στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας για τις ταινίες «Γεννήτρια» (2013) και «Βούτα» (2020). Υπήρξε δυο φορές υποψήφιος για το βραβείο της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, στην κατηγορία Kαλύτερης Mικρού Mήκους Tαινίας («Φράγμα», «Dye») και έχει επιλεχθεί από τα Talent Campuses των Berlinale Film Festival, Sarajevo Film Festival και Zurich Film Festival. Έξι σενάριά του έχουν χρηματοδοτηθεί από το πρόγραμμα «μικροφίλμ» της ΕΡΤ και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Το σενάριο της πρώτης του μεγάλου μήκους ταινίας, επιλέχτηκε από το εργαστήριο Μεσογειακού Ινστιτούτου Κινηματογράφου (MFI), όπου ολοκλήρωσε τον κύκλο εργαστηρίων, και κέρδισε το βραβείο ανάπτυξης «Villa Kult Berlinale Residency Award» (Γερμανία). Στην συνέχεια, η ταινία επιλέχθηκε από την πλατφόρμα «Meetings on the Bridge» και βρίσκεται στο στάδιο του development. Έχει βραβευτεί από την ARTWORKS (2021) και είναι Fellow του Προγράμματος Υποστήριξης Καλλιτεχνών Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. ]