Το ”Ράδιο-Καλόκαρδος” μάγευε κάποτε όλο τον Κίσσαβο
Οι ιστορίες των ερασιτεχνικών ραδιοφώνων των χρόνων 70-80 είναι κομμάτια ενός μαγικού παζλ μιας εποχής αθωότητας. Χωρίς χρήμα, βασισμένες στις αφιερώσεις και στις προσωπικές γνωριμίες, με μεγάλη προσπάθεια, κόπο και χρήμα από τους ραδιοπειρατές
Οι ιστορίες των ερασιτεχνικών ραδιοφώνων των χρόνων 70-80 είναι κομμάτια ενός παζλ μιας εποχής αθωότητας. Χωρίς έσοδα, βασισμένες στις αφιερώσεις και στις προσωπικές γνωριμίες, με μεγάλη προσπάθεια, κόπο και χρήμα από τους ραδιοπειρατές που αγαπούσαν την επικοινωνία και αυτό που έκαναν, υπερβάλλοντας εαυτόν. Ο Βαγγέλης Λάμπρου εξέπεμπε για πολλά χρόνια στο Μεγαλόβρυσο Κισσάβου με το ψευδώνυμο Καλόκαρδος και έκαψε κυριολεκτικά καρδιές. Ας τον ακούσουμε να μας λέει την ιστορία του:
-Η ιδέα του ραδιοφώνου ήρθε τα χρόνια τα δύσκολα. Ξεκίνησα από το 74 σε ηλικία 18 χρονών, μαζί με έναν φίλο μου ο οποίος είχε ηλεκτρονικές γνώσεις και έπαιρνε περιοδικά από τον Τύπο που ήταν σε ερασιτεχνικές δημιουργίες στο ραδιόφωνο. Η ανάπτυξη ήρθε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Από εκεί και μετά πήρε φωτιά.
-Ζούσα στο χωριό, στο Μεγαλόβρυσο. Μαζί με το φίλο ξεκινήσαμε με ένα κολλητήρι στο χέρι και με το περιοδικό, με μια λάμπα L34, κάναμε διάφορα πειράματα. Με τον πρώτο πομπό που στήσαμε (εντελώς ερασιτεχνικά και με γνώσεις από το περιοδικό) ακουγόταν η πρώτη κεραία από το σπίτι μέχρι τα κάγκελα κι ακουγόταν μόνο σε στύλους της ΔΕΗ. Δηλαδή η πρώτη εκπομπή που κάναμε ήταν στους στύλους της ΔΕΗ στη γείωση. Αλλού δεν έπιανε η συχνότητα και βελτιωθήκαμε από εκεί μετά. Διαβάζω δε στη Λάρισα ξεκίνησε ένας οργασμός από ερασιτέχνες. Ήταν οι αδελφοί Αλτζή στην κεντρική πλατεία οι οποίοι έφερναν πάρα πολλά υλικά μεγαλώνοντας και με ιδέες από άλλους καταφέραμε να φτιάξουμε έναν πομπό με 4 807 μπάφερ. Ο πρώτος ενισχυτής ήταν από ένα πικάπ παλιό που παίρναμε στα πάρτι. Μετά πήραμε από μια εκκλησία έναν ενισχυτή 40 Watt και μετά πήραμε 100 Watt μεγάλο τον οποίο τον έχω και σήμερα στο αρχείο, έχω μια φωτογραφία το τελευταίο μηχάνημα. Η κεραία μου ήταν συνδεδεμένη με το καμπαναριό του χωριού. Λόγω εμβέλειας έβγαινα εκεί πέρα και είχα συνομιλία με όλη την Ελλάδα, με ερασιτέχνες του τότε. Αυτό το 77.
-Μου άρεσε το ραδιόφωνο πολύ. Άκουγα πάντα το Δεύτερο πρόγραμμα που είχε Φαραντούρη, Θεοδωράκη. Αυτά τα ακούσματα.Στη χούντα μέσα το στούντιο το είχα στο κελάρι (κάτω ήτανε το ντάμι για τα ζώα, στη μέση ο οντάς και πάνω το ανώγι για προμήθειες μαζί με τα άχυρα). Εκεί το είχα το στούντιο και το έστηνα, την ημέρα τη ξήλωνα τη κεραία γιατί περνούσε ο αστυνομικός από την Αγιά. Τότε ο κόσμος δεν είχε άλλο είδος διασκέδασης, ήταν το ραδιόφωνο.
