Μουσική

Κώστας Θωμαΐδης: «Η παρτιτούρα είναι ψυχρή με κάτι μυγάκια που λέγονται νότες, πρέπει να τις ξεκολλήσεις και να δώσεις ζωή»

Ο ερμηνευτής που έβαλε στις καρδιές μας την μελοποιημένη ποίηση μιλά στη Parallaxi για μια ζωή γεμάτη τραγούδια, ιστορίες, φωτογραφίες και ραδιόφωνο.

Μαρία Συμεωνίδου
κώστας-θωμαΐδης-η-παρτιτούρα-είναι-ψ-1342393
Μαρία Συμεωνίδου

Κώστας Θωμαΐδης: Ο λυρικός καλλιτέχνης, με την θεατρικότητα στην ερμηνεία που μαθήτευσε δίπλα στον τεράστιο Θάνο Μικρούτσικο, γύρισε τον κόσμο με τον Μίκη Θεοδωράκη χαρίζοντάς μας από τις πιο όμορφες ερμηνείες μελοποιημένης ποίησης και που η φωνή του είναι μια σταθερή συντροφιά κοντά 40 χρόνια τώρα στο δεύτερο πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας.

Μας έχει τραγουδήσει τον θαλασσινό Καββαδία, τον επαναστάτη Μπρεχτ, τον μαχητικό Αναγνωστάκη, αλλά και τον μεγάλο Καβάφη με τη λίστα να γίνεται όλο και πιο εκτενής.

Με τον Κώστα Θωμαΐδη μιλήσαμε για το παρελθόν, για τη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκε, για τις συγκυρίες που τον έφεραν στο πλάι μουσικών μεγαθήριων του ελληνικού πενταγράμμου και τέλος για τη νέα μουσική γενιά, αλλά και το ραδιόφωνο που τόσο λατρεύει.

Μεγαλώνοντας πολλές γενιές με τη φωνή του σε δίσκους, συναυλίες, αφιερώματα και φεστιβάλ, ο Κώστας Θωμαΐδης είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στο είδος του στην ελληνική μουσική σκηνή και δικαίως. Ήθελα να τον ρωτήσω τόσα πολλά, ωστόσο αφέθηκα στις ιστορίες του, είναι μοναδικός σε αυτό, ένιωθα ότι έμπαινα μέσα στα σκηνικά, μέσα στα σπίτια, στα μπαλκόνια, στο πάλκο και στις χώρες στις οποίες ταξίδεψε για να τραγουδήσει, στην ζωή του.

Η έναρξη της κουβέντας μας με τον Κώστα Θωμαΐδη ήταν κάπως, θα έλεγα, και πιο προσωπική. Γνωρίζοντας τον αδελφό του, τον κύριο Γιάννη και τη γυναίκα του, είχα ήδη κάποιες πρώτες αναφορές για αυτόν, μέσα από ιστορίες, αλλά και λόγια θαυμασμού και αγάπης.

Ο ίδιος ο Κώστας Θωμαΐδης ανταπόδωσε τα ίδια λόγια αγάπης από τα πρώτα λεπτά της κουβέντας μας, όταν, με συγκίνηση, μίλησε για τον αδελφό του:

«Ο Γιάννης είναι για μένα όχι μόνο ο μεγάλος μου αδελφός, είναι και σαν δεύτερος πατέρας. Έχουμε οκτώ χρόνια διαφορά και πάντα τον αντιμετώπιζα έτσι. Για αυτό και ποτέ δεν του έλεγα τα μυστικά μου… Έχει μια πατρική φιγούρα για μένα. Ο Γιάννης με αγαπάει, με λατρεύει».

Του απάντησα, αυθόρμητα, πως το γνωρίζω καλά αυτό, γιατί κι εκείνος μιλάει συχνά με θαυμασμό για αυτόν. Εκείνος τότε μοιράστηκε την εξής σκέψη του: «Ξέρεις κάτι, έφυγα πολύ μικρός από τη Θεσσαλονίκη – 18 χρονών. Τώρα που μεγάλωσα, λέω πως εκεί είναι η πατρίδα μας· τα παιδικά και τα εφηβικά μας χρόνια είναι η πατρίδα μας. Και γι’ αυτό θέλω να έρχομαι συνέχεια επάνω».

Δίνοντάς μου έτσι τον ιδανικό τόνο για την αρχή της συζήτησής μας. Θεσσαλονίκη – η πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.

Ξεκινάω από τη Θεσσαλονίκη, γεννηθήκατε, μεγαλώσατε εδώ και αν δεν με απατούν οι πληροφορίες μου είστε παιδί της Αγίας Σοφίας;

Ναι, το πατρικό μας είναι επί της Αγίας Σοφίας, αλλά δεν μέναμε πάντα εκεί. Εκεί μέναμε από όταν ήμουν περίπου τρίτη δημοτικού. Πριν ήμασταν στην οδό Αρριανού, μετά στην Φιλλίπου με Πλάτωνος και μετά από το 65′ περίπου στην Αγίας Σοφίας.

Παιδί του κέντρου…

Μα να σου πω, έφυγα από τη Θεσσαλονίκη γνωρίζοντας μόνο το κέντρο της δηλαδή δεν ήξερα…ήξερα η Τούμπα πέφτει προς τα κει, δεν την είχα δει ποτέ. Και όσο και να σου φαίνεται περίεργο έχω περάσει με ταξί από εκεί πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο και μου έχουν πει «Να εδώ είναι η Τούμπα» (γέλια). Θέλω να σου πω ότι γνωρίζω την Θεσσαλονίκη ακόμα.

Ωραία, τότε θέλω να μου πείτε πως θυμάστε το κέντρο, έρχεστε συχνά ή μόνο για συναυλίες πλέον;

Ναι ναι, έρχομαι συχνά, τρεις – τέσσερις φορές τον χρόνο. Μα χαίρομαι τη Θεσσαλονίκη όταν δεν έρχομαι για συναυλίες, μόνο όταν έρχομαι για να περπατήσω και να καταγράψω με τη φωτογραφική μου μηχανή γωνιές που θυμόμουνα και τώρα ίσως δεν υπάρχουνε ή άλλες που υπάρχουνε, δηλαδή ασχολούμαι με τη φωτογραφία πάρα πολύ, έχω χιλιάδες φωτογραφίες και από τη Θεσσαλονίκη και μάλιστα τα τελευταία 15-20 χρόνια καταγράφω μέρη που δεν είχα πάει…ας πούμε άλωσα όλη την Άνω Πόλη, πήγαινα μέχρι το σπίτι της γιαγιάς μου που ήταν στο Κουλέ καφέ, αλλά παραπάνω δεν ανέβαινα, έξω απ΄τα κάστρα ας πούμε. Εε, την έμαθα όλη τώρα.

