Βίκτωρ Μπενουζίλιο: Για να αντιδρούν τόσο έντονα οι άνθρωποι, κάτι πάει πολύ λάθος στη Θεσσαλονίκη
Ο ανερχόμενος ηθοποιός μιλάει στην Parallaxi για την κατάσταση της πόλης, τις επιθέσεις, το Μουσείο Ολοκαυτώματος και τα άλλα μνημεία για τους εβραίους που καθυστερούν.
Ο Βίκτωρ Μπενουζίλιο είναι από τα παιδιά μίας νεότερης γενιάς ηθοποιών που ενώ αποφοίτησε από τη Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, γρήγορα μάζεψε μερικά ρούχα σε μία βαλίτσα και αναζήτησε την τύχη του στην Αθήνα, όπως συμβαίνει πλέον συχνά με καλλιτέχνες που δε βρίσκουν πόρτες ανοιχτές για να στεγάσουν κάποια από τα όνειρα τους στη Θεσσαλονίκη.
Όσοι παρακολουθούν τις εκδηλώσεις που κάνει τελευταία η Parallaxi με αφορμή τα 35 χρόνια ζωής της, θα τον είδε και θα τον ξεχώρισε (γιατί ήταν πολλοί εκείνοι που μίλησαν μετά για το μελαχρινό αγόρι που τα είπε εξαιρετικά) στην ημερίδα «Που πάει αυτή η πόλη» στην αίθουσα Παύλος Ζάννας στο Ολύμπιον.
Τώρα, με αφορμή τη συμμετοχή του στην παράσταση «Άουστρας ή η Αγριάδα» της Λένας Κιτσοπούλου σε σκηνοθεσία της Στεφανίας Σαμαρά στο Θέατρο 104 στην Αθήνα, με θέμα την αντίληψη της έννοιας του ξένου στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, ο ανερχόμενος ηθοποιός μιλάει για τη ζωή του ως μέλος μίας γνωστής εβραϊκής οικογένειας της Θεσσαλονίκης, τον λόγο που καθυστερεί ένα μεγάλο μνημείο για την εβραϊκή κοινότητα, σχολιάζει την φασιστική και ομοφοβική εικόνα της πόλης και εύχεται στον εαυτό του να συνεχίσει να δημιουργεί χωρίς όρια…
Πως θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ περιπετειώδη. Έχουν να το λένε και οι γονείς μου αυτό. Πολύ συχνά υπήρχαν ανησυχίες, υπήρχαν νοσοκομεία, «ο Βίκτωρ χτύπησε εδώ, ο Βίκτωρ χτύπησε εκεί». Δεν είναι ότι ήμουν ένα άτακτο παιδί αλλά πειραματιζόμουν πολύ. Επομένως αυτό με έκανε να χτυπάω σε διάφορα μέρη. Ήμουν ένα παιδί που ήθελε να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Δυστυχώς μεγαλώνοντας δεν έφυγε αυτό από μέσα μου. Ευτυχώς αυξήθηκε η αίσθηση της προσοχής. Δεν χτυπάω πλέον τόσο πολύ. Mεγάλωσα σε ένα εβραϊκό δημοτικό σχολείο, με άλλους 5 συμμαθητές, με τους οποίους έμεινα από τα νήπια μέχρι και την έκτη. Μάλιστα υπήρχαν και άλλες τάξεις που μπορεί να είχαν τρία ή τέσσερα παιδιά. Επομένως από μικρός συνήθιζα σε ένα κλίμα του ενός για τον άλλον και την άλλη. Που όλοι γνωριζόμαστε με όλους, που δεν υπάρχουν μυστικά, κάτι το οποίο πολλές φορές ήταν καλό, ωστόσο και αμήχανο. Παράλληλα είχα και τις δραστηριότητές μου εγώ. Ήμουν σε ένα θεατρικό εργαστήρι που με είχε στείλει ο μπαμπάς μου από νήπια και έμεινα εκεί μέχρι τη δευτέρα λυκείου. Είχα τα αγγλικά μου, είχα το βιολί. Οπότε εγώ ήμουν από τους τυχερούς που έβγαινα και από αυτό το κλειστό κλίμα του σχολείου. Από πολύ μικρός λοιπόν μπήκα σε ένα περιβάλλον από το οποίο μου ήταν πολύ δύσκολο να αποδεσμευτώ• ο αποχωρισμός ξεκινάει να είναι κάτι πολύ βαρύ. Θυμάμαι όταν αποφοιτήσαμε από το δημοτικό, μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πω ότι τώρα ξαφνικά πάω γυμνάσιο με