Η Έλενα Βότση είναι η γυναίκα πίσω από τα μετάλλια των Ολυμπιακών Αγώνων
Η διακεκριμένη σχεδιάστρια κοσμημάτων αφηγείται στην parallaxi τους σημαντικούς σταθμούς της ζωής της, με αφετηρία την Ύδρα, που εκτυλίσσονται σε όλο τον κόσμο.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής της, η Έλενα Βότση τα πέρασε εν πλω. Ο πατέρας της, ναυτικός γαρ, έπαιρνε μαζί τη φαμίλια του και ταξίδευαν παρέα σε τόπους μακρινούς. Ήταν οι καμπίνες, για εκείνη τότε, το δωμάτιό της και η πλώρη το μπαλκόνι που αγνάντευε το απέραντο γαλάζιο. Για αυτό, με την παιδική της ανεμελιά, κάθε φορά που πήγαινε σε κάποιο σπίτι, ρωτούσε τους οικοδεσπότες αν “είναι δικό τους”.
«Μου έκανε εντύπωση, γιατί για εμένα μέχρι τα τέσσερα σπίτι ήταν το καράβι, αυτό ήταν το γνώριμο», αναφέρει στην αρχή, εξηγώντας μου πως η ζωή εκείνη την εποχή, θύμιζε ένα ατελείωτο πάρτι. «Ήταν πολλοί άνθρωποι πάνω στο καράβι και εμένα με είχαν σαν ένα “παιχνίδι”. Γενέθλια ας πούμε, μου έκαναν κάθε μήνα, γιατί έψαχναν ένα λόγο για να γιορτάσουν. Εδώ στην Ύδρα, κόσμος που είχε ταξιδέψει με τον πατέρα μου, μου λέει πολλές ιστορίες από τα παλιά».
Από μικρό κορίτσι, όπως μου λέει, της άρεσε να φοράει κοσμήματα. Τα γύρευε σε παζάρια και τοπικά παλαιοπωλεία στις γειτονιές της Αθήνας, αλλά και στις χώρες που επισκέπτονταν με τους γονείς της.
«Τα χρόνια που μεγάλωσα έβλεπα πολλούς καλλιτέχνες, κόσμο ωραίο με όμορφα ντυσίματα και εντυπωσιακά κοσμήματα. Η μητέρα μου είχε επίσης, μια τρέλα με τα κοσμήματα και αυτό σίγουρα με επηρέασε», θυμάται. «Το ήξερα ήδη από το Γυμνάσιο ότι ήθελα να ασχοληθώ με αυτό, απλά τότε ήθελα να κάνω και ζωγραφική και κόσμημα. Μετά όμως, κατάλαβα πως δεν έχω χρόνο να αφιερώσω και στα δύο».
Αφού τελείωσε τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας πλάι στο σπουδαίο Δημήτρη Μυταρά, συνέχισε τις σπουδές της στο Royal College of Art του Λονδίνου, ως υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση. Εξιστορώντας μου την πρώτη της ημέρα εκεί, η Έλενα Βότση μού παραδέχεται πως βαλάντωσε στο κλάμα, καθώς εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους συμφοιτητές της, αυτή δεν είχε ιδέα πώς να φτιάξει ένα κόσμημα.
«Όταν μπήκαμε στο τμήμα, γύρω στα δέκα άτομα ήμασταν, όλοι ξεκίνησαν να δουλεύουν κοσμήματα και εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, γιατί δεν γνώριζα καθόλου από μέταλλο. Οπότε ναι, η πρώτη μου μέρα στο Royal College of Art, ήταν εφιαλτική. Πίστευα ότι έκαναν λάθος που με πήραν, γιατί δεν μπορούσα να φτιάξω κάτι. Πήγα λοιπόν, στον καθηγητή μου και του είπα πως μάλλον έκαναν λάθος και εκείνος μου απάντησε “όχι, γιατί εμείς έχουμε να μάθουμε πολλά από εσένα που φοίτησες σε σχολή Καλών Τεχνών”».