Έχετε κάποιο σημείο από αυτά που σας αρέσει να πηγαίνετε ή να φωτογραφίζετε συχνότερα στην πόλη;

Η Θεσσαλονίκη είναι ολόκληρη ένα τεράστιο σκηνικό, δηλαδή σου δίνει τόσες γωνίες για να τραβήξεις ενδιαφέρουσες φωτογραφίες που χάνεσαι. Κοίταξε είναι δύο μέρη που είναι πολύ βασικά. Πρώτα από όλα οι αναμνήσεις από τις βόλτες στη Παραλία, που δεν σταματάνε ευτυχώς και από παιδί μικρό με την κολλητή μου από 8 χρονών την Τάνια (Τσανακλίδου), περπατούσαμε στην παραλία και τραγουδούσαμε σαν ψωνάκια που ήμασταν (γέλια).

Εκεί στο πάρκο, απέναντι από τη Νέα Παραλία τώρα…και επίσης από τα αγαπημένα μου μέρη είναι η Άνω Πόλη, θεωρώ ότι μπαίνεις και είναι σε μερικά σημεία και ένας άλλος αιώνας.

Η οικογένεια σας, οι φίλοι σας, σας μετέδωσαν έτσι τα πιο καλλιτεχνικά ερεθίσματα; Μου είπατε για τον αδελφό σας και τώρα για την Τάνια…

Θα σου πω την ιστορία με την Τάνια. Εγώ από 8 χρονών ξεκίνησα να παίζω στο παιδικό θέατρο της Μαίρης Σοΐδου. Αυτό ήταν ένα παιδικό θέατρο που δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά, διότι όλους τους ρόλους τους έκαναν παιδιά. Παίζαμε τότε σε θέατρα της εποχής, όπως το Παλλάς απέναντι από τον Λευκό Πύργο, τώρα έχει γίνει πολυκατοικία ήταν ένα εξαιρετικό θέατρο, το θέατρο Χατζόπουλου που ήταν εκεί που είναι το Ολύμπιον, η Αυλαία και άλλα. η Μαίρη Σοΐδου, είχε κάνει συγκλονιστική δουλειά από τις αρχές της δεκαετίας του 60′ και τα τότε παιδιά που σήμερα είναι πολύ μεγάλοι άνθρωποι, θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια και μέσα από το παιδικό θέατρο, εκεί ήταν το μεγάλο μας σχολείο, εκεί γνώρισα τη Τάνια που από τη πρώτη στιγμή γίναμε αδέλφια και έτσι είμαστε μέχρι σήμερα. Μαζί λοιπόν τραγουδούσαμε, μαζί παίζαμε και εκτός του θεάτρου στον δρόμο, κοιμόταν ο ένας στο σπίτι του άλλου, ήταν και είναι για μένα οικογένεια, κυριολεκτώ οικογένεια. Έχουμε ζήσει πάρα πολύ ωραία παιδικά και εφηβικά χρόνια και θεωρώ ότι αυτά καθόρισαν και την μετέπειτα ζωή μου.

”Προέρχομαι από μια οικογένεια η οποία ήταν εξαιρετική, μια μεγάλη αγκαλιά ήταν ο μπαμπάς και η μαμά και μάλιστα εγώ που ήμουν και λίγο τρελοκομείο με τη μουσική (γέλια), τους είπα ξέρετε θα φύγω θα πάω στην Αθήνα για να σπουδάσω Κινηματογράφο”

Αυτές είναι οι σπουδές σας, κινηματογράφος;

Έχω σπουδάσει κινηματογράφο ναι, πιο πολύ όμως για την φωτογραφία, αλλά σπούδασα και δούλεψα και τρία χρόνια σε κινηματογραφικά συνεργεία, βοηθός του μεγάλου φωτογράφου του κινηματογράφου, του Νίκου του Καβουκίδη. Αλλά όταν λέει ένα παιδάκι 18 χρονών «γειά σας φεύγω» και πάει στην Αθήνα χωρίς κανένα σχέδιο…αυτό είναι τρελό. Ο πατέρας μου μου είπε- στεναχωριέμαι που θέλεις να φύγεις, αλλά από την ώρα που θέλεις να ανοίξεις τα φτερά σου εγώ είμαι δίπλα σου και δεν θα μείνεις ποτέ μόνος σου. Αυτές τις κουβέντες ποτέ δεν θα τις ξεχάσω, σε μια εποχή που οι πατεράδες και οι μανάδες ήταν πιο αυταρχικές, όχι ότι δεν είναι και σήμερα…

Μιλάμε για ποια περίοδο περίπου;

Αυτά μιλάμε για αρχές δεκαετίας 70′.

Ορίστε, πολύ προοδευτικό…

Τρομερά προοδευτικό, τώρα νομίζω είναι χειρότερα από τότε. Οι νέοι γονείς φοβάμαι πως είναι πιο αυταρχικοί με τα παιδιά τους…αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.

Οι γονείς ήταν και αυτοί καλλιτέχνες;

Όχι, καθόλου, καμία σχέση. Ο πατέρας μου ήταν γεωπόνος και η μητέρα μου ήταν στα οικιακά. Είχα μια πανέμορφη μαμά, με γαλάζια μάτια, είχε και ωραία φωνή και μου φώναζε «Κωστάκη, παρ΄την κιθάρα και έλα να τραγουδήσουμε» και έπαιρνα την κιθάρα εκεί στα 11- 12 μου χρόνια και καθόμασταν και τραγουδούσαμε το «Ξέρω δυο μάτια γαλανά», το «Πήρα απ΄τη νιότη χρώματα»…ξέρεις τραγούδια της εποχής και το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα μου ήταν το «θα΄ρθει άσπρη μέρα και για μας» του Ξαρχάκου και του Γκάτσου, και μάλιστα μου έλεγε έλα τραγούδησέ μου τα περιστέρια, επειδή είχε τον στίχο «λευκά περιστέρια…». Όλες αυτές οι εικόνες υπάρχουν στο σπίτι της Αγίας Σοφίας και όταν έρχομαι εκεί, βάζω το κλειδί στην πόρτα, μπαίνω μέσα και τους βλέπω όλους. Αυτό μπορεί να πονάει, αλλά πονάει γλυκά.