άλλα 20 παιδιά στην τάξη. Επειδή έχω και μαμά δασκάλα αγγλικών ήταν κάπως μονόδρομος ότι θα έμπαινα στο Κολλέγιο Ανατόλια. Ωστόσο δεν ήταν και το ιδανικότερο κλίμα για ένα ανήσυχο παιδί. Στην ηλικία της προεφηβείας ανακαλύπτεις και αναθεωρείς για πολλά, ακόμα και για την σεξουαλικότητά σου, μία κλίση που πολύ καιρό δεν παραδεχόμουν. Ενδεχομένως να την αντιλαμβανόμουν και ενδόμυχα να την έσκαβα. Δηλαδή από πολύ μικρή ηλικία το είχα καταλάβει αυτό, θυμάμαι στιγμές που ενώ περνούσα καλά με τα κορίτσια, κοιτούσα τον συμμαθητή μου που έπαιζε ποδόσφαιρο. Τη στιγμή που θα πήγαινα να φιληθώ κρυφά με μία κοπέλα, εγώ είχα κολλήσει με τον συμμαθητή μου. Θυμάμαι να παρατηρώ τις φλέβες στα χέρια του. Η λογική λέει ότι ένα τέτοιο παιδί σε ένα αμερικανικό κολλέγιο ίσως να μην περάσει και τόσο καλά. Υπήρχαν κάποια συγκεκριμένα άτομα που ξέρανε τι γινόταν, αλλά και πάλι σε εκείνη την ηλικία όλοι ήμασταν χαζοί. Ήμασταν παιδιά. Δεν μπορούσαμε ούτε πολύ στα σοβαρά να πάρουμε κάτι, ούτε να το αντιληφθούμε ολιστικά, ούτε να καταφέρουμε να βοηθήσουμε σε μία τέτοια κατάσταση. Και αυτά τα παιδιά τα ευγνωμονώ ακόμα και σήμερα.
Πότε φεύγει όλο αυτό από πάνω σου;
Αυτό το κλικ συνέβη στη μέση ή στα τέλη της δευτέρας γυμνασίου, όταν εγώ απηύδησα και είπα ότι δεν ανήκω εκεί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μπαίνω από το παράθυρο μέσα στην τάξη (τις κλειδώνανε όταν βγαίναμε για διάλειμμα) και στον πίνακα με έναν μαρκαδόρο να γράφω όλα τα προβλήματά μου. «Νιώθω πως πρέπει να φύγω» ας πούμε… Έγγραφα τι θα κάνω, τι μπορώ να κάνω, κάπως έτσι χωρίς να το καταλάβω είχα αρχίσει να κάνω ένα manifestation στο πώς μπορεί να αλλάξει η ζωή μου. Είχα τον κολλητό μου τον Γκαλ, που ήταν τότε στο καλλιτεχνικό σχολείο, ο οποίος ήξερε για την κατάσταση του Ανατόλια. Κάπως λοιπόν από την παρέα του άρχισα να γνωρίζω τα παιδιά του καλλιτεχνικού. Και άρχισα να καταλαβαίνω ότι εκεί νιώθω ο εαυτός μου. Άρα σε αυτόν το πίνακα που σου λέω, εγώ άρχισα να γράφω σιγά-σιγά τι μου αρέσει σε εκείνο το σχολείο. Πώς θα μπορούσα να με δω σε εκείνο το σχολείο. Λίγο έκλαιγα, λίγο έσβηνα, λίγο έγραφα. Μέχρι που κάποια στιγμή κοιτάω το πίνακα από πολύ μακριά και καταλαβαίνω ότι σε αυτήν την ταινία κάτι πήγαινε λάθος. Εκείνη ακριβώς τη μέρα έγινε αυτό το κλικ. Την ίδια χρονιά, στα τέλη Αυγούστου, άρχισα να ψάχνω τις διαδικασίες για το πώς μπορώ να μπω στο καλλιτεχνικό, με τη βοήθεια του πατέρα μου. Θυμάμαι να κάνω αίτηση για τις κατατακτήριες εξετάσεις. Και θυμάμαι να μην το μοιράζομαι με κανέναν, σαν να ήθελα να προστατεύσω την ενέργεια της απόφασής μου. Δεν θα ξεχάσω, εκείνη την τελευταία μέρα στο Ανατόλια, όταν μπήκα στο λεωφορείο για το σπίτι, έβλεπα το Κολλέγιο να απομακρύνεται και ένιωθα ότι είναι η τελευταία φορά που το βλέπω. Και όντως το ίδιο βράδυ, μετά τις εξετάσεις, βλέπω το όνομά μου να ανακοινώνεται στους επιτυχόντες του Καλλιτεχνικού. Από τον Σεπτέμβριο λοιπόν του 2012 άλλαξε όλη μου η ζωή. Θα ‘λεγε κανείς, λοιπόν, πως ό,τι συνέβη στο Ανατόλια ήταν για καλό.
