Πέμη Ζούνη: Στον έρωτα πρέπει να έχεις κατά νου ότι κάπου εκεί δίπλα είναι ο γκρεμός
Η αγαπημένη ηθοποιός μιλάει στην Parallaxi για την σημαντική πορεία της στο θέατρο και την τηλεόραση και αποκαλύπτει τους λόγους που πλέον δεν τραγουδά
Είναι μία ηθοποιός που με την εξέλιξη αλλά και τη συνέπεια της στην ποιότητα και την αισθητική, ξεχωρίζει εδώ και πολλά χρόνια μέσα από μεγάλες θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές δουλειές, κινηματογράφο αλλά και από τραγούδια στο παρελθόν που ερμήνευσε με την χαρακτηριστική και υπέροχη φωνή της.
Η Πέμη Ζούνη – ο πρώτος άνθρωπος που είδα στο θέατρο στα 7 μου χρόνια και της το είπα μόλις τώρα – έρχεται στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 24 και το Σάββατο 25 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης με την “Φθινοπωρινή Ιστορία” του Αλεξέι Αρμπούζωφ σε σκηνοθεσία της Βάνας Πεφάνη και με συμπρωταγωνιστή της τον Σταύρο Ζαλμά σε μία παράσταση που «κουβαλάει» απανωτά sold out στην Αθήνα και κάνει το ίδιο και στη Θεσσαλονίκη, αφού εξαφανίστηκαν τα εισιτήρια για τις δύο μέρες στο Μέγαρο πολύ γρήγορα!
Με αφορμή την παράσταση, η Πέμη Ζούνη μιλάει στην Parallaxi για όλη εκείνη την σπουδαία πορεία της, ανοίγει ένα μικρό παράθυρο από την μαγική ζωή της και θυμάται στιγμές, σταθμούς και αισθήματα άλλων χρόνων και του σήμερα της.
Θέλω να ξεκινήσουμε με την «Φθινοπωρινή ιστορία» και το πόσο χάρηκα όταν άκουσα πως εσείς μαζί με τον Σταύρο Ζαλμά θα το κάνετε!
Η αλήθεια είναι ότι όταν αρχίσαμε να συζητάμε το έργο με την Βάνα Πεφάνη, μόνο ο Σταύρος μας ερχόταν στο μυαλό ως ιδανικός για τον ρόλο και χάρηκα πολύ που ξαναβρεθήκαμε στο θέατρο.
Ποιοι λόγοι σας έκαναν να πείτε ναι σε αυτή τη δουλειά;
Αυτή είναι ωραία ερώτηση γιατί κάθε έργο όταν έχει παιχτεί τουλάχιστον μία φορά, πόσω μάλλον πολλές, χρειάζεται ένας λόγος για να το ξαναπροτείνεις. Οπότε εγώ, είχα τόση εμπιστοσύνη στη Βάνα Πεφάνη οτι θα αναδείξει κάποια πράγματα πολύ ενδιαφέροντα. Γιατί κάθε έργο κινδυνεύει να γίνει αυτονόητο. Δηλαδή όταν το έχεις ξαναδεί, όταν ξέρεις την ιστορία. Οπότε είχα μεγάλη εμπιστοσύνη στη ματιά της Βάνας, που έκανε τελικά ένα έργο που αφορά όλες τις ηλικίες, γιατί ακριβώς πραγματεύεται με έναν δικό μας τρόπο τον έρωτα και τις παγίδες του και τις άμυνες που έχουν οι άνθρωποι σε αυτό και το πόσο η λογική τους εγκαταλείπει ενίοτε ή καλύτερα, σχεδόν πάντα. Έβγαλε το χιούμορ, έβγαλε τη σκληρότητά του, έβγαλε πράγματα που ίσως στην εποχή που παίχτηκε πρώτη φορά να ήταν πιο μαλακά αλλά κάθε εποχή έχει άλλες ανάγκες και η εποχή μας θέλει και την τρυφερότητα αλλά και την γνώριμη άμυνα που έχουν οι άνθρωποι. Θέλει και σκληρότητα και επίσης ένα χιούμορ που πολλοί διστάζουν να βγάλουν διστάζουν μήπως κακοφανεί.
Ήταν στο μυαλό σας το ότι θα πρέπει να καταφέρετε να βγάλετε από το μυαλό των θεατών τις προηγούμενες παραστάσεις της «Φθινοπωρινής ιστορίας» και τους προηγούμενους ηθοποιούς που έπαιξαν τους ρόλους αυτούς;
Σε αυτό προσπαθώ να μη μπαίνω ποτέ, γιατί αν το έκανα δεν θα είχα την τόλμη να παίξω πολλά από τα πράγματα που έχω παίξει μέχρι τώρα. Μόλις είχα πάρει το πτυχίο μου νεαρή και άπειρη ακόμα ηθοποιός, και έκανα τη «Δυσδαιμόνα» που την έχουν παίξει ιερά τέρατα. Λοιπόν, προσπαθώ, γιατί ξέρω ακριβώς ότι η κάθε προσωπικότητα, ο κάθε ηθοποιός κάτι μπορεί να προσθέσει ή κάτι μπορεί να αφαιρέσει και εντέλει η σούμα θα το βγάλει. Οπότε δεν έχω άλλο υλικό παρά το δικό μου. Υλικό, το όποιο μπορεί να προκύψει από τη μελέτη, την ωρίμανση με τα χρόνια, τις προσλαμβάνουσες που έχουμε κάθε μέρα. Άρα αν αρχίζεις με το πώς θα ξεπεράσεις αυτό που έχει γίνει, δεν βγαίνει πουθενά. Και δεν έχεις και οδηγό. Ούτε μπαίνω σε μια διαδικασία όταν αγαπήσω ένα έργο, του τι θα ήθελε άρα ο κόσμος, γιατί αυτό σε ευνουχίζει. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να προτείνεις με όλη σου τη χαρά, την αγάπη, το παίδεμα και τη μελέτη ένα δικό σου πράγμα και να δεις αν αφορά. Γιατί είναι λίγο αδιέξοδο το άλλο.
Επειδή πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε το 1975 όταν οι άνθρωποι ερωτεύονταν αλλιώς αλλά και είχαν άλλο τρόπο προσέγγισης του έρωτα, σήμερα η παράσταση έρχεται να θυμίσει, αλλά και να υπενθυμίσει στις νεότερες γενιές;
Ναι, η αλήθεια είναι ότι όταν σχολιάζουν μετά, ότι τελικά αυτό είναι και δικό τους θέμα, λένε επίσης ότι κι αυτοί έναν τέτοιο έρωτα θα ήθελαν. Βεβαίως λείπει, γιατί υπάρχει πολύ πιο λίγη άμεση επαφή σήμερα, παρεμβάλλονται πολλά άλλα τεχνικά πράγματα και αυτή η συναλλαγή, η συνομιλία, η αναμέτρηση, η κόντρα, το γέλιο, το πείσμα, όλα αυτά δεν προλαβαίνεις να τα κάνεις σαν πρελούδιο μιας σχέσης. Νομίζω αυτό λείπει. Είμαστε σε τέτοιους ρυθμούς οπτικούς, που όλα τα άλλα παρασύρονται στην πληροφόρηση και στο scroll και στο όλα να είναι ένα τρέιλερ γρήγορο. Ακόμα και όταν παρακολουθούμε σειρές σπουδαίες στο Netflix, κάποιοι μου λένε «ρε παιδί μου δεν με πήρε αμέσως» και τελικά μπορεί να πρόκειται για αριστούργημα, κι εκείνος δεν είχε την υπομονή δηλαδή, να δει ένα δυο επεισόδια να μπει μέσα στην υπόθεση. Δεν παλεύεται αυτό. Νομίζω το έχουμε χάσει το τρένο σε αυτό.
Είναι αλλιώς όταν σκηνοθέτης είναι ένας συνάδελφος ηθοποιός;
Ναι, είναι λίγο αλλιώς. Γιατί αν αγαπάει τον ηθοποιό – συζητάμε από εκεί και μετά για τους σκηνοθέτες – έχει το μεγάλο αβαντάζ, ότι ξέρει ακριβώς τι μπορεί να σε φρενάρει, τι χρειάζεσαι, τι βοήθεια θες γιατί έχει κι εκείνος μίλια πτήσης πάνω στη σκηνή και ξέρει και τα εμπόδια. Αυτό το νιώθω και εγώ όταν σκηνοθετώ. Ξέρω ακριβώς τη χείρα βοηθείας. Δεν είναι να πεις ότι θέλεις κάτι. Είναι και το πώς θα πάρεις μαλακά από το χέρι τον άλλον. Οπότε εκεί υπάρχει ένα αβαντάζ, δηλαδή της πείρας του δρόμου του υποκριτικού και του ψυχολογικού.
Επειδή έχει γίνει και πολύς λόγος για τους τρόπους στο θέατρο τα τελευταία χρόνια, είστε λοιπόν της άποψης πως μια καλή συνεργασία εξαρτάται και από τους τρόπους;
Ναι, γιατί οδηγείς κάτι που από μόνο του αντιστέκεται να ανοίξει. Ξέρετε, αυτό που λέμε πως έχει γίνει μπανάλ πια η κατάθεση ψυχής, εννοούμε να ανοίξει ένα πρόσωπο και να σου δείξει τα εργαλεία του, το πώς ερωτεύεται, το πώς προδίδεται, το πώς συγκινείται πάνω στη σκηνή. Αυτά, επειδή είναι πολύτιμα για τον κάθε άνθρωπο, για να ανοίξουν, θέλει διακριτική διαχείριση. Όταν όμως υπάρχει βία ψυχολογική, το αντίθετο πετυχαίνεται.
Σας είδα πρώτη φορά το 1984 στον «Θρίαμβο του έρωτα» του Μαριβό, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου με το ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, ενώ είχε προηγηθεί την προηγούμενη χρονιά η τεράστια τηλεοπτική σας επιτυχία «Γιάννης και Μαρία». Τι αλλαγές μπορεί να σκεφτείτε στην Πέμη από τότε μέχρι σήμερα;
Τεράστιες αλλαγές. Ο πυρήνας όμως νομίζω δεν πολύ αλλάζει. Οι αξίες μου είχαν διαμορφωθεί ήδη από το περιβάλλον, από την οικογένεια και από το πανεπιστήμιο και γι’ αυτό ο πυρήνας δεν πειράχτηκε ευτυχώς. Είχα λόγω εποχής καλές αξίες όπως το σεβασμό στα πράγματα και στους ανθρώπους.
Χρειάστηκε να παλέψετε αυτές τις αξίες ή ήταν εύκολα τα πράγματα;
Τα έχω επιλέξει, δεν θέλω αλλιώς. Κι αυτό ήταν το κλειδί. Έχει γίνει όμως και μια τεράστια αλλαγή σε όλο το άλλο, γιατί χτίζεσαι καθημερινά με τι θα δεις, τι θα πεις, τι θα διαβάσεις. Προστίθενται άπειρες εσωτερικές πληροφορίες, όπως και η πείρα αλλά και τα λάθη. Οπότε, ας πούμε ότι η περίφημη ωρίμανση έχει κάπως αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο θεωρώ. Βέβαια, έχω το νου μου στην θεατρική πράξη να ανατρέχω στην τότε αθωότητα. Κι αυτό, γιατί χρειάζεται κάθε φορά η καινούργια ματιά για να μην κάτσεις σε μια μανιέρα. Ήμουνα τυχερή γιατί συναντήθηκα με σπουδαίους ανθρώπους στην σκηνοθεσία και ως συναδέλφους τους μύρισα από κοντά. Οπότε ναι, έχει αλλάξει η Πέμη. Η «Μαρία», ας πούμε, είναι μια ευτυχισμένη μνήμη. Αλλά επειδή μέσα μας έχουμε όλες τις ηλικίες, ε κάτι απομένει.
Σας τρόμαξε ποτέ αυτό το πέρασμα των χρόνων, ότι άλλαξαν οι εποχές από τότε μέχρι σήμερα;
Το παρακολουθώ με ενδιαφέρον, γιατί ήμουν πολλά χρόνια μαζί με νέους ανθρώπους στις τάξεις, που με βοηθούσαν πάρα πολύ να κρατήσω φρέσκια την συνομιλία μου με αυτές τις αλλαγές. Δεν μπορώ να αφορίζω, αλλά μέσα στην αποδοχή των αλλαγών κάποια πράγματα με στεναχωρούν.
Όπως;
Κοιτάξτε, σίγουρα όλα είναι πιο δύσκολα σήμερα. Επίσης, αυτός ο «big brother», ας πούμε, του κινητού που ανά πάσα στιγμή απαιτούν να μας βρίσκουν. Αυτό είναι ένα πράγμα που με κάνει τώρα να συνειδητοποιώ πόση ελευθερία είχαμε τότε. Ένα σωρό πράγματα που σε περιορίζουν ακόμα πιο πολύ, αλλά από την άλλη σου ανοίγουν τεχνολογικούς δρόμους που εμείς αγωνιζόμαστε να παρακολουθήσουμε. Αλλά ευτυχώς στη τέχνη, με όλες τις παρεμβολές και την τεχνολογία, στη ζωντανή τέχνη που κάνω εγώ, δηλαδή στο θέατρο, τα πράγματα δεν έχουν πολύ αλλάξει. Και δεν θα αλλάξουν ποτέ. Φυσικά όσο είμαστε εκεί πάνω στη σκηνή και δεν έχουμε αντικατασταθεί από ολογράμματα. Κάθε ζωντανό θέαμα, δεν πρόκειται να εκλείψει ποτέ για μένα, γιατί υπάρχει ανάγκη να τον δεις τον άλλο από κοντά. Να δεις στο τώρα τι κάνει και όχι σε κάτι καταγεγραμμένο. Όπως είναι ένα συγκρότημα που αγαπάς. Ακούς τα CD του, αλλά θα πας να το δεις όταν αγαπάς έναν ερμηνευτή, έναν κιθαρίστα.
Ακούγοντας σας βέβαια, μου έρχεται στο μυαλό πάντα και το υπέροχο «Τανγκό της Ματίνας» και αναρωτιέμαι γιατί έμεινε πίσω αυτό το μουσικό κομμάτι σας;
Γιατί το φοβάμαι, το τρέμω. Δεν ήμουν ποτέ καλά όταν αναγκαζόμουν να τραγουδήσω. Έχω έναν περίεργο τρόμο, έναν πανικό. Στα ζωντανά εννοείται. Δεν είμαι ποτέ χαλαρή να το ευχαριστηθώ και είναι κρίμα να είμαι σε τρόμο. Έχω αρνηθεί άπειρα πράγματα γι’ αυτόν τον λόγο. Δεν ξέρω, είχα μια φωνή καλή ή συμπαθητική για ηθοποιός, αλλά δεν το μελέτησα το πράγμα σοβαρά. Δεν ήμουν τραγουδίστρια, δεν πήγα σε ωδείο.
Και δισκογραφία είχατε κάνει
Έχω κάνει. Αλλά μου ήταν τόσο κόστος ψυχικό, που το παρατάω σιγά σιγά, δεν μπορώ. Παρότι το αγάπησα πολύ. Η «Πρόβα νυφικού» ας πούμε ήταν μία πολύ ωραία εμπειρία και το γεγονός ότι έκανα επιτυχία στο ίδιο cd με τη Μαρινέλα και με αγκάλιασε, ήταν μεγάλη τιμή. Ή τα «Νανουρίσματα» που είχα κάνει και ήταν ωραία δουλειά. Βλέπω ότι οι τραγουδιστές το χαίρονται και λέω μακάρι να μπορούσα να το χαρώ κι εγώ μια φορά.
Σε κάθε τέτοια δύσκολη στιγμή σας, που μπορεί να φοβάστε, που μπορεί να νιώθετε άβολα, δεν σας βοηθάει το υποκριτικό σας ταλέντο, λέγοντας πως θα κάνω τώρα ένα ρόλο;
Βοηθάει, ναι. Αλλά νομίζω ότι θέλω να είμαι πολύ καλή σε κάτι που καταπιάνομαι, οπότε το αυτί μου είναι πολύ αυστηρό και ακούει, είναι αμείλικτο. Ακούω το πάρα μικρό, οπότε δεν θέλω.
Έχετε δηλαδή αυτό το βάσανο, το να νιώθετε ότι τα κάνετε όλα πάρα πολύ καλά;
Ναι, το έχω το βάσανο αυτό. Γιατί θέλω αφενός να δώσω το καλύτερο, αφετέρου να με παραδεχτεί κατά βάθος ο δύσκολος άνθρωπος. Έχω αυτή τη φιλοδοξία. Βάζω πολύ κόπο, πολλή αγάπη σ’ αυτό. Και όταν κάνεις κάτι με τόσο λαχτάρα, θέλεις να το αγκαλιάσουν. Είναι ανθρώπινο. Προσπαθώ όμως να είμαι και αντικειμενική.
Οπότε δεν επαναπαύεστε σε αυτούς που ήδη έχετε κερδίσει, καταλαβαίνω.
Είναι υπέροχο να παίρνεις τόσο απλόχερα την αγάπη του κοινού. Και εκτός παράστασης. Στον δρόμο, παντού. Αλλά δεν θέλω να το χάσω αυτό. Θέλω να είμαι αντάξια αυτής της αγάπης. Να τους πηγαίνω μια άλλη βόλτα κάθε φορά, να τους εκπλήσσω ευχάριστα. Το θέλω, είναι η ζωή μου αυτό.
Μία άλλη τηλεοπτική στιγμή σας που αγαπήσαμε, ήταν σίγουρα οι «Γυναίκες». Θεωρώ πως μέχρι το «Κλείσε τα μάτια» σας σκεφτόταν όλοι σε ρόλους κάπως πιο «εύθραυστους». Ισχύει;
Δεν το ήθελα καθόλου. Αλλά η «Μαρία» μου είχε αφήσει αυτή την προδιάθεση να με προτείνουν για τέτοια. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το «Γιάννης και Μαρία» και δεν ήθελα να επαναληφθώ, είπα όχι σε παρόμοιες προτάσεις. Κι έτσι μετά ήρθε μια τηλεταινία της Φρίντας Λιάπα που ήταν τελείως κόντρα, όπου μια νέα γυναίκα νέα δολοφονεί τον πατέρα της και χάρηκα με αυτό. Μετά ήρθε άλλο ένα μικρό σίριαλ το «Προς Οφρύνιο», Εγώ τότε έψαχνα τέτοια, όμως η φάτσα μου επειδή έδειχνα μικρότερη και πιο τρυφερή, με είχε κρατήσει σ’ αυτή την τρυφερή κατάσταση, όπως έγινε και στη σπουδαία παράσταση «Μικρή μας πόλη» του Βολανάκη. Έλεγα λοιπόν, εντάξει κάνε υπομονή, θα μεγαλώσεις λίγο. Αλλά από μικρή ήθελα να διώξω αυτό το κάρμα. Έτσι λοιπόν όταν ήρθε η ώρα του «Κλείσε τα μάτια» αλλά και αμέσως πριν της Μάρθας στη «Βιτζίνια Γουλφ», ήταν το μεγάλο βήμα για μένα.
Επιστρέφοντας στην «Φθινοπωρινή ιστορία» και στον έρωτα αυτών των δύο ανθρώπων, θα ήθελα να μου πείτε τι είναι ο έρωτας για εσάς;
Ο έρωτας είναι μια πολύ ισχυρή εμπνευστική δύναμη. Τον παραλληλίζω με φυσικό φαινόμενο, σαν τον σεισμό. Σου ανεβάζει την αδρεναλίνη, σε κάνει να λάμπεις με την καλύτερη σου εκδοχή και επειδή ο σεισμός δεν μπορεί να κρατήσει πολύ, είναι φυσικός νόμος γιατί θα τα διαλύσει όλα, δεν κρατάει πολύ κι ο έρωτας. Πρέπει να έχεις κατά νου ότι κάπου εκεί δίπλα – όπως λέει και η Δημουλά – είναι ο γκρεμός. Λοιπόν, είναι ένα ρίσκο πολύ ωραίο, το παίρνουμε όλοι, δεν λειτουργεί η λογική και καλά κάνουμε. Γιατί πραγματικά περνώντας από αυτό, αποκτάς άλλη έμπνευση και άλλο χώρο μέσα σου, είτε επώδυνα είτε όχι. Σαφώς για την ανθρώπινη φύση είναι πολύ σημαντικό και ας υπερεκτιμάται, καλά κάνει στα νιάτα.
Αυτόν τον γκρεμό εσείς τον είδατε;
Κατάματα. Μη σου πω ότι γκρεμοτσακίστηκα. Επιζώ από θαύμα
* Η Πέμη Ζούνη και ο Σταύρος Ζαλμάς παρουσιάζουν στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (Αίθουσα: Αιμίλιος Ριάδης Μ2) την θεατρική παράσταση «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αλεξέι Αρμπούζωφ, σε σκηνοθεσία της Βάνα Πεφάνη. Παρασκευή 24 και Σάββατο 25 Ιανουαρίου. Οι παραστάσεις είναι sold out.