Σίκινος: H ανέγγιχτη ομορφιά των Κυκλάδων
Μικρό, ταπεινό και σιωπηλό, αυτό το ελληνικό νησί έχει μια μοναδική γοητεία.
Πάνε τρεις δεκαετίες από τότε που ανακάλυψα την μοναδική γοητεία της Σικίνου μέσα από τη συλλογή τηλεκαρτών που έκανα μικρός.
Σε μια απ’ αυτές ήταν αποτυπωμένη η ομορφιά ενός ιδιαίτερου μνημείου πάνω στο οποίο μπλεκόντουσαν δυο διαφορετικές ιστορικές περίοδοι:
Η ρωμαϊκή κι η μεταβυζαντινή.
Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια για να μου τραβήξει η Σίκινος ξανά την προσοχή, όταν την αντίκρισα από την Χώρα της Ίου.
Μικρή, ταπεινή και σιωπηλή, η Σίκινος έπλεε αμέριμνη ανάμεσα σε τρεις πολυδιαφημισμένους προορισμούς (Φολέγανδρο, Σαντορίνη και Ίο).
Στις συναναστροφές μου από τις νυχτερινές βόλτες της Ίου, άκουσα τα καλύτερα λόγια για το νησί αυτό κι αμέσως το τοποθέτησα ψηλά στη λίστα των επόμενων καλοκαιρινών μου προορισμών.
Κι έτσι, μετά από δύο καλοκαίρια, ήρθε η στιγμή να την επισκεφθώ και να γνωρίσω από κοντά την ανέγγιχτη ομορφιά της.Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το όνομα του νησιού προέρχεται από τον γιο του Θόαντα, βασιλιά της Λήμνου κι εγγονού του Βάκχου και της Αριάδνης που ζούσαν στην Νάξο. Προσπαθώντας η σύζυγός του να τον σώσει από τις γυναίκες της Λήμνου που έσφαξαν τους άνδρες τους, τον έκρυψε σε μια λάρνακα και τον πέταξε στη θάλασσα. Το κιβώτιο έφτασε ως τη Σίκινο, όπου τον έσωσαν οι ψαράδες του νησιού και τον φιλοξένησαν. Κατά τη διαμονή του εκεί, ο Θόαντας γνώρισε την εγχώρια νύμφη Νηΐδα κι απέκτησε μαζί της τον Σίκινο, ο οποίος βασίλευσε στο νησί, δίνοντάς του το όνομά του, το οποίο έχει διατηρηθεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Επίσης, το νησί είχε ονομαστεί κι Οινόη λόγω των θεσπέσιων κρασιών που παρήγαγε ενώ την περίοδο της Φραγκοκρατίας μετονομάστηκε σε Σύκανδρο λόγω των πολλών σύκων που είχε.
Η Σίκινος είναι απίστευτα μικρή και συμμαζευμένη κι έχει μόνο τρεις οικισμούς, την Αλοπρόνοια, η οποία είναι ένας μικρός παραθαλάσσιος οικισμός και λιμάνι του νησιού ενώ λίγα χιλιόμετρα βορειότερα βρίσκονται οι οικισμοί Χωριό και Κάστρο, χτισμένοι σε έναν μεγάλο γκρεμό που καταλήγει στη θάλασσα. Από τα τρία αυτά μέρη, επιλέξαμε να μείνουμε στην Αλοπρόνοια, καθώς θέλαμε να έχουμε τη θάλασσα ακριβώς κάτω από την πανοραμική μας βεράντα.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η Αλοπρόνοια αποτελείται κυρίως από ενοικιαζόμενα δωμάτια που προορίζονται για τους επισκέπτες και κλέβει τις εντυπώσεις με τα πεντακάθαρα τυρκουάζ νερά της. Εντυπωσιάστηκα με την καθαρότητα και το χρώμα της θάλασσας παρόλο που στην άκρη της παραλίας βρίσκεται η μικρή μαρίνα κι ο υποτυπώδεις μόλος που δένει το καράβι της γραμμής. Όμως, η παραλία που μας μάγεψε περισσότερο ήταν ο Άγιος Γεώργιος που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα βορειότερα της Αλοπρόνοιας. Η άγρια ομορφιά του τοπίου κι η απόκοσμη γαλήνη του αρκούν για να φύγει κάθε τοξικότητα κι άγχος που κουβαλάμε από την ξέφρενη καθημερινότητα της πόλης. Επίσης στην παραλία υπάρχουν αρκετά αλμυρίκια που προσφέρονται να μας προστατεύσουν με τη σκιά τους, όταν δεν απολαμβάνουμε τα κρυστάλλινα νερά και τον υπέροχο βυθό της θάλασσας. Στην άκρη της παραλίας βρίσκεται ένα μικρό ταβερνάκι, το οποίο δυστυχώς δεν είχε ακόμη ανοίξει. Στο νησί υπάρχουν κι άλλες παραλίες όπως η παραλία Μάλτας και τα Σαντοριναίικα, αλλά είναι προσβάσιμες μόνο με καραβάκι. Ψάχνοντας πληροφορίες για τις παραλίες αυτές, διαπίστωσα πως παρά τα όμορφα νερά τους, δεν παρέχουν σκιά στους λουόμενους. Επίσης είναι και το Διαλισκάρι αλλά ο δρόμος μέχρι την παραλία είναι άσχημος.
Οι άλλοι δυο οικισμοί του νησιού είναι το Χωριό και το Κάστρο, τα οποία απλώνονται σε δύο αντικριστές πλαγιές κι ενώνονται νοητά με το νεοκλασικό σχολείο-γυμνάσιο-λύκειο και το νεκροταφείο. Το Χωριό (00:24-01:28) είναι το πιο ήσυχο κομμάτι καθώς αποτελείται κυρίως από τα σπίτια των κατοίκων του νησιού. Στα μικρά ήσυχα σοκάκια του θα συναντήσει κανείς την ομορφιά της λιτότητας στις όψεις των σπιτιών, τις μυρωδάτες και πολύχρωμες από γεράνια αυλές τους αλλά και την κυριαρχία των σικινιώτικων γατιών που ατάραχες ρεμβάζουν σε κάθε απίθανο σημείο του οικισμού.
Από την άλλη πλευρά βρίσκεται το Κάστρο (01:40-03:40) το οποίο είναι χτισμένο σε ένα γκρεμό 280 μέτρα πάνω από τη θάλασσα κι είναι ένας οχυρωμένος οικισμός που κατοικείται από τον 15ο αι. Εκεί βρίσκεται το δημαρχείο, η κεντρική πλατεία με το μνημείο ηρώων και τα μαγαζιά του νησιού. Στα γραφικά του σοκάκια και στα λιγοστά του στέκια, νιώσαμε πως γίναμε μια παρέα τόσο με τους κατοίκους του νησιού που μας χαιρετούσαν όποτε μας συναντούσαν στο δρόμο όσο και με τους λιγοστούς τουρίστες που τους συναντούσαμε καθημερινά στα ίδια στέκια και στις ίδιες παραλίες (με τις πιο συνηθισμένες συναντήσεις να γίνονται με ένα ζευγάρι Άγγλων και με μια παρέα Ιταλών). Μια ακόμη όμορφη λεπτομέρεια από την παραμονή μας στη Σίκινο, κάτι το οποίο οφείλεται και στην περίοδο που διαλέξαμε να την επισκεφθούμε, ήταν η ανθρώπινη κι απίστευτα φιλόξενη συμπεριφορά των μαγαζατόρων.
Από το Κάστρο ξεκινάει ένα μονοπάτι που οδηγεί προς το μοναστήρι της Χρυσοπηγής, όπου στα μισά της ανάβασης βρίσκεται το τάμα του Οδυσσέα Ελύτη (05:27-05:38), ο οποίος παρόλο που δεν επισκέφθηκε ποτέ την Σίκινο, την ύμνησε μέσα από το έργο του. Το τάμα του ποιητή εκπληρώθηκε λίγα χρόνια μετά το θάνατό του από την ποιήτρια και σύντροφό του Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Με μια κομψή λιτότητα και με μια αιγαιοπελαγίτικη αύρα, δίνει την αίσθηση πως αιωρείται πάνω από τη θάλασσα των Κυκλάδων. Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή από το κτίσμα, ήταν η μικρή μαρμάρινη επιγραφή πάνω από την είσοδο του ναού που αναφέρει το εξής “Παναγιά Σικινιώ, Οδυσσέας Ελύτης ανέθηκε”, δίνοντας με τη φράση αυτή μια νοητή συνέχεια στις αντίστοιχες προσφορές αγαλμάτων των αρχαίων Ελλήνων προς τους δικούς τους θεούς. Από τον προαύλιο χώρο του ναού μπορεί κανείς να θαυμάσεις το μεγαλείο των Κυκλάδων, καθώς ο ορίζοντας καλύπτεται εξ ολοκλήρου από τα γύρω Κυκλαδονήσια. Σταθήκαμε τυχεροί καθώς εκείνες τις μέρες είχε καθαρή ατμόσφαιρα κι έτσι καταφέραμε να διακρίνουμε πεντακάθαρα στα δυτικά την Φολέγανδρο, την Μήλο, την Κίμωλο, την Σίφνο και στα βόρεια την Αντίπαρο, την Πάρο, την Νάξο και στο ενδιάμεσό τους την Σύρο. Για μένα που έχω συνηθίσει τους ανοιχτούς θαλάσσιους ορίζοντες της δυτικής Χίου, εντυπωσιάστηκα με τον κυκλικό νησιώτικο χορό που εξελισσόταν εκείνες τις μέρες μπροστά μου. Επίσης από το τάμα του Οδυσσέα Ελύτη απολαύσαμε και το τελευταίο μας ηλιοβασίλεμα στη Σίκινο, το οποίο δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα φημισμένα ηλιοβασιλέματα της Σαντορίνης και της Φολεγάνδρου.
Στην κορυφή του ανεβάσματος βρίσκεται ένα μικρό κατάλευκο κάστρο, το οποίο δεν είναι άλλο από το γυναικείο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής ή αλλιώς Χρυσοπηγής όπως το αποκαλούν οι Σικινιώτες (05:29-06:21). Η οχυρωματική τη μορφή οφείλεται στο ότι οι κάτοικοι κάποτε το χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο για να προστατευτούν από τις επιδρομές των πειρατών. Το μοναστήρι αυτό χτίστηκε το 1690 και σταμάτησε να λειτουργεί το 1834 μετά από διάταγμα της αντιβασιλείας του Όθωνα που έκλεισε αρκετά μοναστήρια της τότε Ελλάδος, τα οποία είχαν λίγους μοναχούς. Όμως τα τελευταία χρόνια, το μοναστήρι άρχισε να λειτουργεί ξανά με τη συνδρομή μιας μοναχής, η οποία χειροτονήθηκε 200 χρόνια μετά την τελευταία φορά που είχε συμβεί στο νησί. Η μοναχή Δωροθέα, μας υποδέχτηκε με ένα γλυκό χαμόγελο κι αφού μας πρόσφερε δροσερό νερό, μας έδειξε τα κατατόπια του κτιριακού συγκροτήματος, το οποίο πέρα από την εκκλησία, έχει μια υπαίθρια φωτογραφική έκθεση για τη μοναστηριακή ζωή κι ένα γαλήνιο προαύλιο χώρο που καταλήγει σε ένα εντυπωσιακό άνοιγμα προς το Αιγαίο.
Στα μισά της παραμονής μας στο νησί, επισκεφθήκαμε το πιο αινιγματικό κτίσμα των Κυκλάδων, το οποίο είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον μου πριν τρεις δεκαετίες όταν έκανα τη συλλογή με τις τηλεκάρτες. Η περίφημη Επισκοπή (03:44-04:08) βρίσκεται στη μέση του πουθενά κι είναι το πιο απομακρυσμένο προσβάσιμο σημείο του νησιού. Εικάζεται πως ανεγέρθηκε τον 3ο αιώνα ως ρωμαϊκό μαυσωλείο, αν κι υπάρχει μια θεωρία πως ήταν ναός του Πυθίου Απόλλωνα. Όμως τον 17ο αιώνα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η τότε βεβήλωση του μνημείου με την προσθήκη της ημικυκλικής κόγχης, του τρούλου και του τρίτοξου καμπαναριού, αντί να καταστρέψουν το μνημείο, το έκαναν περισσότερο εντυπωσιακό αλλά και μοναδικό. Δίπλα στην επιβλητική Επισκοπή βρίσκεται το βυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Αννας ενώ λίγο πιο πέρα έχουν χτιστεί μικρά διακριτικά κτίρια εναρμονισμένα με το περιβάλλον, τα οποία θα φιλοξενήσουν στο μέλλον τη συλλογή των ευρημάτων τόσο του μνημείου όσο και των γύρω ανασκαφών. Στη γύρω περιοχή της Επισκοπής, μπορεί κανείς να περπατήσει στα παλιά μονοπάτια του νησιού, γυρνώντας πίσω στο χρόνο τότε που οι μετακινήσεις γινόντουσαν με τα γαϊδουράκια ή με τα πόδια ανάμεσα σε χωράφια που διαχωρίζονταν μεταξύ τους με μεγάλες πλατιές πλάκες.
Επιστρέφοντας από την Επισκοπή στο Κάστρο, κάναμε μια στάση στο διάσημο οινοποιείο του Μάναλη (04:28-04:48). Ο ιδιοκτήτης του, ο κύριος Γιώργος Μάναλης κατάφερε να αναβιώσει τις ξεχασμένες ποικιλίες του τοπικού κρασιού, δημιουργώντας έναν εντυπωσιακό οικολογικό αμπελώνα 30 στρεμμάτων στο βορειοδυτικό απόκρημνο τμήμα του νησιού, ξεκινώντας από μερικές βέργες που προμηθεύτηκε από παλιούς κατοίκους του νησιού. Μας υποδέχτηκε ο ίδιος στην είσοδο του οινοποιείου του και μας πρόσφερε να δοκιμάσουμε τα τέσσερα υπέροχα κρασιά που παράγει, το «Sikoinos Λευκό», το «Sikoinos Ερυθρό», το «Sikoinos Ροζέ» και το «Λιοσάτο». Αφού καταλήξαμε στο ροζέ, κατεβήκαμε σε μια από τις ομορφότερες βεράντες των Κυκλάδων, για να δοκιμάσουμε τα θεσπέσια πιάτα του οινοποιείου έχοντας μπροστά μας θέα τη Φολέγανδρο και το υπέροχο ηλιοβασίλεμα του νησιού. Η άγρια ομορφιά των απόκρημνων πλαγιών της Σικίνου, η ονειρική ηρεμία του τοπίου, η απεραντοσύνη της θάλασσας αλλά και τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος δημιουργούν μια πρωτόγνωρη μαγευτική ατμόσφαιρα στο οινοποιείο. Γι’ αυτό το λόγο, προτείνω να το επισκεφθείτε από τις πρώτες κιόλας μέρες παραμονής σας στο νησί και να μην το αφήσετε τελευταία στιγμή διότι είμαι βέβαιος πως θα θελήσετε να το επισκεφθείτε ξανά, όπως κάναμε κι εμείς.
Όταν έφτασε η μέρα της αναχώρησης, είχαμε την αίσθηση πως φεύγαμε από έναν τόπο που μας αγκάλιασε τόσο ζεστά κι όμορφα. Στην προβλήτα που θα έδενε το καράβι, συναντήσαμε για τελευταία φορά τον κύριο Μάναλη, ο οποίος αμέσως μας αναγνώρισε κι ήρθε να κάτσει δίπλα μας μέχρι να φτάσει το πλοίο. Στη σύντομη συζήτηση που είχαμε, του εκφράσαμε τον ενθουσιασμό μας για το νησί και το πόσο πολύ μας κέρδισε ξεπερνώντας την όποια προσδοκία είχαμε γι’ αυτό. Εκείνος κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά μέχρι να τελειώσουμε όλα αυτά που είχαμε να του πούμε. Εν μέρει συμφωνούσε με τα λεγόμενά μας αλλά εκείνος είχε μια άλλη εικόνα θεωρώντας πως η Σίκινος είναι ένας ιδιαίτερος τόπος, ο οποίος δεν είναι προσιτός σε όλους. Προλαβαίνοντας την αντίδρασή μας, μας είπε πως όλα αυτά τα χρόνια έχει δει αρκετούς επισκέπτες να κατεβαίνουν στο νησί και να περιμένουν από την επομένη κιόλας μέρα το πρώτο καράβι για να φύγουν. Η Σίκινος δεν είναι γι’ αυτούς που αναζητούν την κοσμικότητα και τη ξέφρενη ζωή των άλλων νησιών, ούτε “γι’ αυτούς που θέλουν να δείξουν την κορμάρα τους στην παραλία“. Η Σίκινος είναι ο επίγειος παράδεισος γι’ αυτούς που θέλουν να ‘ρθουν και να ζήσουν λίγες μέρες απόλυτης ελευθερίας, απαλλαγμένοι από τις σκοτούρες της καθημερινότητάς τους. Η Σίκινος είναι γι’ αυτούς που βρίσκουν την απόλυτη ευτυχία στα μεσημβρινά τραγούδια των τζιτζικιών ξαπλωμένοι κάτω από τα αλμυρίκια της παραλίας, έχοντας συντροφιά τους ένα βιβλίο. Η Σίκινος είναι για εκείνους που φεύγοντας από την παραλία, θα πάνε κατευθείαν στη Χώρα του νησιού για να απολαύσουν τον καφέ τους, το φαγητό τους και το ποτό τους χωρίς να τους ενδιαφέρει η τσαλακωμένη τους από την παραλία ενδυμασία κι η αλμύρα που έχει κατακάτσει στο δέρμα τους.
Η Σίκινος είναι η πατρίδα των χαμένων ανέμελων χρόνων μας. Αυτήν την Σίκινο ερωτευτήκαμε. Αυτήν την Σίκινο θα κρατήσουμε για πάντα στην καρδιά μας.