-Κι εδώ στο Μεταξοχώρι είχαμε δυο τρεις ερασιτέχνες, είχαμε επικοινωνία και με αυτούς και με τη Περιφέρεια. Τότε ήμασταν φίρμες. Δηλαδή πηγαίναμε στην Αγία στο σινεμά ή στις καφετέριες που είχε και μας περιμέναν ως μάνα εξ ουρανού οι κοπελιές και οι νεαροί της περιοχής. Δεν είχαμε τηλέφωνο δυστυχώς, ένα τηλέφωνο κεντρικό είχε όλο το χωριό. Κι αυτός, αυτό είναι το τραγελαφικό ότι μου έλεγε «Βαγγέλη κράτα μια ώρα παραπάνω πρόγραμμα για να τελειώσω τις μπαταρίες» κι η ανταμοιβή του ήταν καραμέλες κόκο και ραντεβού. Η ανταμοιβή μου. Επειδή κουρασμένος ο κόσμος από την αγροτική δουλειά δεν είχε άλλη διέξοδο, περίμενε να ακούσει. Άφηνα το ράδιο ανοιχτό και από την κούραση τελείωναν οι μπαταρίες.
-Εγώ στην αρχή ξεκίνησα από ροκ, μέταλ. Κατέβαινα στη Λάρισα μια φορά την εβδομάδα κι έπαιρνα δίσκους. Στο δισκοπωλείο όταν πήγαινα με είχαν έτοιμη τη γκάμα. Εκτός αυτού κατέβαινα και στην Αθήνα στο Μοναστηράκι. Το μεγαλύτερο υλικό το πήρα από το Υπόγειο. Μεγάλη συλλογή από εκεί ψώνιζα. Κατέβαινα στην Αθήνα με το τρένο και γύριζα. Έχω να πω όταν βγήκαν οι sex pistols ήμουν ο πρώτος που κυκλοφόρησε στη Λάρισα, δεν υπήρχε άλλος. Είχα εμβέλεια και μες στη Λάρισα. Ξεκινούσα το πρωί ελαφρά με Νέο Κύμα. Μου άρεσε πολύ ο Χαζτής, ο Βιολάρης, η Καίτη Χωματά. Αυτά έπαιζα. Με αυτά ξεκινούσα και μετά πήγαινα στο ελαφρολαϊκό.
-Έπαιζα όλη μέρα. Έφτασα στο σημείο να είμαι και 48 ώρες. Όταν έκλεινα εγώ, άνοιγαν άλλοι συνάδελφοι στην ίδια συχνότητα. Ήταν ένας δυναμικός εδώ τότε, ο Γιώργος ο Δυναμίτης, έβγαινε κι αυτός, όχι από το ίδιο ύψος όμως. Όπως σου είπα και πριν, εγώ την κεραία την είχα στο καμπαναριό της εκκλησίας. Τότε κυνηγούσαν οι αστυνομικοί, ήταν παράνομα όλα. Αλλά εγώ για να τους καλμάρω έβαζα κανένα τσάμικο γιατί ο διοικητής τον άρεσε το δημοτικό. Τσίτρα, τον Παπασιδέρη, τον Μαλλιάρα είχα δίσκους. Αν τα είχα όλα αυτά τα λεφτά θα είχα μια γκαρσονιέρα. Δεν το μετάνιωσα όμως.
-Ήμουν τεχνίτης ελαστικών. Γύριζα με μια μηχανή και την άκουγαν από το βαθύρμα. «Έρχεται» έλεγαν «Σε μισή ώρα να ανοίξουμε τα ραδιόφωνα». Με τους δίσκους μπροστά, περνούσα από το γυμνάσιο, στα κάγκελα ήταν οι μαθητές και είχαν το φακελάκι έτοιμο με τις αφιερώσεις. Σε κάθε χωριό δε είχαμε γνωριμίες. Ήμασταν δηλαδή φίρμες. Δεν είχε άλλη διέξοδο ο κόσμος, ο μόνος τρόπος διασκέδασης ήταν το ραδιόφωνο.