Αυτή ήταν η πρώτη προσωπική σου επανάσταση. Ακολούθησαν άλλες;
Νομίζω ότι το coming out είναι μία. Μια επανάσταση εξ αμελείας, βέβαια, καθώς ήρθε ξαφνικά και σχεδόν κατά λάθος και δεν ήταν δα και τόσο επανάσταση, γιατί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο είχα μία αποδοχή από την οικογένεια. Μετά νομίζω ότι oι επαναστάσεις ξεκίνησαν πιο συλλογικά. Με το να είμαστε στις πορείες, στις καταλήψεις, να αρχίσω κάπως να καταλαβαίνω πώς λειτουργεί το σύστημα, ήδη από το λύκειο είχα αρχίσει να μπαίνω σε αυτό το κλίμα, τα πρώτα βήματα στο δρόμο τα έκανα με τον Μάνο -το πιο ξύπνιο και αθώο παιδί- και που αυτός τώρα συνεχίζει να τα περπατάει αρκετά πιο πάνω από εμάς.
Προέρχεσαι από μία οικογένεια εβραίων που έζησαν δύσκολα, ενώ εσύ μου λες πως σου έκαναν bullying οι συμμαθητές σου. Κι αν σκεφτούμε και τα πρόσφατα γεγονότα στην Πλατεία Αριστοτέλους, τι πιστεύεις τελικά, είναι η Θεσσαλονίκη μία αφιλόξενη πόλη στο διαφορετικό;
Εμένα η εμπειρία μου από τη Θεσσαλονίκη ήταν πάρα πολύ όμορφη. Γιατί αντιλαμβανόμουν ότι είναι μία πόλη που διατηρεί μία οικογενειακή κατάσταση, διατηρεί μία κατάσταση του “ο ένας είναι για τον άλλον”. Προφανώς θυμάμαι μέχρι και ναζιστικά επεισόδια να γίνονται, πχ σε ένα Καλλιτεχνικό που συστεγάζεται με ένα άλλο δημόσιο στη Μενεμένη, που σίγουρα αυτό είναι αφιλόξενο αλλά εμείς δεν το αφήναμε να μας επηρεάσει. Γιατί είχαμε πάρα πολύ έντονη την αίσθηση της ομάδας. Δηλαδή αυτό που έλειπε από ένα καταπληκτικό κολλέγιο, σε σχέση με ένα φαινομενικά σάπιο κτιριακά καλλιτεχνικό στις δυτικές συνοικίες, που ενώ στο ένα έβλεπες εκτάσεις και όμορφα δέντρα και στο άλλο έβλεπες μπετόν, παρόλα αυτά στο μπετόν οι σχέσεις και οι φιλίες ήταν πάρα πολύ έντονες. Και πάρα πολύ αληθινές. Ακόμα και με τους -εκπληκτικούς και εκπληκτικές- καθηγητές και καθηγήτριες. Θυμάμαι περιστατικά που υπερασπιζόμασταν ο ένας τον άλλον, την άλλη, το άλλο. Η ομοφυλοφιλία ήταν κάτι πάρα πολύ ανοιχτό, κάτι πολύ αποδεκτό. Από μαθητές και καθηγητές. Υπήρχε μία αποδοχή. Περιστατικά που σε άλλα σχολεία θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να διαχειριστούν. Οπότε εκείνο το μαζί που