Παρ’όλο που η αρχική γεύση ίσως να ήταν λίγο πικρή, η ίδια μου επιβεβαιώνει πως ήταν μια μαγική εμπειρία. «Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου, εκεί μου τα έκαναν τα πάντα πολύ εύκολα. Η δουλειά τους ήταν να σε διευκολύνουν σε όλα».
Γυρνώντας πίσω, στα πάτρια εδάφη, η Έλενα Βότση δεν άργησε να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο, με την ωμή πραγματικότητα στην αγορά εργασίας. «Όσο φοιτούσα στο Λονδίνο, μας έλεγαν ότι επειδή είμαστε από το Royal College of Art, θα είναι όλα εύκολα και θα πουλάμε σχέδια. Οπότε, γύρισα στην Ελλάδα, σίγουρη για το ότι θα βρω δουλειά ως σχεδιάστρια κοσμημάτων. Όμως, συνάντησα πολλές δυσκολίες, γιατί ενώ έδινα βιογραφικά, δεν έπαιρνα κάποια απάντηση, ενώ κάποιοι εργοδότες θα με έπαιρναν στη δουλειά, με την προϋπόθεση ότι θα αντέγραφα σχέδια που θα μου δείχνανε. Προφανώς και αρνήθηκα. Είπα πως θα κάνω τα δικά μου από εδώ και πέρα».
Τη ρωτώ αν της πέρασε ποτέ από το μυαλό να τα παρατήσει. Εκείνη μου απαντά πως όταν απογοητεύεται, πεισμώνει, προχωράει και δουλεύει περισσότερο. «Βέβαια, ήταν η δουλειά μου σε πολλές δύσκολες φάσεις καταφύγιο», προσθέτει.
Βέβαια, η ιστορία έδειξε πως στην περίπτωση της Έλενας Βότση, αληθεύει η λαϊκή ρήση «κάθε εμπόδιο για καλό». Οι μεγάλες συνεργασίες δεν άργησαν να έρθουν. Τα κοσμήματά της πρωταγωνιστούν σε διεθνείς καμπάνιες, πασαρέλες και βιτρίνες δημοφιλών οίκων μόδας, όπως η Gucci και η Ralph Lauren, ενώ παράλληλα, η Έλενα Βότση σχεδιάζει για λογαριασμό σημαντικών μουσείων της χώρας, μεταξύ των οποίων το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο της Ακρόπολης, η Εθνική Πινακοθήκη και το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Το κάθε πρότζεκτ που αναλαμβάνει, η σύλληψη της ιδέας και ο τελικός σχεδιασμός είναι σαν να ενώνει τα κομμάτια ενός αλλιώτικου παζλ. «Είναι κάτι που λατρεύω να το κάνω. Είναι σαν να σου δίνουν το πρόβλημα και εσύ να πρέπει να βρεις λύσεις. Παραδείγματος χάρη, για το πωλητήριο ενός μουσείου, πρέπει προφανώς το σχέδιο να είναι εμπνευσμένο από το μουσείο και σε τιμές προσιτές, για όλες τις ηλικίες. Για έναν οίκο από την άλλη, θα σου δώσουν τα στοιχεία, τα χρώματα, τα υφάσματα που χρησιμοποιούν, όλο το στήσιμο και τότε προχωράς. Μου αρέσει πάρα πολύ να το κάνω, γιατί έχεις πολλά να σκεφτείς. Στο μουσείο δεν θα κάνεις κάτι ακριβό, ο πελάτης θέλει να πάρει ένα αναμνηστικό, εύκολο, γρήγορο, χωρίς πολλή σκέψη, οικονομικό. Στην πασαρέλα δουλεύεις με άλλον τρόπο, τα κοσμήματα πρέπει να είναι μεγαλύτερα σε όγκο, να φαίνονται από απόσταση, να παίζουν με το φως», διευκρινίζει.
Για την πολυταξιδεμένη Έλενα Βότση, μούσα της και προσωπική της Ιθάκη, είναι ένα άλλο νησί -από την απέναντι πλευρά-, ο τόπος της, η Ύδρα.