-Μετά Βοσκόπουλο, Πουλόπουλο. Νέο κύμα στην αρχή μέχρι Πουλόπουλο, Λίτσα Διαμάντη. Μετά έφτασα έναν δίσκο στο πικάπ να τον πληρώσω πέντε χιλιάρικα. Ήταν φίρμες τότε κάποιοι. Κι επειδή το βρήκα (Το μες τα κύματα του Καζαντζίδη), το έδωσα τότε πέντε χιλιάρικα και το έβγαλε στη δισκοθήκη κι έγινε πανικός την άλλη μέρα. Μαζί Καζαντζίδης Μαρινέλλα. Αυτό μου άφησε ένα καλό γιατί μετά ασχολήθηκα με τη μουσική κι έγινα σχεδόν επαγγελματίας. Κάναμε ένα σχήμα εδώ και έχω παίξει σε πανηγύρια στο Μεταξοχώρι άπειρες φορές. Μπουζούκι και τραγούδι. Ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο. Σε όλα αυτά με βοήθησε το ραδιόφωνο για να δεθώ, για να δέσω ας πούμε το ρεπερτόριο. Πήγα και στη Λάρισα σε κάποια σχολή μετά. Αλλά η αγάπη μου για το ραδιόφωνο δεν σταματάει. Έβγαινα και μου έλεγαν «Τι ωραίο τραγούδι έβαλες χθες. Γιατί το ένα το έπαιξες πέντε φορές και το άλλο δεν το έπαιξες;» Όταν μιλάμε για το Νέο Κύμα και έβαζα το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» είχα θέμα την θάλασσα. «Τι ωραία να ήμασταν στην παραλία τώρα και να ακούγαμε το κύμα» και μπαπ έκανα μίξη. Κατάφερα μετά να έχω δύο πικάπ, είχα και βάθος στο μικρόφωνο. Αυτά έφερε η εξέλιξη. Στη Λάρισα όταν ήμουν καθόμασταν σε μια καφετέρια όλοι οι ερασιτέχνες.Συζητήσεις, συνέλευση πάνω στο ραδιόφωνο.
-Μέχρι το 82. Μετά βγήκαν τα FM. Κι ενώ τα FM ήταν πιο ποιοτικά δεν είχαν την ίδια γλύκα με τη μεσαία συχνότητα. Εγώ έκανα συνομιλία με όλη την Ελλάδα. Έκανα συνομιλία με έναν πάνω στο βουνό στο Αγρίνιο. Ένα ουράνιο τόξο έβγαινε από τις Σέρρες, απέναντι Χαλκιδική, μιλούσαμε καθημερινά. Καρδίτσα, Τρίκαλα. Συντονίζαμε τα μηχανήματα, βάζαμε σπιράλ. Κάναμε συντονισμό πριν βγούμε «που βγαίνω; Ακούγομαι καλά;»
-Ράδιο Καλόκαρδος. Αυτό μου το είπαν άλλοι. Από τότε είχα αυτό το χάρισμα να βοηθάω και να συμμετέχω στα κοινά. Κάποιος μου το είπε και το κράτησα αυτό το όνομα. Και τώρα ακόμα έτσι με φωνάζουνε. Αυτό φυσικά με βοήθησε και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Έκανα και υπαίθρια πάρτι από το σταθμό. Έβαζα το philips που ήταν σαν μικρόφωνο με πέντε, έξι δίσκους και βερμούτ και χορεύαμε υπαίθρια. Τα πρώτα πάρτι ήταν αυτά. Αξέχαστα. Περιμέναμε να χορέψουμε. Ειδικά με τα πανηγύρια, τα περιμέναμε. Από το μεσημέρι κλείναμε τα τραπέζια και έδιναν τα νούμερα με τη σειρά. Δεν ήταν όπως τώρα που χορεύουν όλοι μαζί. Πχ. η παρέα νούμερο 5 και κάναμε εμείς ματσακωνιές γιατί κοιτούσαμε αυτούς που έριχναν χαρτούρα, πετούσαν λεφτά. Εγώ οφείλω να ομολογήσω ότι σπούδασα τρία παιδιά από αυτή τη δουλειά. Από τη μουσική. Στην αρχή είχα λαϊκό σχήμα μόνος μου, το έχω φωτογραφία το 87 στην πλατεία στον Άγιο Αντώνιο. Μετά όμως είδα ότι ο ένας, ο άλλος έγινε καλύτερος, χάλασε το σχήμα μετά από δέκα χρόνια και έμπλεξα με δημοτικούς. Παίζαν ας πούμε σε πανηγύρια, σε γάμους το δημοτικό πρόγραμμα και εγώ έπαιζα στην αρχή τρία τέσσερα λαϊκά και μετά ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια. Αλλά επειδή έχουν φοβερή ένταση τα κλαρίνα, έφτασα να χάσω την ακοή μου. Με τα λαϊκά δεν έχανα. Αλλά με τα κλαρίνα λόγω φοβερών ντεσιμπέλ, αποπροσανατολιζόμουν από τη μουσική. Δηλαδή να παίζεις μια ώρα τα βλάχικα τα αργά και μετά να πάω να παίζω το έντεχνο..το έχανα κάπου.
-Το τραγούδι που έπαιζα περισσότερο στο ράδιο είναι το «Τικι τακ τα βήματα σου». Του Σωτήρη Παπαγεωργίου. Στη Γερμανία ήταν αυτός και ήρθε εδώ και έγραψε δύο τρία τραγουδάκια. Ήταν της μόδας τότε. Και το «Άνοιξε Πέτρα» της Μαρινέλλας, το ζητούσαν. Καλά για τον Γαβαλά, Αγγελόπουλο δεν μιλάμε. Είχα τον Αγγελόπουλο στα τούρκικα σε ένα μικρό δισκάκι 45 στροφές. Μετά Καλατζής, Κόκοτας. Απ’ όλα. Είμαι ένας από τους καλύτερους συλλέκτες και το θέμα είναι ότι κι ο γιός μου τα συντηρεί όλα αυτά, πήρε το μικρόβιο. Σε μια σελίδα που έχω για να σπάζω τον καημό μου πλέον είχα προτάσεις να..όταν ήταν το ράδιο Βελίκα δούλεψα εκεί για ένα διάστημα. Το ράδιο αυτό έχει βγάλει άδεια αλλά ήταν στα FM Πήγα για ένα μικρό διάστημα. Έφυγα. Γιατί είχε διαφημίσεις και εγώ έχανα την ροή. Κάθε μισή ώρα έπρεπε να βάλω 2ο λεπτά διαφημίσεις. Αυτό με αποσυντόνιζε και έφευγα εκτός τόπου και χρόνου.
-Αυτό που με έκανε περήφανο ήταν η απήχηση που είχα από τον κόσμο. Όπου και να πήγαινα μου έλεγαν «Τι τραγούδια είναι αυτά! Μπράβο, συγχαρητήρια». Γιατί έπιανα όλων των αποχρώσεων τα ακούσματα. Τα πάντα. Η συλλογή μου είναι 1.500 μεγάλα και 3.000 μικρά 45άρια. Έχω δε κι από γραμμόφωνο. Τα πρώτα μου ακούσματα ήταν από γραμμόφωνο με Γούναρη, τον Τσιτσάνη, τη Μαρίκα Νίνου γιατί στο σπίτι μας φιλοξενούσαμε μια οικογένεια από μικρασιάτες, την οικογένεια Μαμάκου. Είναι ο σημερινός δήμαρχος Λάρισας, τον παππού του φιλοξενούσαμε. Είχε φέρει γραμμόφωνο κι από εκεί πήρα τα ακούσματα. Από έξι χρονών, το είχε ο πατέρας σε μία άκρη σκονισμένο μαζί με το κοκκάρι και τα κεραμίδια. Όταν τελειώσαν οι βελόνες, τρόμαξα να βρω βελόνες.
-Εμένα με ικανοποιεί αυτή η ομάδα στο fb που έχω 1.500 φίλους η οποία είναι πανελλαδική. Ξεκίνησα με λίγα άτομα. Τι κάνω; Ό,τι βλέπω που είναι κάτι σοβαρό, το μοιράζομαι εκεί. Αλλά ασχολούμαι και εγώ δηλαδή για τον Πολυ Kερμανίδη ή για τον Γαβαλά γράφω κι εγώ σχόλια δικά μου από κάτω. Τώρα δεν έχω χρόνο λόγω που ασχολούμαι με την τοπική αυτοδιοίκηση και είμαι σε εγρήγορση. Απο το φθινόπωρο όμως θα έχω χρόνο. Κάτι που ανεβάζω, σχολιάζω και γράφει 600 στα στατιστικά. Μπορεί τα like να είναι 5-10 ή 15 ή 20 αλλά 600 το βλέπουν και το ακούνε.
-Έχω κρατημένες παλιές εκπομπές. Δεν τις ακούω ποτέ γιατί με παίρνουν τα παράπονα και την δισκοθήκη των έχω σκεπασμένη. Συγκινούμαι γιατί με παίρνουν τα παράπονα. Αλλά είναι όλη ακμαία και αρχειοθετημένη. Αν και η μισή είναι στο σπίτι μου, η μισή είναι στο γιο μου. Αλλά για σήμα δε είχα ένα κομμάτι. Το pop 2000. Ένα μικρό 45άρι. Αργότερα έβαλα τον Βασιλειαδη. Το τσιφτετέλι 69. Ο Βασιλειάδης ήταν φοβερός μουσικός και συνθέτης. Ήταν ο πρώτος που έφερε παρφύσα στην Ελλάδα, μεγάλη ιστορία. Έχει γράψει φοβερά κομμάτια. Έχω και συλλογές του Καζαντζίδη σε σαρανταπεντάρια όταν ήταν στην Αμερική. Πρώτες εκτελέσεις, δεν υπάρχουν αυτά. Και να μου τα ζητήσει κανείς να τα χαρίσω δεν υπάρχει περίπτωση. Άκουγα τον Γεραμάνη ανελλιπώς στο μαγαζί που ήμουνα. Έπαιρνα ιδέες και εντυπώσεις. Άκουγα και τον Πετρίδη Ναι, βέβαια. 4 με 5 κάθε μέρα. Μόνο καλές αναμνήσεις υπάρχουν. Κάτω στη Πελοπόννησο είχε έναν σταθμό με μεγάλη εμβέλεια και έβαζε όλο λαϊκά. Κι από εκεί πήρα ακούσματα. Από ξένους σταθμούς προσπαθούσα να καταλάβω από την Αλβανία του Χότζα που έβγαινε. Είχε εκπομπή προπαγάνδας στα ελληνικά. Α, Αμαλιάδα. Ένας από την Αμαλιάδα έβγαινε πανελλήνια. Με επηρέασε κι αυτός πολύ.
-Μόνο καλές γνωριμίες έμειναν, εμπειρίες στη ζωή. Όπου πηγαίναμε μας κερνούσαν τσίπουρο και κρασί. Κάθε χωριό κι από μια αγάπη. Τη πρώτη γυναίκα μου τη γνώρισα από το ραδιόφωνο. Είχε δύο ραδιόφωνα. Για να μη χαλάσει το ένα, είχε και το άλλο ρεζέρβα. Όχι μόνο αυτή κι όλος ο κόσμος. Η γνωριμία έγινε. Έβγαινα ας πούμε στο καφενείο για τσίπουρο ως ο Καλόκαρδος. Εκείνο που μου έμεινε είναι το εξής: προσπαθούσα να έχω ισορροπίες. Στο πρόγραμμα ήμουν πολύ επιλεκτικός. Τα πρωινά ξεκινούσα με κάτι ελαφρό και σιγά ανέβαινε η ένταση, προς το μεσημέρι έφτανε ελαφρολαϊκό και λαϊκό. Μητροπάνο, Καλατζή, Βοσκόπουλο, Πουλόπουλο. Όλες αυτές τις συλλογές τις έχω. Τα καινούρια πως τα μάθαινες στα λέγαν στα δισκάδικα; Από το δισκάδικο του ψώνιζα στη Παλαμά και στη Κούμα μου έλεγε «Βαγγέλη αυτά είναι για εσένα». Τα είχε έτοιμα. Ό,τι καινούριο έβγαινε σε πρώτο πλάνο. Αλλά τη μεγάλη τη συλλογή τη πήρα από την Αθήνα κι από δισκάδικα που κλείσανε. Μπορεί να είχα ένα διαμέρισμα στη Λάρισα τώρα όμως δεν το μετάνιωσα. Παρόλο που πέρασαν πάρα πολλά χρόνια αλλά αισθάνομαι ακόμα ακμαίος.
-Άλλοι αφιέρωναν στο προσωπικό, άλλοι στην επιχείρηση. Άλλες ήταν με υπονοούμενα ας πούμε για τη ξανθιά με τα μπλε μάτια. Είχαν όλοι ψευδώνυμα. Δεν λέγανε ονόματα αλλά ήταν όλοι χαρακτηρισμένοι. Ας πούμε από τη Χάλκη, από μεγάλα κεφαλοχώρια ή και έξω από το Βόλο, εκεί δεν υπήρχε δυνατότητα να μιλήσω στο τηλέφωνο. Ο δρόμος ήταν ακόμα καλντερίμι.
-Σπάνια μου τηλεφωνούσαν στο μοναδικό τηλέφωνο του χωριού να με ειδοποιήσουν να μην βρεθεί κανένας πάνω και κάνει μπλόκο. Εμένα δεν με έπιασαν αλλά άλλους συναδέλφους ναι. Εμένα δεν με έπιασαν γιατί είχα σοβαρότητα. Όσους έπιασαν έλεγαν χοντράδες, βωμολοχίες και τα λοιπά.