γνώρισα στο δημοτικό διατηρήθηκε και στο καλλιτεχνικό, αργότερα και στη Σχολή του Κρατικού. Και μετά όταν φύγαμε από το Κρατικό και ήρθε η καραντίνα και έσκασε σαν βόμβα το νομοσχέδιο Κεραμέως – Χρυσοχοϊδη που ήθελε να βάλει την αστυνομία στα Πανεπιστήμια, βρέθηκα πάλι με άτομα που υπήρχε πολύ έντονα η αίσθηση της ομάδας, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης. Οπότε έναν τέτοιο συντηρητικό χαρακτήρα της πόλης μπορώ να τον δω μόνο εξωτερικά και όχι τόσο εσωτερικά. Ωστόσο, όταν μία πόλη είναι τόσο μικρή κι όταν δίνονται συνεχώς προτεραιότητες σε λάθος πράγματα, αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν δυνατότητες με όριο. Και οι αλλαγές που μπορεί να γίνουν, έχουν ημερομηνία λήξης. Κυρίως αυτό για το καλλιτεχνικό κομμάτι της πόλης. Τα θέατρα είναι λίγα, ο «βασιλιάς» της πόλης, μοιραία, είναι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος που από τη μία ανεβάζει παραστάσεις που έχουν πολύ ενδιαφέρον και από την άλλη παρουσιάζει παραστάσεις πολύ «θολές» κοινωνικά και πολιτικά, κι αυτό είναι θέμα. Όπως και το ότι πραγματοποίησε μόνο μία οντισιόν πριν δύο χρόνια και από τότε ανακυκλώνει τους ανθρώπους και τα συμβόλαια και δε δίνει ευκαιρίες σε άλλους ανθρώπους. Θα έχει τον βασικό λόγο όταν έχει τέσσερεις σκηνές και καθώς το ότι είναι ένας κρατικός φορέας. Και φυσικά δεν έχει κανένα άτομο πρόβλημα με αυτό. Με αυτό που έχουμε πρόβλημα, είναι το πώς διαχειρίζονται αυτές τις σκηνές.
Και όλο αυτό το αφιλόξενο δεν το εντοπίζω μόνο στις τέχνες της πόλης. Όταν ο φασισμός έχει αναπτυχθεί τόσο εύκολα σε μία μικρή κοινωνία, προφανώς και θα υπάρξουν πολλά προβλήματα. Όταν δίνεται το ελεύθερο σε παιδιά να κάνουν μία ομοτρανσοφοβική επίθεση ή μία φασιστική επίθεση, τότε κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Πρώτη φορά είδα αντιφασιστική πορεία στα δυτικά ή διαδήλωση ενάντια στην τρανσφοβία στο κέντρο. Για να αντιδράνε όμως τόσο έντονα οι άνθρωποι πάει να πει πως κάτι πάει πολύ λάθος σε αυτή την πόλη. Γιατί προφανώς ο συντηρητισμός ήταν ανθισμένος, προφανώς τον καλύπταμε αλλά σιγά σιγά όταν μπαίνει το 41% πάνω, βλέπεις ότι δίνεται πάτημα να αυξηθεί.
Πες μου για την παράσταση «Άουστρας ή η Αγριάδα»
Αυτό είναι ένα κείμενο γραμμένο από την Λένα Κιτσοπούλου το 2011, τότε που ο φασισμός ήταν πάρα πολύ στα πικ του. Όταν ξεκινούσε η Χρυσή Αυγή να παίρνει πιο «δυναμικά» τα ηνία του φασισμού και του νεοναζισμού. Επομένως, αφορά εκείνη την περίοδο αυτό το κείμενο. Ωστόσο, η Στεφανία Σαμαρά όταν άρχισε να το πιάνει στα χέρια της και όταν εμείς αργότερα στις πρόβες αρχίσαμε να το διαβάζουμε μαζί, αντιληφθήκαμε ότι δεν έχει καμία διαφορά με αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Δηλαδή, έχουν περάσει 13 χρόνια και βλέπουμε πως τα πράγματα όχι μόνο είναι ίδια, αλλά ότι έχουμε ακόμα τρία ακροδεξιά κόμματα στη Βουλή, ότι οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι να περπατήσουν στον δρόμο όπως θέλουν κι ότι ο «πόλεμος» υπάρχει ακόμα απέναντι στους μετανάστες, απέναντι στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, απέναντι σε οτιδήποτε είναι διαφορετικό και θίγει την θρησκευτική και εθνική λαγνεία. Τρομάξαμε όταν αντιληφθήκαμε ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε κάποια ιδιαίτερη αλλαγή στο κείμενο για να το φέρουμε στο σήμερα. Είναι ένα έργο που αφορά τρία άτομα φασιστοειδή, τα οποία είναι στο σπίτι τους, αράζουν και περιμένουν έναν ξένο τουρίστα που είχαν καλέσει να φάει μαζί τους. Πάνω στο κέφι ακούγονται λαϊκά άσματα, όπου οι τρεις προσπαθούν να μάθουν στον ξένο να τραγουδάει. Όπως καταλαβαίνεις, αυτός δεν τα καταφέρνει και σιγά σιγά αρχίζει να αναπτύσσεται μία εχθρική στάση απέναντι του. Πολύ μαεστρικά το έγραψε η Κιτσοπούλου. Ένα έργο που δεν έχει κάτι “συγγραφικά σπουδαίο” κι ακριβώς επειδή δεν είναι κάτι σπουδαίο αλλά κάτι εξαιρετικά απλό, είναι πολύ πιο δύσκολο να πετύχει έναν στόχο. Υποβόσκει όλη η πραγματικότητα της ζωής μας και πάντα συνδυασμένο με τις χιουμοριστικές της νότες και το progressive χιούμορ που έχει. Κάπως είναι η φάση που θα έρθεις να δεις την παράσταση και μπορεί να γελάσεις και να νιώσεις άσχημα που γελάς. Και κάπως θα σφιχτεί το στομάχι σου. Και κάπως θα καταλάβεις ότι αυτή η γυναίκα είναι εντέλει η ματρόνα του in your face theatre του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
Γιατί στην κοινωνία μας κάποιοι νομίζουν πως είναι περισσότερο Έλληνες, ή περισσότερο άντρες, ή περισσότερο λευκοί ή περισσότερο γυναίκες από άλλους;
Η απάντηση είναι μία: γιατί τους το επιτρέπουν. Γιατί το ενθαρρύνουν να συμβεί. Όταν παλεύεις και προσπαθείς να μη βγει μία δεξιά κυβέρνηση, και όταν αυτή βγαίνει, αφενός έχεις χάσει και αφετέρου άμα δε θέλεις να θεωρήσεις τον εαυτό σου χαμένο, κάνεις οτιδήποτε μπορείς για να ζήσεις καλύτερα μέσα σε αυτό το μαύρο κλίμα. Η δύναμη δεν είναι ούτε του κράτους, ούτε της Δικαιοσύνης, περνάει από άλλα χέρια, εξού και μία εισαγγελέας αθωώνει έναν παιδοβιαστή και μαστροπό. Κάπως υποβόσκει και η ερώτηση του “μήπως κι εμείς το ανεχόμαστε”.. Δε μπορώ να καταλάβω τι έχουμε ανεχτεί εμείς για να κατηγορούνται οι θηλυκότητες ακόμα και σήμερα ότι βγαίνουν πρόστυχες έξω, επομένως φταίνε αν βιαστούν. Κάπως ξεφεύγουμε από το τι έχουμε ανεχτεί εμείς και πάμε στο τι μας επιβάλλουν και τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό.
Το αίσθημα δικαίου που διακρίνω σε εσένα, έχει να κάνει και από την οικογένεια σου και όσα έχουν περάσει; Βρήκα μία εκδήλωση που ως μαθητής λυκείου έκανες μία παρουσίαση εκδήλωσης που πάει να πει πως πάντα έβγαινες μπροστά.
Δεν έβγαινα συχνά μπροστά, συνήθως βγαίναμε μαζί. Από πολύ μικρός, εκτός από πολύ ανήσυχος λοιπόν, ήμουν και πολύ αντιδραστικός, όχι πάντα με επιθυμητά αποτελέσματα, όμως κάθε λάθος απόφαση είναι και ένα δώρο. Και ίσως όχι και τόσο έξυπνος όσο άλλοι συνομήλικοι μου που είχαν μεγαλύτερο εύρος σκέψης, είχανε μεγαλύτερο λέγειν, ήταν πιο πολιτικοποιημένοι. Εγώ σιγά σιγά μπήκα σε αυτή τη φάση. Αυτή που λες ήταν μία εκδήλωση που θέλαμε να μιλήσουμε για το τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Μιλήσαμε για την ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τα παιδιά της τότε πρώτης λυκείου (ή τρίτης γυμνασίου;) έκαναν ένα υπέροχο δρώμενο, μίλησε και η γιαγιά μου, η Βικτώρια Μπενουζίλιο, η απίστευτη αυτή γυναίκα. Αυτό ήταν κάτι πολύ συγκινητικό και θυμάμαι ακόμα πώς ένιωθα τότε. Όχι μόνο ως Εβραίος αλλά λόγω της αίσθησης του μαζί. Συνεργαστήκαμε όλοι για έναν κοινό σκοπό. Και το ότι αυτόν τον σκοπό τον μοιράστηκα με τους συμμαθητές μου, ήταν αυτό που, στο τέλος, μου έφερε δάκρυα στα μάτια.
Ποιο το σχόλιο σου που καθυστερεί τόσο πολύ στην πόλη να γίνει κάτι πιο μεγάλο για τους Εβραίους;
Εξακολουθεί να δίνεται βάση σε πράγματα που δεν έχουν την πρώτη προτεραιότητα. Η ενοχή είναι κάτι πάρα πολύ βρώμικο. Η ενοχή βρωμίζει τα πράγματα. Δεν ξέρω λοιπόν και δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά αν η καθυστέρηση οφείλεται σε κάποιου είδους ενοχή ή αν είναι το κεφάλαιο που κρατούν στα χέρια τους κάποιοι άνθρωποι και προσπαθούν να το διαχειριστούν με βάση το τι τους συμφέρει περισσότερο. Την διαχείριση της ενοχής μπορώ να την καταλάβω περισσότερο ωστόσο χωρίς να συμφωνώ. Νομίζω ότι το κεντρικό πρόβλημα είναι το πώς μοιράζονται τα λεφτά. Δίνουμε προτεραιότητα στο πώς θα διακοσμήσουμε την πόλη τα Χριστούγεννα και πόσο ωραία θα φτιάξουμε την Αγορά Μοδιάνο, γιατί είναι το κεντρικό πέρασμα της πόλης. Βλέπουμε μια τεράστια έκταση πάρκινγκ ποδηλάτων στο Μέγαρο Μουσικής, χωρίς να βλέπουμε σοβαρούς ποδηλατοδρόμους. Δίνονται λεφτά λοιπόν στο θεαθήναι. Όχι στην ουσία. Γιατί μία χρονιά να μην έχουμε τον μισό στολισμό της πόλης, να κρατήσουμε τα λεφτά και να δοθούν αυτά στο να αδειάσει το πάρκινγκ της Πλατείας Ελευθερίας ή να αναδειχθεί ένα Μουσείο, ένα μνημείο στα παλιά εβραϊκά νεκροταφεία; Ή στο να τρέξει πιο γρήγορα το Μουσείο Ολοκαυτώματος, στο οποίο πραγματικά ελπίζω να θέσουν υπόψιν ότι δεν ήταν μόνο οι Εβραίοι που εξολοθρεύθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Φυσικά ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό και φυσικά θα είναι το κεντρικό θέμα του Μουσείου, αλλά τα πρώτα άτομα τα οποία εκτελέστηκαν στους θαλάμους αερίων ήταν άτομα με ψυχικές ασθένειες, ήταν άτομα με αναπηρία, μετά ήταν άτομα Ρομά, ήταν ομοφυλόφιλα άτομα. Δεν ήταν μόνο οι Εβραίοι που εξολοθρεύθηκαν. Ωστόσο, γνωρίζει άραγε η πόλη ότι ήταν το 96% που σκοτώθηκε; Γνωρίζει ότι ήταν η Θεσσαλονίκη η πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό εξολόθρευσης των Εβραίων πανευρωπαϊκά; Γνωρίζει ότι όλο το campus του ΑΠΘ είναι χτισμένο πάνω από κόκαλα Εβραίων; Ίσως να μην το μαθαίνει δημόσια, γιατί μπορεί ακόμα να έχει την αίσθηση της ενοχής, του πώς δηλαδή διαχειρίστηκε τους Εβραίους, όταν αυτοί -οι ελάχιστοι- γύρισαν στα σπίτια τους μετά τα στρατόπεδα. Ίσως, λοιπόν, γι’ αυτό να καθυστερεί.
Υπήρξε ένα είδους καταφύγιο για σένα το καλλιτεχνικό σχολείο, ωστόσο θα έλεγες πως είναι καταφύγιο το θέατρο για όλους;
Μέχρι ένα σημείο μπορεί και να είναι. Γιατί αυτό που συμβαίνει στο θέατρο είναι πως μιλάμε για κάτι εξαιρετικά εφήμερο, κάτι που γεννιέται και σε δύο ώρες έχει πεθάνει. Είναι κάτι που βασίζεται στην ομάδα, επομένως διατηρεί την αίσθηση του καταφυγίου και την ασφάλειας. Ωστόσο στο θέατρο δεν πάνε όλα τέλεια. Δυστυχώς. Πάντα υπάρχουν και προβλήματα. Οι ηθοποιοί στην Ελλάδα παλεύουν πολύ με όλα αυτά.
Πώς είδες το «Δαχτυλίδι της φωτιάς» στην ΕΡΤ1;
Το είδα αρκετά πετυχημένο και ειδικά τον Γκαλ (Ρομπίσα), ο όποιος κλήθηκε να βιώσει υποκριτικά όλα αυτά που βίωσε ο παππούς του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μια πολύ σκληρή δοκιμασία για έναν νέο ηθοποιό. Σε τέτοια ηλικία δεν έχει κανείς την πλήρη ωριμότητα και ηρεμία να αντέξει κάτι τέτοιο. Και όχι μόνο στα 25, και στα 45 το ίδιο θα έλεγα. Και όχι επειδή τον νιώθω αδερφό μου, αλλά ο άνθρωπος το πέτυχε στο 100% και μάλιστα ενσαρκώνοντας έναν ρόλο βαθιά θρησκευόμενο, που σε καμία περίπτωση δεν συνδέεται με τον Γκαλ. Το κράτος και οι δήμαρχοι ξέρω ‘γω, μπορεί να ευαισθητοποιήθηκαν πολύ από αυτή τη σειρά και να τη χειροκρότησαν αλλά το θέμα είναι μετά τι γίνεται. Πολύ ωραία η σειρά και πολύ σημαντική για την πόλη, ωστόσο πάμε να δούμε η πόλη σαν πόλη πώς διατηρεί την μνήμη και την ιστορία. Τώρα στη Θεσσαλονίκη θα ανέβει μία ενδιαφέρουσα παράσταση από τον Πρόδρομο Τσινικόρη, το «96%», μια συμπαραγωγή του ΚΘΒΕ με την TooFarEast. Επομένως κι εκεί, νομίζω, πάει να δημιουργηθεί κάτι πολύ ωραίο με αυτή την δουλειά. Είναι σημαντικό να πλάθεις με γνώμονα τη μνήμη και την ακρίβεια, έχοντας έναν και μόνο στόχο: να διατηρηθούν και τα δύο εξίσου.
Τι εύχεσαι για το δικό σου μέλλον;
Αυτό που εύχομαι για μένα, είναι να εξακολουθώ να δίνω πολύ καλή βάση στην αναπνοή μου. Στο να είμαι ψύχραιμος και ήρεμος και στο να εξακολουθώ να δημιουργώ χωρίς όρια.
* Φωτογραφίες: Μαίρη Λεονάρδου, Νίκος Παπαδόπουλος και Κώστας Γκιόκας