Θέλω να μείνουμε λίγο παραπάνω στη φωτογραφία, είχα δει ότι ασχολείστε και μάλιστα παρατήρησα ότι σας αρέσει να φωτογραφίζετε μουσικά όργανα.

Σκοπεύω να κάνω και έκθεση κάποια στιγμή, γιατί έχω όπως παρατήρησες, μια τεράστια συλλογή από φωτογραφίες μου γύρω από τα μουσικά όργανα και τις συναυλίες. Eίναι το επάγγελμά μου βλέπεις, εννοώ η μουσική.

Η φωτογραφία χόμπι από πότε;

Ναι, από 14 χρονών είναι χόμπι και μαζί με την Τάνια βάλαμε ρεφενέ από 45 δραχμές και αγοράσαμε μια μηχανή 90 δραχμές, μια Lubitel ρώσικη η οποία είναι εξαιρετική οι μισοί φωτογράφοι στην Ελλάδα μεγάλωσαν με αυτή τη μηχανή.

Την έχετε ακόμη ;

Την είχε η Τάνια για καμιά 20ρια χρόνια και είχαμε βρεθεί σε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο και μου λέει «να σου πω κάτι, αυτή τη μηχανή την έχω πόσα χρόνια, καιρός να την πάρεις εσύ τώρα, άντε» και μου την έδωσε στον αέρα. Όποτε, εγώ ξαφνικά δεν μπορώ να κάνω εκπομπή, είχα συγκινηθεί πάρα πολύ…ναι την έχω.

Να συνδέσω λίγο την φωτογραφία που μιλάμε τώρα, με την Αθήνα. Όταν κατεβήκατε μένατε δίπλα από ένα φωτογραφείο ;

Ναι, ήταν ένας φωτογράφος της γειτονιάς, ο οποίος ήταν θεσσαλονικιός από τις Συκιές, Γιάννης Κρανάκης ήταν το όνομά του. Αυτός ήταν ένας βασανισμένος άνθρωπος από εξορίες στη Γιάρο και είχε ένα ημιυπόγειο φωτογραφείο και έμενε μέσα εκεί, εκεί κοιμόταν, εκεί μαγείρευε. Έκανε δουλειές τύπου εμφάνισέ μου αυτό το φιλμ, έλα να τραβήξεις κανένα γάμο…αυτόν έτσι τον γνώρισα επειδή είχα πάει να αγοράσω κάποιο φιλμ ή κάτι τέτοιο. Πιάσαμε τη κουβέντα, του είπα ότι είμαι από Θεσσαλονίκη, μου είπε και αυτός και ότι έχει οικογένειά εκεί και είχε μια αναπόληση ο άνθρωπος, είχε μια μοναξιά και με είχε σαν παιδί του, με βοήθησε, αλλά το συγκινητικότερο είναι άλλο…Λίγο πριν φύγει από τη ζωή γύρισε στη Θεσσαλονίκη κάποια στιγμή, και έδωσε εντολή στη κόρη του κάτι φωτογραφικές μηχανές παλιές που είχε να τις δώσει σε μένα και τώρα τις έχω εγώ.

Το φωτογραφείο στάθηκε η αφορμή να γίνει η συνάντηση με τον Θάνο Μικρούτσικο

Εκεί σε αυτό το φωτογραφείο γνωρίσατε και τον Ανδρέα Μικρούτσικο που σας έφερε σε πρώτη επαφή με τον Θάνο;

Ναι, Θα σου πω πως έγινε. Ήμουν εκεί ένα πρωινό και ο αδελφός ενός φίλου, εκεί της γειτονιάς…εγώ τότε έκανα παρέα με κάτι παιδιά από την Καλών Τεχνών, ζωγράφοι και ο ένας είχε έναν αδελφό που ήταν φωτογράφος και ήρθε να εμφανίσει κάτι φιλμ και ήταν μαζί του ο Αντρέας (Μικρούτσικος). Το απόγευμα της ίδιας μέρας πήγαμε στο σπίτι αυτού του παιδιού που ήταν και ο Αντρέας και η Μαρία Δημητριάδη.

Το να βλέπω στο ένα μέτρο τώρα την Μαρία Δημητριάδη και τώρα μιλάμε για το 1974…εγώ ότι ένα χρόνο πριν ακούγοντας παράνομα τον δίσκο σε ένα φοιτητικό σπίτι, με το «Το τρένο φεύγει στις 8» να μην μπορώ να συγκρατήσω τα κλάματά μου, όπως και πιο πριν πάλι παράνομα άκουσα την «Κατάσταση πολιορκίας» του Μίκη. Που να φανταζόμουν ότι η δεύτερη εκτέλεση με τη Μαρία Φαραντούρη και διεύθυνση ορχήστρας από τον Μίκη Θεοδωράκη, θα ήμουνα εγώ το άλλο μέλος.

Ένιωσα πάρα πολύ συγκινημένος…βλέπεις υπήρχε μια κιθάρα, τραγούδησε η Μαίρη, μετά λένε τα παιδιά πες και εσύ ένα τραγούδι. Μου λέει ο Αντρέας «τραγουδάς;» Εε, λέω τραγουδάω…πήρα λοιπόν τη κιθάρα και είπα το «Γωνιά γωνιά σε καρτερώ» του Μίκη. Δεύτερο τραγούδι δεν με άφησε να πω, μου λέει αύριο το απόγευμα στις 6, στη Κυψέλη θα έρθεις, θέλω να σε γνωρίσει ο αδελφός μου…κατευθείαν με βουτήξανε (γέλια). Την άλλη μέρα όντως πήρα την κιθαρίτσα μου, ανεβαίνω σε ένα ρετιρέ εκεί και βλέπω μέσα κάνανε πρόβα…ήτανε η Αφροδίτη Μάνου, ο Θεόδωρος Δημήτριεφ ήταν ο ψάλτης στο Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη, ήταν διάσημοι μουσικοί, ο Αχιλλέας ο Περσίδης, ο Βασίλης ο Ρακόπουλος, ο Νίκος ο Τουλιάτος…πάρα πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες και κάνανε πρόβα για μια μπουάτ που θα τραγουδούσανε Θεοδωράκη.

Στο διάλειμμα μου δίνει ο Θάνος την κιθάρα να τραγουδήσω. Είναι τώρα σκέψου ανοιχτές οι μπαλκονόπορτες, είναι Αύγουστος μήνας βραδάκι και λέω το «Γωνιά γωνιά σε καρτερώ» πάλι…πριν τελειώσει το τραγούδι, εγώ έχω κλειστά τα μάτια μου, γιατί ντρεπόμουνα, πραγματικά, δεν ήθελα να βλέπω τις αντιδράσεις και ενώ έχω κλειστά τα μάτια και πριν προλάβουν να αντιδράσουνε οι γύρω μου, απ΄τα απέναντι μπαλκόνια αρχίσαν να χειροκροτούν. Ήταν εξαιρετική εικόνα (γέλια) δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Και μου λέει ο Θάνος «έλα λίγο έξω να τα πούμε» θυμάμαι ακουμπούσαμε στα κάγκελα στο μπαλκόνι…και σκεφτότανε, αυτή η παύση εμένα μου ήταν αιώνας από τη μια, από την άλλη όμως ο Θάνος δεν είχε κάνει ακόμη τα πολιτικά του, λίγο μετά τα ηχογράφησε.

Ήξερα κάποιες δουλειές του, είχε μελοποιήσει κάποια ποιήματα του Καρυωτάκη και ήξερα το όνομά του…και γυρνάει και μου λέει «έχω κλείσει το πρόγραμμα ρε γαμώτο»…μετά είπε μια κουβέντα που δεν λέγεται (γέλια) και μετά είπε, «θα΄σαι μαζί μας». Κάναμε πρόβες έναν μήνα, έπαιζα και μπουζουκάκι 6 μήνες, κάτι εισαγωγές και όταν είπα το «γωνιά γωνιά σε καρτερώ», ο κόσμος χειροκροτούσε τόσο πολύ και φώναζε «ξανά» και μέσα στο πρόγραμμα το ξαναείπα δεύτερη φορά.

«Από τότε γνώρισα τον Θάνο, η Μαίρη ήταν η δασκάλα μου κυριολεκτικά στην φωνητική, μου έμαθε πολλά πράγματα, αλλά γνώρισα τον Θάνο από τότε και πορευτήκαμε μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του μαζί. Για μένα, ο Θάνος ο Μικρούτσικος ήταν πάρα πολλά πράγματα, είχε πάρα πολλές ιδιότητες, ήταν ο δάσκαλός μου, ο μέντοράς μου…ο πατέρας μου κάποιες φορές, ήταν ο αδελφός μου ο μεγάλος και ο φίλος μου…ήμουν μέσα στην οικογένειά του».

Αν σας ζητούσα να μου περιγράψετε τον Θάνο Μικρούτσικο τον μουσικό και τον Θάνο σκέτο;

Δεν νομίζω ότι αυτά μπορούν να διαχωριστούνε. Αυτό που θαυμάζεις στη μουσική του είναι ο Θάνος. Ο Θάνος ήταν ο πιο γενναιόδωρος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου, όχι μόνο εγώ και όσοι δουλέψανε μαζί του αυτό λένε…και όταν ενέκρινε κάτι και ήσουν μαζί του, είχες την μεγαλύτερη υπεράσπιση στα πάντα, δηλαδή στο χειροκρότημα από το σπρώξιμο του Θάνου, κοντεύαμε να πέσουμε πάνω στον κόσμο, να μας βγάζει μπροστά δηλαδή για να μας χειροκροτήσουν.

Τι κρατάτε από αυτόν, κάτι πιο δικό σας, προσωπικό;

Το κυριότερο από όλα είναι ο τρόπος που μου δίδασκε πράγματα, ο Θάνος από το 1982 και μετά από την ώρα που μου είπε, μετά από μια συναυλία…ήταν καλοκαίρι και κάναμε συναυλίες, εγώ, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Μαρία Δημητριάδη και ο Θάνος, μου λέει « Κώστα αρχίζουμε πρόβες θα πάμε στις Βρυξέλλες θα τραγουδήσεις ποιήματα του Καβάφη» ήταν για μια εκδήλωση που θα γινόταν, από το θέατρο τέχνης εκεί. Από εκείνη τη στιγμή ο Θάνος άρχισε και μου δίδασκε, δουλέψαμε μαζί ένα μήνα τα τραγούδια αυτά, τα οποία δεν ήταν καθόλου εύκολα, είναι το «Επέστρεφε», «ο Γενάρης του 1904», είναι η «μονοτονία» τα ποιήματα του Καβάφη.

Ο τρόπος που δίδασκε ήταν ένας τρόπος που δεν μαθαίνεται ποτέ στο ωδείο. Όσο ωδείο και να έχω κάνει, όσα πτυχία και αν έχω πάρει στη μουσική, αυτά που έμαθα δίπλα στον Θάνο Μικρούτσικο δεν μου τα έμαθε κανένας…δεν μπορούν στα ωδεία να μας μάθουν αυτό το πράγμα, εκεί μαθαίνεις ότι 1 και 1 κάνουν 2, πολλές φορές στη μουσική 1 και 1 δεν κάνει 2, αλλά δημιουργεί κάτι άλλο. Και κάθε φορά που είχε επιτυχία αυτό που μου ανέθεσε, το επόμενο έργο που μου ανέθετε είχε διπλάσιο και τριπλάσιο βαθμό δυσκολίας, με επέλεξε και εγώ τραγούδησα σχεδόν όλη τη μελοποιημένη του ποίηση. Από το 85 με την «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου, η παράσταση ήταν όλη στα γαλλικά εκτός από μένα που τραγούδησα στα ελληνικά και έπαιζα και μαντολίνο.

