Ημερολόγια ταξιδιού: Trans-Siberian
Δυο φίλοι αποφάσισαν να επενδύσουν ένα χρόνο απ΄τη ζωή τους και να εξερευνήσουν τον κόσμο.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, ξεφυλλίζω πάλι σελίδες μαυρισμένες ασφυχτικά με γράμματα στραβά και κακογραμμένα. Μια πτήση ένα βράδυ καλοκαιρινό. Έτσι ξεκίνησε όλο αυτό. Από μια επιθυμία για φυγή. Πρώτος προορισμός η Μόσχα. Ένα εισιτήριο για τον υπερσιβηρικό και από κει το άγνωστο.
Τα κείμενα που θα ακολουθήσουν γράφτηκαν σε χρόνους κενούς. Χρόνους παγιδευμένος μεταξύ προορισμών. Ώρες και ώρες σιωπής σε άβολα, συνοστισμένα τρένα, λεωφορεία, φορτηγά, τζιπ, μηχανάκια, λιμουζίνες με φιμέ τζάμια, ελέφαντες, τουκ-τουκ και βάρκες με θορυβώδεις μηχανές. Χρόνος κίνησης κι όμως εσύ στέκεις. Βυθίζεσαι σε παρελθόν, μέλλον και παρόν και αναδύεσαι όταν γύρω πια όλα έχουν αλλάξει.
Trans-Siberian
Εικόνα: Φοίβος
Πρόσεχε είναι επικίνδυνα εκεί. Πρόσεχε οι άνθρωποι στα βάθη της Σιβηρίας, δεν είναι όπως εδώ. Τρίτη θέση; Είστε τρελοί; Προσέχτε τα πράγματά σας και μη μιλάτε πολύ σε αγνώστους.
Αυτά άκουγα. Αυτά μας έλεγαν ακόμα και στη Μόσχα. Πριν μπω στον υπερσιβηρικό το μόνο που είχα μάθει ήταν για κάτι μεθυσμένους και παρακμιακούς τύπους που σε κάθε απροσεξία θα ήταν έτοιμοι να μας κλέψουν ή να μας δημιουργήσουν προβλήματα.
Απλoύς καθημερινούς ανθρώπους και παιδιά. Αυτό συνάντησα. Μας βοήθησαν να ταχτοποιηθούμε, μας χαμογελούσαν, μας πρόσφεραν πράγματα. Μιλούσαμε χωρίς να καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Μια επικοινωνία πρωτόγονη, με κινήσεις και ήχους χωρίς νόημα, μα πολύ πιο αληθινή. Έπρεπε να τον κοιτάς τον άλλο στα μάτια, να του δώσεις όλη σου την προσοχή, να τον νιώσεις, προκειμένου να καταλάβεις τι θέλει να σου πει.
Το δεύτερο βράδυ καθόμασταν στο μικρό τραπεζάκι ανάμεσα στις κουκέτες. Το φως λιγοστό απ’ το διάδρομο, έξω σκοτάδι και μόνο κάτι σταγόνες σκάγαν μονότονα που και που στο τζαμί. Ένα κορίτσι μας έφερε ένα χαρτί. Ένα μικρό σπιτάκι και δίπλα ένα ερωτηματικό. Ήθελαν να μάθουν πως είναι στα μέρη μας. Μόνο κάτι φωτογραφίες στο κινητό από στιγμές με φίλους. Αυτό είχαμε να τους δείξουμε. Τι νόημα να βρουν σε κάτι τέτοιο; Τι το ενδιαφέρον; Σε κάθε φωτογραφία ενθουσιάζονταν. Ρωτούσαν τι σχέση έχουμε με τον ένα ή τον άλλο. Γελούσαν με τις αστείες φάτσες, γελούσαν όταν υπήρχε φωτογραφία με κάποια κοπέλα. Σε λίγο είχαν μαζευτεί εφτά-οχτώ παιδιά και σπρώχνοντας το ένα το άλλο προσπαθούσαν να δουν.
Το επόμενο πρωί όταν ξύπνησα το τρένο έκανε στάση σε κάποιο σταθμό. Βγήκαμε να πάρουμε μανίλιες και πιροσκί από κάποιους μικροπωλητές. Εκεί ήρθε και μας μίλησε. Δεν τον είχα προσέξει στο βαγόνι. Είχε στα άκρα του αριστερού του χεριού ξεθωριασμένα τατουάζ από μελάνι. Ήταν το είδος των τατουάζ που μας είχαν περιγράψει ότι τα έκαναν στη φυλακή επί κομμουνισμού. Ρώτησε από που είμαστε. Όταν το τρένο ξεκίνησε ήρθε και μας βρήκε εκεί που καθόμασταν. Μας σήκωσε και επέμενε να τον ακολουθήσουμε. Στο διάδρομο μας περίμενε ένας φίλος του. Μας έβαλαν να κάτσουμε σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο με δύο αντικριστά καθίσματα. Έκατσα μέσα κι εκείνος δίπλα μου. Η μονή θέση δε μας χωρούσε και τους δύο. Πιεζόμουν. Γύρω στα πενήντα, γαλάνα μάτια, κοντό ξέξανθο μαλλί και πρόσωπο σημαδεμένο από το χρόνο και τις κακουχίες. Χνότα που μύριζαν αλκοόλ. Καθώς μίλαγε, πλησίαζε το πρόσωπό του και με κοίταζε βαθιά, σχεδόν ενοχλητικά, μέσα στα μάτια. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε αλλά επέμενε. Και κάπου εκεί ενεργοποιούνται όλοι αυτοί οι μηχανισμοί με τους οποίους σε έχουν εφοδιάσει για το “καλό” σου. Καχυποψία, προκατάληψη, διπλές σκέψεις, υποκριτικό χαμόγελο.
Μια ώρα μετά μας έσφιγγαν το χέρι δυνατά στις δύο τους παλάμες και μας αποκαλούσαν φίλους. Μας είχαν προσφέρει από το λιγοστό φαγητό τους, παστό ψάρι και ψωμί, μας κερνούσαν από την άφθονη βότκα τους και από ένα τσιγάρο στα κρυφά, στο διάκενο των βαγονιών. Και όλα αυτά χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Δε θα τους ξαναβλέπαμε ποτέ.
Ναι, τέτοιους ανθρώπους πρέπει να τους φοβάσαι. Χαλάνε τη πιάτσα. (27 Ιουλίου)