Ίος: Η παρεξηγημένη ομορφιά των Κυκλάδων
Αυτό το νησί μπορεί τελικά να ικανοποιήσει στο έπακρο τις προσδοκίες.
Όταν έκλεισα πέρσι τα ακτοπλοϊκά για την Ίο, υπήρξαν πολλοί φίλοι που μου είπαν πως το νησί αυτό δε πρόκειται να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που έχω για τους τόπους που συνήθως επιλέγω.
Ίσως να συμφωνούσα μαζί τους αν το επισκεπτόμουν την περίοδο που είναι γεμάτο με τουρίστες που ταξιδεύουν ως εκεί αναζητώντας τη ξέφρενη ζωή, το άφθονο αλκοόλ και τα ατελείωτα πάρτι.
Όμως τέλη Αυγούστου συνάντησα μια τελείως διαφορετική εικόνα που μ’ έκανε να συμπαθήσω αυτόν τον τόπο και να θεωρήσω πως από μόνος του αδικείται έχοντας επιλέξει αυτού του είδους τον τουριστικό χαρακτήρα.
Φτάνοντας βράδυ στο φυσικό λιμάνι της Ίου, ταλαιπωρημένος από τα συνεχόμενα τραντάγματα του πλοίου λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου αφήνοντας τις βόλτες για την επόμενη μέρα.
Όμως πριν στρίψω στην παραλία του Γιαλού, πρόλαβα να ρίξω μια γρήγορη ματιά στη Χώρα με τα φωτισμένα της καλντερίμια που υψωνόταν πάνω από το λιμάνι. Με την εικόνα αυτή έφυγαν όλες οι επιφυλάξεις που είχα για τον τόπο αυτό.
Το άλλο πρωί με βρήκε να ανηφορίζω τα σκαλοπάτια που ξεκινούν από το λιμάνι και καταλήγουν στη Χώρα. Τα πρώτα κτίσματα που συνάντησα στην ανάβαση, λειτουργούσαν ως μικρές ξενοδοχειακές μονάδες που αλλοίωναν την αυθεντικότητα του τοπίου. Κάποια καλαίσθητα διακοσμητικά στοιχεία όπως οι λευκές κουρτίνες στις βεράντες, που ανέμιζαν παιχνιδιάρικα στις τελευταίες θερινές ριπές του ανέμου, δε βοηθούσαν στην κάλυψη της συστηματικής εμπορευματοποίησης του τοπίου.
Όλα όμως άλλαξαν όταν εισχώρησα στα ενδότερα της Χώρας. Μικρά σοκάκια που σε πολλά σημεία μετατρέπονταν σε χαμηλές στοές καθώς τα σπίτια ενώνονταν από πάνω μου με μικρά καμαράκια και κάμποσες φουντωτές βουκαμβίλιες με ζεστά χρώματα έσπαγαν τη μονοτονία του κυκλαδίτικου λευκού. Μικρά καφέ με πολύχρωμες πινελιές πρόσφεραν απολαυστικά πρωινά κι οι χαμογελαστοί κάτοικοι του νησιού έδειχναν την ικανοποίησή τους για την ολοκλήρωση μιας ακόμη πετυχημένης θερινής σεζόν.
Από την πρώτη μέρα η Ίος με υποδέχτηκε με άδειους δρόμους, μαρτυρούσαν το τελείωμα του καλοκαιριού καθώς οι περισσότεροι τουρίστες είχαν αναχωρήσει ενώ οι τελευταίοι που είχαν απομείνει κοιμόντουσαν ως αργά το μεσημέρι μετά τα ξέφρενα πάρτι του Μυλοπότα, της Κουμπάρας αλλά και της Χώρας κάτι που μου έδινε την ευκαιρία να απολαύσω το τοπίο με την ησυχία μου.
Μεγάλη εντύπωση μου έκαναν τα μικρά εκκλησάκια που ξεπετάγονταν κάθε τόσο μέσα στα στενά περάσματα της Χώρας. Ήταν τόσα πολλά που με ‘καναν να πιστέψω στον ισχυρισμό πως το νησί έχει 365 εκκλησιές, όσες είναι κι οι μέρες του έτους. Οι λευκοί τοίχοι με τους μπλε τρούλους έδεναν τη γη με τον ουρανό. Τα περισσότερο εκκλησάκια μου θύμιζαν μια μικρογραφία του γήινου στερεώματος με τον ουράνιο θόλο. Αυτή όμως που κέρδισε τις εντυπώσεις, είναι η Παναγιά η Γκρεμνιώτισσα από την οποία ξεκινάει ένα μονοπάτι που οδηγεί στον Άγιο Ελευθέριο και στον Άγιο Νικόλαο που βρίσκονται στη κορυφή του λόφου, απ’ όπου μπορεί κανείς να απολαύσει μια πανοραμική θέα από τον Μυλοπότα ως το Γιαλό έχοντας τις άγριες ακτές της Σίκινου στο βάθος.
Μέσα από τις βόλτες στη μικρή Χώρα της Ίου απολάμβανα τα μικρά ανοίγματα που σχηματιζόντουσαν ανάμεσα στα στριμωγμένα σπιτάκια, λειτουργώντας σαν λιλιπούτιες πλατείες γεμάτες τραπεζάκια και μπαρ. Επίσης αρχιτεκτονικά λάτρεψα πολύ τις καμπυλωτές επιφάνειες των σπιτιών. Πουθενά δε συνάντησα κάποια ευθεία γραμμή. Μια αξιοπρόσεκτη απουσία που πρόσφερε γαλήνη στο μάτι, το οποίο έχει πια κουραστεί με τους αυστηρούς και μονότονους σχηματισμούς των μεγάλων πόλεων.
Από παραλίες δε μπορώ να πω πως ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα. Το Μαγγανάρι που φημίζεται για την ομορφιά του, έχει έναν σχηματισμό εξωτικό με τα βράχια και τους φοίνικες του αλλά η θάλασσά του δεν με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Αντιθέτως πιο συμπαθητικό βρήκα τον Μυλοπότα παρόλο που το τοπίο εκεί έχει καταστραφεί αρκετά από τα τεράστια θερινά κλαμπ. Η Αγία Θεοδότη που εξακολουθεί να διατηρεί την αυθεντικότητά της και την επιθυμητή ηρεμία, είναι εκτεθειμένη στο βορρά.
Όσο για τη ξέφρενη νυχτερινή ζωή της Ίου, παρόλο που δεν την προτιμώ, ομολογώ πως λάτρεψα κάποια σημεία της Χώρας από τα οποία κάποια πρόλαβα να απολαύσω και κάποια άλλα τα άφησα για μια επερχόμενη επίσκεψή μου στο νησί αυτό. Ένα απ’ αυτά είναι το Steps Bar που βρίσκεται κάτω από την πλατεία με τους μύλους. Πέρα από τα υπέροχα κοκτέιλ, ο Δημήτρης που έχει το συγκεκριμένο μπαράκι, μου πρόσφερε μια βραδιά γεμάτη τραγούδια των Pink Floyd. Πως γίνεται λοιπόν μετά απ’ αυτό να μην λατρέψω αυτό το μπαράκι;
Ένα μόνο στοιχείο που ξίνισε κάπως τον τοπικισμό μου είναι που οι κάτοικοι της Ίου θεωρούν πως ο Όμηρος έζησε και μεγαλούργησε στο νησί τους. Μάλιστα πιστεύουν πως ο τάφος του βρίσκεται σε ένα ύψωμα στο βόρειο κομμάτι του νησιού που οι ντόπιοι τον αποκαλούν λόφο του Ψαθόπυργου. Παρόλο που οι αρχαιολόγοι αναφέρουν πως τα χαλάσματα αυτά προέρχονται από έναν πύργο της ελληνιστικής περιόδου, οι κάτοικοι έχουν στήσει μια μαρμάρινη επιγραφή που δηλώνει πως εκεί τάφηκε ο μεγάλος ποιητής. Οι εικασίες τους αυτές βασίζονται σε αναφορές αρχαίων ιστορικών και περιηγητών και στην παράδοση που θέλει την μητέρα του Ομήρου να έχει γεννηθεί στην Ίο. Επίσης ως αποδεικτικό στοιχείο αυτής της θεωρίας, έχουν ένα αρχαίο νόμισμα με τον Όμηρο. Επισκέφθηκα το μνημείο αυτό, το οποίο παρόλο που βρίσκεται σε ένα υπέροχο σημείο, είναι παραμελημένο. Πέρα από τα χαλάσματα αξίζει κανείς να πάει για να απολαύσει την αιγαιοπελαγίτικη θέα έχοντας στον ορίζοντα την Πάρο, την Νάξο, την Ηρακλειά, τη Σχοινούσα, την Αμοργός και την Αστυπάλαια.
Μετά από μια διαμονή τριών ημερών, έφυγα από το νησί γεμάτος όμορφες και ξέγνοιαστες εικόνες αλλά και με μια μελαγχολία βλέποντας όλην αυτήν την ομορφιά να ξεθωριάζει εξαιτίας της ανορθόδοξης τουριστικής εμπορευματοποίησης της Ίου. Δυστυχώς το χρήμα θαμπώνει τα μάτια των ανθρώπων κι η ομορφιά του τοπίου χάνεται πίσω από τις φωτεινές επιγραφές των μπαρ και των θερινών κλαμπ. Η ξεγνοιασιά του τόπου έδωσε τη θέση της στη συμφεροντολογική μελαγχολία.
Καθώς ανοιγόμουν προς το βορρά, μου δινόταν η εντυπωση πως η Ίος είναι πιο ευτυχισμένη από το φθινόπωρο και μετά που αδειάζει από τους ξέφρενους τουρίστες.