«Ο πατέρας μου ήταν από την Ύδρα και όλα τα καλοκαίρια, Χριστούγεννα, τριήμερα, τα περνούσαμε εδώ. Εδώ έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εδώ οι πρώτοι έρωτες, τα πάντα εδώ. Οπότε ήταν το αγαπημένο μου μέρος, το μέρος έμπνευσης, το μέρος που δούλεψα πάρα πολύ για να μπω στην Καλών Τεχνών, το μέρος που προετοίμασα τη δουλειά μου για να μπω στο Royal College of Art, μετά εδώ αποτραβήχτηκα για να φτιάξω το Ολυμπιακό Μετάλλιο και φυσικά εδώ έφτιαξα και το πρώτο μου κατάστημα. Σίγουρα και τα ταξίδια που έχω κάνει αποτελούν έμπνευση, άλλα μόνο στην Αθήνα και στην Ύδρα να περπατάς, αρκεί. Αλλά για εμένα νούμερο ένα είναι η Ύδρα, ο βράχος, το χόρτο δίπλα στον δρόμο, τα σπίτια, η πέτρα, το φως του νησιού».
Ο σημαντικότερος σταθμός όμως της καριέρας της, ήρθε πριν από δύο δεκαετίες, όταν σχεδίασε τη μπροστινή όψη του Ολυμπιακού Μεταλλίου. Αν και σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό, το μετάλλιο σχεδιάστηκε μόνο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στη συνέχεια, η Οργανωτική Επιτροπή αποφάσισε το σχέδιό της να παραμείνει σταθερά ίδιο, μετατρέποντας έτσι τη δουλειά της διεθνώς αναγνωρισμένης Ελληνίδας σχεδιάστριας σε κομμάτι της ιστορίας.
«Τότε είχα λάβει πρόσκληση, προκειμένου να συμμετάσχω στο διαγωνισμό για τον επανασχεδιασμό του μεταλλίου, που από μόνο του αυτό ήταν πολύ τιμητικό. Δεν σας κρύβω ότι η αρχική μου σκέψη ήταν να μην το κάνω, γιατί αγχώθηκα. Η δεύτερη μου σκέψη όμως, ήταν να πάρω τα βιβλία και να έρθω στην Ύδρα. Μετά από λίγο καιρό, μου ανακοίνωσαν ότι διάλεξαν το δικό μου σχέδιο. Ακόμα μου φαίνεται απίστευτο».
Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, έως τους τελευταίους στο Παρίσι και για τις Ολυμπιάδες που θα ακολουθήσουν, η Έλενα Βότση (θα) βλέπει να κρέμονται στους λαιμούς κορυφαίων αθλητών τα πολυπόθητα μετάλλια που φέρουν την υπογραφή της. Θρύλοι τα δαγκώνουν χαμογελώντας, νεότεροι τα φιλούν με δάκρυα στα μάτια, σφίγγοντας τα, στην ύψιστη στιγμή τους.
«Η χαρά και η συγκίνηση κάθε φορά είναι τεράστια, να βλέπω το μετάλλιο στους αθλητές που έχουν κάνει και δώσει τόσα. Η συγκίνησή τους, η χαρά, η αγωνία τους, δεν το συζητώ· Πόσες φορές έχουν πέσει και έχουν σηκωθεί για να φτάσουν σε αυτό το σημείο. Είναι μεγάλη τιμή να έχουν το δικό μου σχέδιο στο λαιμό τους, γιατί αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές και τους αξίζουν τα χίλια μπράβο, είτε πάρουν το μετάλλιο, είτε όχι», καταλήγει η Ελένη Βότση.
Και πώς να μην νιώθει συγκινημένη, αφού αν το καλοσκεφτούμε, ο κάθε Ολυμπιονίκης θα κουβαλά πάντα ένα κομμάτι δικό της και εκείνη από μέρους της, θα έχει μαζί της ένα μέρος του ονείρου κάθε αθλητή.