Ήταν αποσπάσματα από το έργο του Ρίτσου, ένα έργο για πιάνο και φωνή 12 λεπτών το οποίο έχει τρομερό βαθμό δυσκολίας σε δύο του σημεία, πράγματα τα οποία δυσκόλευαν και κλασικούς τραγουδιστές…με τη δουλειά όμως βγήκανε…

Είχατε γνωρίσει τον Γιάννη Ρίτσο;

Θυμάμαι πριν φύγουμε για τις Βρυξέλλες, σε μια εκδήλωση για τον Ρίτσο πρωτο-τραγούδησα τη Σονάτα, κυριολεκτικά τρέμοντας και μου λέγε ο Θάνος «Μη φοβάσαι, εδώ είμαι δίπλα σου, εγώ παίζω πιάνο θα με κοιτάς». Γιατί έτρεμα λοιπόν; Γιατί από κάτω ήταν ο Ρίτσος…σοκ μεγάλο. Και έρχεται ένας Ρίτσος, ανοίγει την αγκαλιά του και με κλείνει μέσα…πάτησα τα κλάματα. Από τότε μου έκανε την τιμή και πήγαινα στο σπίτι του και μιλούσαμε, δηλαδή δεν μιλούσαμε ακριβώς…όταν έχεις τον Γιάννη Ρίτσο απέναντί σου, ακούς ! Άλλος δάσκαλος – μου είπε δύο – τρία πράγματα τα οποία δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Αυτό που μου έμαθε ο Γιάννη Ρίτσος και ο Θάνος ο Μικρούτσικος είναι ότι :

”όταν έχω έναν ποιητικό κείμενο, να μην βλέπω το προφανές αυτό που είναι μπροστά μου, αλλά να προσπαθήσω να δω την δεύτερη και την τρίτη γραφή του ποιητή, από πίσω, αυτά που εννοεί ο ποιητής και ο τρόπος που εκφράζει τα συναισθήματά του”.

Έτσι βοηθήθηκα να μπω μέσα στην ουσία των ποιημάτων και να εκφράσω και εγώ με τα δικά μου φίλτρα αυτό που ένιωθα με το ποίημα. Και εδώ έρχομαι να βάλω έναν αστερίσκο και να πω ότι η θητεία μου στο παιδικό θέατρο που ανέφερα και στην αρχή της κουβέντας μας, από τα 8 μέχρι τα 16 μου χρόνια ήταν ένα μεγάλο σχολείο που με βοήθησε να έχω θεατρικότητα όταν τραγουδάω.

Από αυτά τα ποιήματα που έχετε ερμηνεύσει του Ρίτσου, του Αναγνωστάκη ίσως…ποιο έδωσε στοιχεία στη προσωπικότητά σας;

Αα, του Αναγνωστάκη είναι το «Κι ήθελε ακόμη», πολλά του Καβάφη που τραγούδησα, αλλά και του Καββαδία.

Μεγάλο το κεφάλαιο Καββαδίας και για εσάς και για τον Θάνο, σας σημάδεψε μουσικά στον ίδιο βαθμό;

Κοίτα, ο Καββαδίας δεν έχει καμία σχέση με τον «Σταυρό του Νότου», δηλαδή είναι κάποια τραγούδια ίδια αλλά ο Θάνος στη πορεία των χρόνων δούλευε αυτά τα τραγούδια και τα πείραζε, έτσι η τελική μορφή που δόθηκε το 2019 στο μέγαρο μουσικής, 6 μήνες πριν φύγει, με 3 πιάνα, πνευστά και 3 φωνές, είναι ο δίσκος «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία», εκέι ο Θάνος έδωσε μια τελική μορφή και έχω την αίσθηση ότι αν ζούσε θα το προχωρούσε ακόμα, δηλαδή το υλικό του Καββαδία που είναι σημαδιακό για τη ζωή του, που είναι ένα από τα πιο σημαντικά του έργα, μέσα του δούλευε, δεν τον άφηνε του έδινε περιθώρια να ανοιχτεί και να αυτοσχεδιάζει, να αλλάζει τις φωνές.

Οι νέοι πιστεύετε ακούνε Καββαδία; Εγώ πχ. μεγάλωσα με τις γραμμές των οριζόντων και τον Σταυρό του Νότου, είναι αγαπημένοι μου δίσκοι και οι δυο, αλλά δεν ξέρω αν πολλοί νέοι ακούνε τώρα σε σχέση με τότε.

Τα νέα παιδιά ακούνε τον Καββαδία. Ο Σταυρός του νότου βγήκε το 1979, είναι από τους δίσκους που πούλησε περισσότερο στην ελληνική δισκογραφία, νομίζω ο άλλος είναι «Ο δρόμος» του Πλέσσα. Μιλάμε για πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλα αυτά τα χρόνια έτσι…Όταν βρίσκεσαι στο πάλκο, όταν βρισκόμουν εγώ με τον Θάνο στο πάλκο…δεν ξέρω θες να το πεις ένα συννεφάκι, ένα όχημα που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο άπειρο; Πετούσαμε! Όταν λέγαμε το «Άννα μη κλαις», πέφταμε όλοι ο ένας πάνω στον άλλο, πιάνο – φωνή τόσο αρμονικά που στο στούντιο μέσα που σβήνεις και γράφεις δεν θα μπορούσες να το βγάλεις τόσο καλά, γιατί εκεί μπορεί να σου λείψει η αίσθηση όταν είσαι μέσα σε ένα στούντιο.

Κάποια από αυτά τα τραγούδια, η Εσμεράλντα, το Cambays water, το Μαχαίρι έχουν συνδεθεί περισσότερο με εσάς, πως το βλέπετε αυτό; Νιώθετε ότι έχετε καθιερωθεί περισσότερο από τα τραγούδια του Καββαδία και σε μικρότερο βαθμό από αυτά που λέγαμε πριν, του Μαγιακόφσκι, του Καβάφη, λόγω εμπορικότητας; 

Όχι όχι, δεν είναι σωστό αυτό πολύ. Η δουλειά του Καββαδία, με το «Επέστρεφε» κυρίως και τον «Γενάρη»…είναι πολύ γνωστά. Εε, δεν τα ξεχωρίζω εγώ αυτά και δεν νομίζω ότι καθιερώθηκα από εκεί. Η καθιέρωση έρχεται από τις συναυλίες που κάνεις και έρχεσαι σε επαφή με τον κόσμο, τουλάχιστον τέτοιος τραγουδιστής είμαι εγώ και αποδίδω καλύτερα εκεί παρά μέσα στο στούντιο. Άλλοι τραγουδιστές το έχουν ανάποδα, θεωρώ ότι αν προσπαθούσα να περιγράψω το πως νιώθει ένας καλλιτέχνης πάνω στο πάλκο θα ήταν πολύ φτωχά τα λόγια μου, δεν θα μπορούσα να αποδώσω το μεγαλείο, όταν αυτό όμως γίνεται σε διαδικασία δημιουργίας και όχι ”πάμε παιδιά να κάνουμε μια συναυλία να σηκωθούμε να φύγουμε”, να πάμε να κάνουμε κάτι που το έχουμε κάνει χίλιες φορές. Εγώ θέλω να πω κάτι που μου δίδαξε ο Θάνος, τραγούδι που έχουμε πει χιλιάδες φορές, τη Θεσσαλονίκη…πάντοτε το κάναμε πρόβα…γιατί μωρέ Θάνο, τόσες φορές αφού το ξέρουμε απ’έξω, ΠΡΟΒΑ (φώναξε) – έλεγε, και είχε μια αρχή, θα είσαι σίγουρος 40 φορές και μόλις αφεθείς, την 41η θα κάνεις λάθος και είχε δίκαιο απόλυτο. Κοντά του έμαθα να είμαι πιο προγραμματισμένος και μελετηρός, έναν τρόπο μελέτης που με βοήθησε στο πως να τον ακολουθήσω, γιατί όταν σου δίνει μια παρτιτούρα, η παρτιτούρα είναι ψυχρή ένα κομμάτι χαρτί με κάτι μυγάκια που λέγονται νότες. Πρέπει λοιπόν να ξεκολλήσεις τις νότες απ’το πεντάγραμμο και να τους δώσεις ζωή έτσι; δεν είναι καθόλου εύκολο…

Άρα αν σας ζητούσα να αναφέρετε έτσι την πιο σημαντική, αξέχαστη συναυλία με τον Θάνο, θα ήταν η τελευταία στο Μέγαρο, το «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία;»

Ναι και είναι πολύ ειδικοί οι λόγοι… Μια φορά με έχει στιγματίσει αυτή η τελευταία συναυλία με τον Θάνο, που μπορεί η ασθένειά του να είχε προχωρήσει πολύ, αλλά όταν βγήκε στη σκηνή, συγκινήθηκε πάρα πολύ γιατί το πρώτο χειροκρότημα ήταν γύρω στα 10 λεπτά. Όταν έκατσε στο πιάνο, εγώ ένιωσα ότι έβλεπα έναν άνθρωπο να έχει βγάλει φτερά και να πετάει πάνω από το πιάνο, να αιωρείται…η ένταση του…μας την μετέφερε. Ο Θάνος όταν έπαιζε και του άρεσε κάτι που έκανε ο τραγουδιστής φώναζε, ωρυόταν ΜΠΡΑΒΟΟΟ (τον μιμείται).

Έχει μείνει αυτό το χαρακτηριστικό του Θάνου και σε συναυλίες πλέον, πχ στου Πασχαλίδη το «Ωραίο» όταν λέει τον Τυμβωρύχο είναι κάθε φορά ανατριχιαστικό, γιατί έμεινε από τον Θάνο.

Ακριβώς, ακριβώς αυτό, για σκέψου λοιπόν να είσαι τραγουδιστής και να το ακούς κάθε φορά, δεν παίρνεις φτερά και εσύ ; Με τον Θάνο είχα κάνει άπειρες συζητήσεις, όπως και με τον Μίκη…και μου είχε πει θυμάμαι ο Θάνος κάποια στιγμή, όσο πιο αληθινός είσαι πάνω στη σκηνή, τόσο πιο άρτιο θα είναι το αποτέλεσμα…ποτέ μην αφήσεις τον εαυτό σου πάνω στη σκηνή να βαρεθεί, αν νιώσεις έτσι έχεις τελειώσει.

Εκεί είχε πει κάτι πάρα πολύ χαρακτηριστικό ο Θάνος για εσάς, σας είχε χαρακτηρίσει ως «μουσικό φαινόμενο και τον καλύτερο Έλληνα τραγουδιστή στο χώρο, ανάμεσα στο κλασικό και το έντεχνο τραγούδι»…

Ναι, γιατί έχω τραγουδήσει και κλασικό τραγούδι…

Πώς σας είχε ακουστεί τότε, να είστε πάνω στη σκηνή και να μιλάει με τέτοιά λόγια για εσάς μπροστά σε τόσο κόσμο;

Ντρεπόμουνα (γέλια), αισθανόμουν μια επιβράβευση και όταν λέω ντρεπόμουν, εννοώ κοκκίνιζα σαν μωρό παιδί, αν και δεν νομίζω ότι άφησα ποτέ τον εαυτό μου να μεγαλώσει. Μεταξύ μας δηλαδή, αιώνια παιδί θα νιώθω και θα κάνω πολλές φορές τα λάθη που κάνει ένα παιδί, αλλά δεν μετανιώνω.

Είχατε παρόμοια σχέση και με τον Μίκη Θεοδωράκη;

Κοίταξε, όχι τόσο πολύ αλλά με τον Μίκη είχαμε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο μαζί…έχουμε πάει στο Σαντιάγκο της Χιλής, στην Αυστραλία, στην Ευρώπη, τραγουδώντας την «κατάσταση πολιορκίας», τον «Έλληνα Όμηρο» και τα «λυρικά» μαζί με τη Μαρία τη Φαραντούρη. Θέλω να σου πω μια ιστορία, πηγαίνει πίσω…στο παιδικό θέατρο τότε, παίζαμε στο Παλλάς στον Λευκό Πύργο διαγώνια, τώρα στεγάζεται εκεί η κρατική ορχήστρα δήμου Θεσσαλονίκης είναι πολυκατοικία δηλαδή στη θέση του. Μια Δευτέρα είχε έρθει ο Μίκης Θεοδωράκης, εγώ ήμουν 11 το πολύ 12 χρονών, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Μαρία Φαραντούρη και την ορχήστρα του και παρακάλεσα τους τεχνικούς του θεάτρου να με βάλουν μέσα, γιατί γινόταν σκοτωμός…με βάζουν λοιπόν μέσα όρθιος στο πάλκο, στη γωνία αριστερά έτσι όπως ήταν υπερυψωμένο, ακουμπούσα και έβλεπα τον Μίκη να ανοίγει τα χέρια του να διευθύνει, την Μαρία να τραγουδάει και με το αφελές παιδικό μου μυαλό έκανα «Γιατί να μην είμαι μεγάλος, να με διευθύνει ο Μίκης και να τραγουδάω εγώ».

Isla Negra- στο σπίτι του Pablo Neruda Χιλή

Έπιασε…

Έπιασε…μια στο τρισεκατομμύριο. Είμαστε στην Αυστραλία πήγαμε περιοδεία ήταν η πρώτη μου συνεργασία μαζί με τον Μίκη, η πρώτη μας δουλειά μαζί και στην πρώτη συναυλία στην Μελβούρνη το συνειδητοποίησα αυτό το πράγμα…ήμουν πάρα πολύ συγκινημένος και τελειώνοντας, του λέω, αφού μου έχει πει έτσι πολύ ζεστά και ενθαρρυντικά λόγια, γυρνάω και του λέω θέλω να σας αγκαλιάσω, να σας φιλήσω και έχω τους λόγους μου…ξέρεις δεν ήθελε να τον ακουμπάς πολύ ο Μίκης…εε τον αγκάλιασα, τον φίλησα και του είπα την ιστορία…πήρε το βιβλιαράκι, που είχε το πρόγραμμα της συναυλίας και μου έκανε μια αφιέρωση τόσο θερμή που είναι ένα παράσημο για μένα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Πάμε λίγο στο πιο πολιτικό σας εαυτό, είπαμε και πριν για τις μελοποιήσεις του Ρίτσου, του Μπρεχτ, του Μαγιακόφσκι που έχουν μια ταυτότητα αν θέλετε, άρα είστε ένας άνθρωπος που σας αφορούν τα τεκταινόμενα, μιλάτε για την πολιτική κατάσταση, επιλέγετε να εκφράζεστε δημόσια για αυτά ή πιστεύετε ότι δεν είναι αυτός ο ρόλος ενός καλλιτέχνη;

Οπωσδήποτε όχι το δεύτερο, διότι το θεωρώ υποκρισία, δεν μπορεί όταν είσαι πολίτης μιας χώρας…εγώ νιώθω ενεργός πολίτης, δηλαδή θα κατεβώ στον δρόμο για κάτι που θέλω να διαμαρτυρηθώ.

Βλέποντας ότι σήμερα το πολιτικό τραγούδι δεν είναι ίδιο με παλαιότερα…

Γιατί να είναι ίδιο με παλαιότερα; Ο καιρός περνάει, η έκφραση της νέας γενιάς είναι διαφορετική, αν οι μεγάλοι δεν μπορούμε να την καταλάβουμε κακό δικό μας κάνουμε.

Νιώθετε όμως ότι υπάρχει χώρος σήμερα για τον καλλιτέχνη να εκφράζει την πολιτική του άποψη ή τιμωρείται ;

Και τα δύο συμβαίνουνε. Πώς δεν τιμωρείται; Αλλά δεν κατάλαβα, ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του εκτός απ’τον καλλιτέχνη που πρέπει να κοιτάει το image του; Εε, τότε είναι υποκριτής με τον ίδιο του τον εαυτό ο καλλιτέχνης.

Σας έχουμε δει να παίρνετε μέρος σε πολλά φεστιβάλ, πχ. αυτό της ΚΝΕ και σε άλλα που είστε πολλά χρόνια. Φέτος θα σας δούμε σε κάποια;

Στη Θεσσαλονίκη δεν μπορώ να πω με σιγουριά για κάποιο φεστιβάλ, δεν ξέρω ακόμα, δεν με κάλεσαν ακόμα, αλλά πιστεύω πως ναι… και όχι μόνο της ΚΝΕ που είναι ένας δημοκρατικός φορέας, μπορεί να είναι μια κοινωνική κίνηση ομάδων πολιτών, αλίμονο…αλλιώς δεν θα ήμουν ειλικρινής με ό,τι είπα πριν σχετικά. Ίσως τον Νοέμβριο σε μια μεγάλη συναυλία για την οποία δεν μπορώ να πω τίποτα παραπάνω, που είχε γίνει στην Αθήνα, να γίνει και στη Θεσσαλονίκη.

Να περάσουμε λίγο στους νέους καλλιτέχνες, βλέπουμε νέο κόσμο να αναδεικνύεται από τα social media, από talent shows και γενικά διαγωνισμούς. Πιστεύετε είναι οι συγκυρίες που τους αναδεικνύουν ή μιλάει πάντα το ταλέντο ;

Δεν μπορεί να μεγαλώνει κάθε γενιά και να μην έχει ταλέντο…αυτό είναι δεδομένο, κάθε γενιά αναδεικνύει τα δικά της ταλέντα, αυτό το ταλέντο δεν θα βγει ποτέ από κανένα talent show, είναι ο εκφυλισμός του τραγουδιού, ακούω νέα παιδιά που γράφουνε ενδιαφέροντα πράγματα, έχω ένα μικρό παράπονο ως προς τον στίχο, αναλώνονται σε κοινότυπο στίχο. Σε μια εποχή που η κοινωνία σου δίνει πάρα πολλά να γράψεις. Νομίζω ότι δεν έχουμε προχωρήσει στον στίχο, φωνές ωραίες υπάρχουνε. Έχω δει παιδιά να κάνουν ωραία βήματα.

Θέλετε να αναφέρετε μερικά ονόματα;

Όχι, δεν θα ήθελα γιατί ξέρεις τι ; Είναι παιδιά που κάνουν τα πρώτα τους βήματα και μπορεί το δεύτερο και το τρίτο να είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Στα πιο θετικά που έχω δει είναι από άτομα που γνωρίζουνε μουσική…όχι έμαθε μια κιθάρα μόνος του κάποιος – που όσο ταλέντο και να έχει στους 100 θα περπατήσει. Όταν γνωρίζεις μουσική ο ορίζοντάς σου είναι πολύ πιο μεγάλος και μπορείς να αναπτύξεις ένα μουσικό θέμα δικό σου…Παιδιά τέτοια είναι που έχουν βγει κυρίως από Μουσικά Λύκεια και είναι εξαιρετικά, τόσο και τα παιδιά που ακολουθούνε λίγο την παράδοση , όσο και αυτά που ακολουθούν μια μουσική γλώσσα, όπως τη τζαζ, τις μπαλάντες και το ροκ, αυτό το ροκ που υπάρχει σήμερα.

Άρα είστε αισιόδοξος…

Μια φορά εγώ είμαι αισιόδοξος με τα νέα παιδιά, ναι… μα δεν αντέχω να βλέπω συνομίληκους μου να λένε «Εμείς είχαμε…άραγε θα γεννηθεί ξανά Θεοδωράκης και Χατζιδάκις ;» Μα τι λένε, τί αναγωγές είναι αυτές; Κάθε εποχή γεννάει τον δικό της, το ίδιο θα λέγαμε και το 60 που ήταν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις… Σκαλκότας θα γεννηθεί, ή Καλομοίρης .. Αττίκ θα γεννηθεί ξανά ; Κάθε εποχή αναδεικνύει το μεγαλείο της μέσα από κάποιους καλλιτέχνες, εννοώ πάντα στη τέχνη έτσι… κάθε γενιά θα βγάλει και θα αφήσει πράγματα.

Κεφάλαιο Ραδιόφωνο… πώς ξεκινήσατε, πρώτη επαφή ;

Μεγάλωσα με το ραδιόφωνο…καταρχήν είναι η πηγή που με έκανε να αγαπήσω την μουσική, δεν ξεκολλούσα το αφτί μου από το ραδιόφωνο, ερχόταν η μητέρα μου και το έκλεινε όταν με έπαιρνε ο ύπνος, το είχα στο αφτί μου κάθε φορά που ξάπλωνα στο κρεβάτι, άκουγα τον αγαπημένο μου, που έτυχε να γίνει και δάσκαλός μου, τον Γιώργο Παπαστεφάνου που για μένα τα λόγια που μου είχε πει και τα λόγια που μου λέει μέχρι και σήμερα είναι, τί να σου πώ, Ευαγγέλιο. Άκουγα στη Θεσσαλονίκη τον Λευτέρη Κογκαλίδη τότε.. στην Αθήνα ήταν ο Πετρίδης και στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Κογκαλίδης με τα ξένα τραγούδια, άκουγα το θέατρο της Δευτέρα, το Θέατρο της Τετάρτης, άκουγα από μικρό παιδί, κάνοντας ζάπινγκ, έπιανα σταθμούς απ΄τη Βουλγαρία και από τη Γιουγκοσλαβία που έβαζαν κλασσική μουσική, εκεί κάτι με μάγευε, έτσι λάτρεψα και τη κλασσική μουσική και την όπερα.

Στο ραδιόφωνο βρέθηκα το 84′, ξεκίνησα στο 4ο πρόγραμμα της Ελληνικής ραδιοφωνίας τότε, που δεν υπάρχει πλέον, εκεί έκανα την μουσική επιμέλεια σε μια εκπομπή του σκηνοθέτη του Θέμη του Μουμουλίδη που λεγόταν «Ταξιδεύοντας με μελοποιημένους ποιητές», και στον μήνα πάνω μου δώσανε και εκπομπή. Από το 84′ και μετά κάνω ανελλιπώς ραδιόφωνο και τώρα είμαι στην πιο ώριμη και καλή εποχή μου, είμαι στο δεύτερο πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας, κάνω τις «Πλανόδιες Μουσικές» 22:00 με 00:00 καθημερινά, όχι σαββατοκύριακο. Είναι μια εκπομπή που έχει πετύχει και φαίνεται και από τις μετρήσεις που γίνονται.

Πώς το βλέπετε το ραδιόφωνο σήμερα, είναι μέσο που κρατάει ακόμα ακροατές ή εξαφανίζονται σιγά σιγά ;

Με μεγάλη μου χαρά βλέπω οι θεατές να εγκαταλείπουν τα juke box ραδιόφωνα, τα ραδιόφωνα playlist, γιατί βαρέθηκαν να ακούνε τα ίδια 150 – 200 τραγούδια κάθε μέρα…και αρχίζει να ανεβαίνει το δεύτερο, αρχίζουν να ανεβαίνουν τα ραδιόφωνα που έχουν παραγωγούς. Είναι μεγάλη ιστορία να έχεις την ανθρώπινη φωνή να σου διηγείται, είτε συμφωνείς με αυτό που ακούς, είτε όχι. Το ραδιόφωνο είναι συντροφιά και μην ξεχνάς ότι απευθύνεται και σε μοναχικούς ανθρώπους. Η τηλεόραση δεν είναι έτσι, η τηλεόραση σε κερδίζει με την εικόνα, ενώ το ραδιόφωνο με την αίσθηση…σκέψου πηγαίνω στις συναυλίες και όλοι μου λένε για την εκπομπή και χαίρομαι, γιατί το λατρεύω το ραδιόφωνο. Όπως λατρεύω… για μένα ένα ατέλειωτο τραγούδι είναι και οι βόλτες μου στη Θεσσαλονίκη, και πίστεψέ το αυτό, γιατί κάθε γωνιά που περνάω κάτι μου θυμίζει, αυτό είναι τώρα που μεγαλώσαμε επιστρέφουμε στη γενέθλιο πόλη.

Για να κλείσουμε έτσι πιο ανάλαφρα (επειδή ετοιμάζετε και το πρόγραμμα για την εκπομπή σας το βράδυ) μπορείτε να μου πείτε έναν αγαπημένο σας δίσκο ή τραγούδι είτε ελληνικό, είτε ξένο… αν μπορείτε να ξεχωρίζεται.

Είναι τόσοι πολλοί, μα τόσοι πολλοί…ξέρεις κάτι μπορώ να σου πω, μιας ναι όπως είπα ετοίμαζα την εκπομπή μου, μια λίστα με 5 – 10 τραγούδια τα οποία για μένα είναι στην κορυφή… είναι το «Χάρτινο το φεγγαράκι» του Χατζιδάκι σε στίχους Γκάτσου, την «Όμορφη πόλη», το «Μινόρε της Αυγής», η «Αχάριστη» του Τσιτσάνη, το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», το «Συννεφιασμένη Κυριακή» το «Ας ερχόσουν για λίγο» του Σουγιούλ, το «Δίχτυ» του Ξαρχάκου…είναι πολλά και αν με αφήσεις δεν θα έχω τελειωμό. Επίσης μια μεγάλη αδυναμία στη δουλειά του Πάνου και του Χάρη Κατσιμίχα, που θεωρώ ότι είναι ορόσημο στην ελληνική μουσική η δουλειά τους

Εμφανίσεις τώρα το καλοκαίρι που θα σας ακούσουμε;

Εμφανίσεις ναι, έχω…έχω κάποιες συναυλίες μέσα στον μήνα, όχι στη Θεσσαλονίκη…αλλά και κάποιες σκέψεις δικές μου που θέλω ο χρόνος να τα φέρνει ώριμα μέσα μου, δεν κυνηγάω πια. Όταν νιώσω ότι αυτό που θα παρουσιάσω να έχει ένα ενδιαφέρον και όχι να επαναλαμβάνω τα ίδια τότε θα βγω να το κάνω.

*Τις φωτογραφίες του άρθρου τις παραχώρησε ο ίδιος ο Κώστας Θωμαΐδης. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα