Μέσα σε τρεις μέρες επισκέφτηκα τρεις χώρες!

Και ενώ πήγαμε αυτό το ταξίδι με ελάχιστες προσδοκίες τελικά, οι θησαυροί κρύβονται στις πιο μικρές χώρες και πόλεις και σε περιμένουν να τις ανακαλύψεις. 

Μυρτώ Τούλα
μέσα-σε-τρεις-μέρες-επισκέφτηκα-τρεις-1389003
Μυρτώ Τούλα

Μετά από ένα ανοιξιάτικο ταξίδι στην Σκανδιναβία, αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την γειτονιά μας τα Βαλκάνια.

Και εδώ κάπου αξίζει να ξεκαθαρίσω πως είμαι κάθετη στο να ακούω τα αρνητικά σχόλια για τους προορισμούς που επιλέγω να πάω και αυτό γιατί πάντοτε κάποιος θα σε απωθήσει για να κλείσεις αυτό το αεροπορικό εισιτήριο.

Πετάξαμε με low cost εταιρία, την Πέμπτη το βράδυ και προσγειωθήκαμε στο Ζάγκρεμπ μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Την επόμενη ημέρα το πρωί, ταξιδεύαμε με flixx bus για Λιουμπλιάνα. Μία διαδρομή περίπου 2 ώρες και βρεθήκαμε από την πρωτεύουσα της Κροατίας στην πρωτεύουσα της Σλοβενίας. Αφήσαμε τα πράγματα μας και ξεχυθήκαμε στους δρόμους, ίσως μία από τις πιο όμορφες πόλεις που έχω επισκεφθεί.

Φοιτητούπολη, πράσινη, καθαρή με απίστευτη αρχιτεκτονική και μικρές ιστορίες βγαλμένες από παραμύθι που ξεδιπλωνόντουσαν στα σοκάκια της.

Μικρά bistro καφέ και εστιατόρια με ιταλική κουζίνα, ωραίοι άνθρωποι με στιλάτα ρούχα, σημαίες της Παλαιστίνης να κρέμονται από τα μπαλκόνια, το κανάλι της με τα κρυστάλλινα νερά να γλύφει τις παρυφές του ιστορικού κέντρου και να δημιουργεί γυάλινες αντανακλάσεις από τα κτίρια που κρατούν αιχμάλωτη την ιστορία της και μετρούν κάμποσα χρόνια ζωής.

Η ιστορία της ξεκινά από το το 15 μ.Χ όταν πρωτοϊδρύθηκε εκεί ο ρωμαϊκός οικισμός Emona, o οποίος καταστράφηκε ολοσχερώς από τον στρατό του Αττίλα το 452 μ.Χ. Έζησε μέσα στον μεσαίωνα και γνώρισε την δόξα των αναγεννησιακών χρόνων. Την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης αναπτύχθηκε ραγδαία, με την πρώτη σιδηροδρομική σύνδεση με τη Βιέννη να πραγματοποιείται το 1849, ενώ το 1857 η πόλη συνδέθηκε με τρένο και με την Τεργέστη.

Με την περιπλάνηση ανάμεσα στα σπουδαία αρχιτεκτονικά κτίρια, το μάτι μας θα έπεσε επάνω στην Γέφυρα του Δράκου, ένα καταπληκτικό δείγμα art nouveu αρχιτεκτονικής και σύμβολο της πόλης. Σύμφωνα με τους μύθους των αρχαίων Ελλήνων τον δράκο αυτό σκότωσε ο Ιάσωνας κατά τη διάρκεια της Αργοναυτικής εκστρατείας μπαίνοντας με την μυθική του Αργώ στην αρχαία πόλη της Λιουμπλιάνα.

Για την ιστορία, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, την άνοιξη του 1941 η πόλη καταλήφθηκε από τον ιταλικό στρατό, πριν περάσει στα χέρια των Ναζί τον Σεπτέμβριο του 1943. Ο αντιστασιακός, αντιφασιστικός αγώνας των κατοίκων της Λιουμπλιάνα έχει μείνει χαραγμένος στην ιστορία της πρώην Γιουγκοσλαβίας με τον πρόεδρο της χώρας, Τίτο, να αναφέρεται σε εκείνη ως «η ηρωική πόλη».

Στην παλιά της πόλη, θαυμάσαμε την αρχιτεκτονική, σε σπίτια πολύχρωμα που κοντοστέκουν στα πέτρινα σοκάκια της, οι φούρνοι γέμιζαν τον αέρα με μυρωδιές γλυκισμάτων. Ενώ όσο σηκώναμε το βλέμμα μας ψηλά, το Κάστρο της μας αγκάλιαζε. Χρονολογείται περίπου στον 11ο αιώνα. Έχει ανακατασκευαστεί και αναπαλαιωθεί αρκετές φορές, ενώ έχει αλλάξει και αρκετές χρήσεις. Έπειτα από μία ριζική αναστύλωση που ξεκίνησε το 1963 και κράτησε αρκετά χρόνια, αποτελεί μουσείο και είναι ανοικτό για το κοινό. Εμείς επιλέξαμε το funikular για να ανεβούμε στην κορυφή του, και σε αυτή την μικρή διαδρομή η πόλη απλωνόταν στα πόδια μας.

Επόμενη στάση το Tivoli Park, κάθε φορά που επισκέπτομαι πόλεις του εξωτερικού γοητεύομαι με την ιδέα ότι οι άνθρωποι εκεί έχουν ένα μεγάλο πάρκο στο κέντρο τους, μία πράσινη όαση που μπορούν να πιουν τον καφέ τους, να περπατήσουν ακόμη και να δουλέψουν. Το πάρκο Τivoli, “περικυκλώνει” ένα μεγάλο μέρος του κέντρου της πόλης, με ψηλά δέντρα, υπέροχα μονοπάτια και πολυάριθμα έργα τέχνης, όπως γλυπτά και πίνακες. Ένα ανοιχτό μουσείο, καλοσυντηρημένο, καθαρό και προσεγμένο, χωρίς ίχνος γκράφιτι ή βανδαλισμών.

Αφού λοιπόν απολαύσαμε την διαδρομή του Tivoli, μεταφερθήκαμε στην Μετελκόβα. Ένα αυτόνομο κοινωνικό και πολιτιστικό κέντρο, όπως η Christiana της Κοπεγχάγης. Παλιότερα, και στην περίπτωση της,  η τοποθεσία ήταν η στρατιωτική έδρα του Στρατού της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια έγινε η έδρα της Σλοβενίας του Εθνικού Στρατού της Γιουγκοσλαβίας. Το κτίριο καταλήφθηκε στις 25 Ιουνίου 1991 με τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της Σλοβενίας και της Κροατίας Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας εκείνο το έτος, ο Γιουγκοσλαβικός στρατός έφυγε από τη Μετελκόβα, η οποία σύντομα έγινε στρατιωτική εγκαταλελειμμένη περιοχή με τους εναπομείναντες στρατώνες της.

Το 1991, το Δίκτυο Μετελκόβα, αποτελούμενο από περισσότερους από 200 εναλλακτικούς οργανισμούς και οργανισμούς νεολαίας, ζήτησε από τον δήμο της Λιουμπλιάνα άδεια να χρησιμοποιήσει αυτούς τους στρατώνες για ειρηνικούς και δημιουργικούς σκοπούς. Ως απάντηση, οι αρχές της Λιουμπλιάνα έδωσαν στο Δίκτυο για τη Μετελκόβα επίσημη άδεια παραμονής και χρήσης του χώρου. Ωστόσο, αυτές οι υποσχέσεις που έδωσε ο δήμος δεν τηρήθηκαν ποτέ. Αυτό το παράδειγμα σχετικά με την αίτηση άδειας καταδεικνύει τον διφορούμενο ρόλο του δήμου της Λιουμπλιάνα έναντι του δικτύου Μετελκόβα, στο οποίο ο δήμος φαίνεται να τους επιτρέπει να παραμείνουν εκεί, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήθελε να παραμείνουν και να αναπτυχθεί σε κέντρο πολιτισμών η στρατιωτική βάση.

Το 1993, το πολιτιστικό κέντρο καταλήφθηκε, όταν ένας επίτροπος έδωσε την εντολή για την κατεδάφιση ορισμένων στρατώνων, που είχαν υποσχεθεί στο Δίκτυο, με σκοπό την παράνομη μετατροπή της περιοχής σε εμπορικό χώρο. Εκείνη την εποχή, Μετελκόβα τέθηκε σε λειτουργία ως μία παράνομη κατάληψη και επαναπροσδιορίστηκε ως αυτο-οργανωμένη αυτόνομη ζώνη το 1995. 

Από τότε, το κέντρο ήταν ένας τόπος ανοχής των μειονοτήτων, παρόλο που εξακολουθεί να απειλείται από την κακή μεταχείριση, που λαμβάνει από την πόλη και το σλοβενικό κράτος. 

Στη δεκαετία του 2000, νέοι ηθοποιοί συμμετείχαν στην αυτόνομη ζώνη Μετελκόβα, για παράδειγμα η κοινότητα ΛΟΑΤ, άλλες μη κυβερνητικές οργανώσεις και ακόμη και η UNESCO. Αν και δεν βοήθησε τη Μετελκόβα να λάβει το κατάλληλο νομικό καθεστώς, η περιοχή αναγνωρίστηκε ως εθνική πολιτιστική κληρονομιά το 2005.

Ο τελικός μας προορισμός ήταν το σπουδαίο σπίτι, του αρχιτέκτονα Ιβάν Βούρνικ, το οποίο θεωρείται ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της σλοβενικής εθνικής αρχιτεκτονικής και πράγματι είναι μαγικό με ροζ αποχρώσεις και γεωμετρικά σχέδια να κοσμούν την εξωτερική του πλευρά. Η πόλη είναι μικρή και εύκολα περπατήσιμη, αποτελείται από δεκάδες πεζόδρομους και πολύ πράσινο, μπορείς να την “ρουφήξεις” απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα σε μία μέρα, μία μικρή παραμυθούπολη στην Ευρώπη που λάμπει.

Την επόμενη ημέρα, πήραμε και πάλι το λεωφορείο και επισκεφτήκαμε την Τεργέστη, μία μικρή Ιταλική πόλη στα σύνορα Ιταλίας-Σλοβενίας, που απέχει μόλις 1 ώρα και 40 λεπτά από το ιστορικό κέντρο της Λιουμπλιάνας.

Για εμένα που έχω επισκεφθεί αρκετές φορές την Ιταλία, η Τεργέστη είναι μία πόλη παρατημένη κι ενώ θα περίμενε κανείς πως λόγω του μεγάλου λιμανιού της και του μεγάλου αριθμού τουριστών θα είναι ανεπτυγμένη, αυτή ζει κάτω από την σκόνη της ιστορίας της. Το πιο όμορφο σημείο της, η Piazza Unita d’ Italia η κεντρική πλατεία της , με συνολική έκταση 12.280 τ.μ., η μεγαλύτερη παραθαλάσσια πλατεία της Ευρώπης.

Μία πόλη που ξέχασε να προχωρήσει. Τα κτίρια της, με τα ξεφτισμένα μπαλκόνια και τα σκουριασμένα παράθυρα, κοιτάζουν τη θάλασσα σαν να περιμένουν κάτι που δεν θα έρθει πια. Στους δρόμους, η υγρασία απλώνεται πάνω στα λιθόστρωτα, και το φως του απογεύματος γλιστρά πάνω στους τοίχους σαν ανάμνηση. Περπατάς ανάμεσα σε άδεια καφέ και παλιές βιτρίνες που δείχνουν ακόμα ρούχα άλλων δεκαετιών. Κάθε γωνία ψιθυρίζει ιστορίες μιας εποχής όπου η πόλη έσφυζε από ζωή και εμπόριο, κι όμως τώρα μοιάζει να ανασαίνει βαριά, κουρασμένη από τα χρόνια.

Μέσα σε αυτή τη φθορά υπάρχει μια παράξενη ομορφιά. Η σιωπή της Τεργέστης δεν είναι κενή — είναι γεμάτη από απόηχους, από φωνές που χάθηκαν στα περάσματα του χρόνου. Το λιμάνι της, με τα σκουριασμένα πλοιάρια και τους γλάρους που κυκλώνουν αδιάφορα, μοιάζει με σκηνικό παλιάς ταινίας. Ηλικιωμένοι απολαμβάνουν τον καφέ τους σε μικρά bistro, σαν ναναι η πιο ιερή στιγμή της ημέρας. Ζαχαροπλαστεία άλλης δεκαετίας, με πολυελαίους και βαριά υφάσματα βελούδου σε κόκκινες αποχρώσεις, φτιάχνουν μπροστά στα μάτια σου τιραμισού, τα τραπέζια στο παλιότερο κανάλι της Ευρώπης, που κάποτε τα πλοίας περνούσαν μέσα στο κέντρο για εμπόριο, γεμίζουν με απεριτιφ και συνοδευτικά. Δεν είναι πια ζωντανή — αλλά ούτε και νεκρή· απλώς αιωρείται, εγκλωβισμένη ανάμεσα στο χθες και στο τώρα, όμορφη μέσα στην παραίτησή της.

Τελική μας στάση γι’ αυτό το ταξίδι, το Ζάγκρεμπ. Στο οποίο σταθήκαμε αρκετά άτυχοι, διότι, από τον μεγάλο σεισμό των 6.8 ρίχτερ του 2020, τα περισσότερα κτίρια, μουσεία και αξιοθέατα της πόλης είναι καλυμμένα με σκαλωσιές, όμως το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την ομορφιά της. Απλώνεται στις όχθες του ποταμού Sava, και είναι μία από τις ωραιότερες μεσαιωνικές πόλεις ολόκληρης της Ευρώπης.

Η ιστορία του ξεκινά κατά τα ρωμαϊκά χρόνια , ενώ το όνομα του αναφέρεται για πρώτη φορά σε επίσημα έγγραφα του 1134. Μεγάλο μέρος του καταστράφηκε τον 16ο και 17ο αιώνα με μία φονική πυρκαγιά ενώ λίγο αργότερα, χιλιάδες κάτοικοι του πέθαναν από πανούκλα. Το 1800 ωστόσο, έγινε κέντρο ανταλλαγής πρωτοποριακών, καλλιτεχνικών ιδεών και, παράλληλα, μία γρήγορα αναπτυσσόμενη, μοντέρνα πρωτεύουσα.

Η πρώτη μας στάση ήταν η Upper Town, η μεσαιωνική αρχιτεκτονική, το πλακόστρωτο, τα δέντρα στις αποχρώσεις του φθινοπώρου, τα κρυφά σοκάκια και οι γύρω λόφοι που αγκαλιάζουν τρυφερά την κεντρική πλατεία Ban Jelačić, δημιουργούν μία γοητευτική σκηνή παραμυθιού που θες να την κλειδώσεις για πάντα στην καρδιά σου και να την δείχνεις σαν απάντηση σε όλους όσους σου είπαν να μην πας στο Ζάγκρεμπ.Κάπου εκεί πάνω, ανάμεσα στην ιστορία και την θρυλική αρχιτεκτονική, κοντοστέκεται το χαρακτηριστικό γοτθικό κτίσμα της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου  με την ιδιαίτερη στέγη του, που μοιάζει με αληθινό κέντημα, αλλά και του επιβλητικού πύργου που στεγάζει το καμπαναριό και το παλιό ρολόι της πόλης. Η εκκλησία χτίστηκε τον 13ο αιώνα και μέσα στα χρόνια δέχθηκε πολλές παρεμβάσεις, γενόμενη σταδιακά από ρωμαϊκό κτήριο του 1400 ένας ναός γνώριμου, κεντροευρωπαϊκού γοτθικού ρυθμού τόσο όσο αναφορά στην πρόσοψη του όσο και στον εσωτερικό του διάκοσμο.

Αφού εξερευνήσαμε όλη την Upper Town και απολαύσαμε την θέα της, βρεθήκαμε στην μεγαλύτερη υπαίθρια αγορά της Κροατίας, η οποία λειτουργεί καθημερινά και ονομάζεται Dolac Market. Φρέσκα φρούτα και λαχανικά, τυριά, κρέατα, αλλαντικά, παλιά ρούχα και καπέλα και πολύχρωμα μπουκέτα κάτω από μεγάλες κόκκινες ομπρέλες συνέθεσαν ένα εντυπωσιακό σκηνικό.

Επόμενη στάση μας, το Εθνικό Θέατρο της Κροατίας, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1895, από αρχιτέκτονες Ferdinand Fellner και Herman Helmer, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία μερικών από τα εντυπωσιακότερα κτήρια της Βιέννης.

Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το μαγικό πάρκο Zrinjevac, έναν από τους πιο αγαπημένους και χαρακτηριστικούς χώρους πρασίνου του Ζάγκρεμπ. Αποτελεί μέρος του περίφημου «Πράσινου Πέταλου» της πόλης και βρίσκεται μόλις λίγα βήματα από την κεντρική πλατεία Ban Jelačić. Με τις καταπράσινες αλέες του, τις ιστορικές προτομές Κροατών προσωπικοτήτων και το κομψό κιόσκι στο κέντρο του, το Zrinjevac προσφέρει μια ατμόσφαιρα ρομαντισμού και ηρεμίας. Είναι το ιδανικό σημείο για μια χαλαρή βόλτα, μια στάση για καφέ ή απλώς για να απολαύσει κανείς τον ρυθμό της πόλης.

Ακόμη μία υπέροχη πόλη που τρύπωσε στην καρδιά μου. Οι δρόμοι μυρίζουν βρεγμένα φύλλα και καφέ, τα τραμ περνούν αργά, στο κέντρο τα αυτοκίνητα απαγορεύονται, φανάρια δεν υπάρχουν σε περιμένουν να περάσεις από την διάβαση, βαριά αρχιτεκτονική, ζεστά ροφήματα και μπουρέκ. Είναι από εκείνες τις πόλεις που δεν σε εντυπωσιάζουν με τη φασαρία τους, αλλά με το πώς σε κάνουν να ηρεμείς χωρίς να το καταλάβεις.

Τελικός προορισμός αυτού το ταξιδιού το Εθνικό Πάρκο των Λιμνών Πλίτβιτσε, που πραγματικά από το πρώτο μου βήμα εκεί αισθάνθηκα σαν να βρίσκομαι στην χώρα του ποτέ που κατοικούν οι νεράιδες με την Τίνκερμπελ. (Πριν συνεχίσω να πω πως το λεωφορείο για να πάμε εκεί κόστισε 50 ευρώ και το εισιτήριο 23).

Στις λίμνες Plitvice νιώθεις πως η φύση ψιθυρίζει. Το νερό κυλάει απαλά, διαφανές σαν γυαλί, κι αλλάζει χρώματα ανάλογα με το φως του ήλιου — από σμαραγδί σε γαλάζιο, ύστερα σε βαθύ τιρκουάζ. Το φθινόπωρο τις ντύνει με πορτοκαλιά και κεχριμπαρένια φύλλα που καθρεφτίζονται στην επιφάνεια σαν ζωγραφιά. Ο ήχος των καταρρακτών γίνεται ρυθμός και καλύπτει τις ομιλίες από τους τουρίστες που κατακλύζουν το μέρος.

Η ιστορία τους ξεκινά πριν από χιλιάδες χρόνια, όταν το νερό έσκαψε τα μονοπάτια του ανάμεσα σε ασβεστολιθικά βράχια, δημιουργώντας αυτό το μαγικό δίκτυο από 16 λίμνες και αμέτρητους καταρράκτες. Από το 1949, οι Plitvice προστατεύονται ως εθνικό πάρκο και έχουν ανακηρυχθεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, διασφαλίζοντας ότι αυτός ο φυσικός θησαυρός θα συνεχίσει να μαγεύει τους επισκέπτες του για πάντα.

Και ενώ πήγαμε αυτό το ταξίδι με ελάχιστες προσδοκίες τελικά, οι θησαυροί κρύβονται στις πιο μικρές χώρες και πόλεις και σε περιμένουν να τις ανακαλύψεις.

 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα